-
1 καλινδήθρα
καλινδήθρᾱ, καλινδήθραplace for horses to roll after exercise: fem nom /voc /acc dualκαλινδήθρᾱ, καλινδήθραplace for horses to roll after exercise: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 καλινδήθρα
καλινδήθρα, ἡ, = κυλινδήϑρα, Ael. H. A. 3, 2 u. a. Sp.
-
3 καλινδήθρα
κᾰλινδ-ήθρα, ἡ,A = ἀλινδήθρα, place for horses to roll after exercise, Ael.NA3.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλινδήθρα
-
4 καλινδήθρας
καλινδήθρᾱς, καλινδήθραplace for horses to roll after exercise: fem acc plκαλινδήθρᾱς, καλινδήθραplace for horses to roll after exercise: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 καλινδήθραν
καλινδήθρᾱν, καλινδήθραplace for horses to roll after exercise: fem acc sg (attic doric aeolic) -
6 καλινδήθραις
καλινδήθραplace for horses to roll after exercise: fem dat pl -
7 κυλινδήθρα
κυλινδήθρα, ἡ, wie καλινδήϑρα, Wälzplatz für Pferde (?).
-
8 καλινδέομαι
Grammatical information: v.Meaning: `roll about, wallow' (IA.) mit καλινδήθρα `place for horses to roll' (Ael.), καλίνδησις name of a throw of the dice' (Alciphr.).Other forms: only present-stem.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Here the aorist δια-καλῖσαι (not quite certain) `transport by rolling' ( SIG 2 587, 158) with διακάλισις (Hermione); also ἐσ- and παρ-κάλισις (Epid.); but cf. on κᾶλον. - Cf. ἀλινδέομαι and κυλινδέομαι (Güntert Reimwortbildungen 131f.). Fur. reminds of κ\/zero in Pre-Greek (391).Page in Frisk: 1,764Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καλινδέομαι
См. также в других словарях:
καλινδήθρα — καλινδήθρᾱ , καλινδήθρα place for horses to roll after exercise fem nom/voc/acc dual καλινδήθρᾱ , καλινδήθρα place for horses to roll after exercise fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλινδήθρα — και ἀλινδήθρα, ἡ (Α) τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλογοκυλίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλινδοῦμαι + κατάλ. θρα (πρβλ. κοιμή θρα, κυλινδή θρα)] … Dictionary of Greek
καλινδήθρας — καλινδήθρᾱς , καλινδήθρα place for horses to roll after exercise fem acc pl καλινδήθρᾱς , καλινδήθρα place for horses to roll after exercise fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλινδήθραν — καλινδήθρᾱν , καλινδήθρα place for horses to roll after exercise fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλινδήθραις — καλινδήθρα place for horses to roll after exercise fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
καλινδούμαι — καλινδοῡμαι, έομαι (Α) 1. κυλίομαι, περιστρέφομαι, κυλιέμαι 2. ασχολούμαι διαρκώς με κάτι, περνώ τον καιρό μου κάπου, περνώ τις ώρες μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται προφανώς για προϊόν συμφυρμού τών ρ. ἀλινδοῦμαι και κυλινδοῦμαι. Η λ. εμφανίζει δύο… … Dictionary of Greek