-
1 αλινδήθρα
ἀλινδήθρᾱ, ἀλινδήθραplace for horses to roll in: fem nom /voc /acc dualἀλινδήθρᾱ, ἀλινδήθραplace for horses to roll in: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ἀλινδήθρα
ἀλινδήθρᾱ, ἀλινδήθραplace for horses to roll in: fem nom /voc /acc dualἀλινδήθρᾱ, ἀλινδήθραplace for horses to roll in: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 ἀλινδήθρα
ἀλινδήθρα, ἡ, Wälzplatz für die Pferde, B. A. 4 τόπος ἐν ᾡ καλινδοῦνται οἱ ἵπποι καὶ ἄλλοι ἐξακούμενοι τὸν κάματον; ἐπῶν, Tummelplatz, Ar. Ran. 902.
-
4 αλινδηθρα
ἥ досл. площадка, на которой валяются по земле лошадиἀ. ἐπῶν Arph. — нагромождение слов, хитросплетение
-
5 ἀλινδήθρα
ἀλινδήθρα, Wälzplatz für die Pferde; Tummelplatz -
6 ἀλινδήθρα
ἀλινδ-ήθρα, ἡ,A place for horses to roll in, Phryn.PSp.5B.: metaph., ἀλινδῆθραι ἐπῶν, of Euripides' tragedies, Ar.Ra. 904.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλινδήθρα
-
7 αλινδήθρας
ἀλινδήθρᾱς, ἀλινδήθραplace for horses to roll in: fem acc plἀλινδήθρᾱς, ἀλινδήθραplace for horses to roll in: fem gen sg (attic doric aeolic)——————ἀλινδήθρᾱς, ἀλινδήθραplace for horses to roll in: fem acc plἀλινδήθρᾱς, ἀλινδήθραplace for horses to roll in: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 κονίστρα
-
9 ἀλίστρα
-
10 ἐξ-αλίστρα
ἐξ-αλίστρα, ἡ, = ἀλινδήϑρα, Poll. 1, 183.
-
11 αλινδήθραι
-
12 ἀλινδῆθραι
-
13 καλινδήθρα
κᾰλινδ-ήθρα, ἡ,A = ἀλινδήθρα, place for horses to roll after exercise, Ael.NA3.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλινδήθρα
-
14 κυλινδήθρα
κῠλινδ-ήθρα, ἡ,A = ἀλινδήθρα (q.v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυλινδήθρα
-
15 ἀλίστρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλίστρα
-
16 ἐγκύλισμα
A = ἁλινδήθρα, Sch.Ar.Nu.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκύλισμα
-
17 ἐξαλίνδω
A roll out or thoroughly, ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας οἴκαδε take him away when you have given him a good roll on the ἀλινδήθρα, Ar.Nu.32 (cf. X.Oec.11.18); to which Strepsiades retorts, ἐξήλικας ἐμέ γ' ἐκ τῶν ἐμῶν you have rolled me out of house and home, Ar.Nu.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαλίνδω
-
18 ἐξαλίστρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαλίστρα
-
19 ἱμανήθρη
Grammatical information: f.Meaning: `well-rope' (Herod. 5, 11).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Formation like κολυμβήθρα (: κολυμβάω), ἀλινδήθρα (: ἀλινδέω, ἀλίνδω) a. o. (Schwyzer 533, Chantr. Form. 373f.), so from a verb *ἱμανάω (Bechtel Dial. 3, 304) or *ἱμαίνω; s. on ἱμάς (esp. ἱμονιά).Page in Frisk: 1,723Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἱμανήθρη
См. также в других словарях:
ἀλινδήθρα — ἀλινδήθρᾱ , ἀλινδήθρα place for horses to roll in fem nom/voc/acc dual ἀλινδήθρᾱ , ἀλινδήθρα place for horses to roll in fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλινδήθρα — ἀλινδήθρα, η (Α) [ἀλινδῶ] 1. τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλογοκυλίστρα 2. φρ. «ἀλινδῆθραι ἐπῶν» λέγεται σκωπτικά για το λεκτικό τών τραγωδιών τού Ευριπίδη η λ. δηλώνει τις λεπτολογίες, τις περιστροφές, τις περιπλοκές … Dictionary of Greek
ἀλινδήθρας — ἀλινδήθρᾱς , ἀλινδήθρα place for horses to roll in fem acc pl ἀλινδήθρᾱς , ἀλινδήθρα place for horses to roll in fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλινδήθρας — ἀλινδήθρᾱς , ἀλινδήθρα place for horses to roll in fem acc pl ἀλινδήθρᾱς , ἀλινδήθρα place for horses to roll in fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλινδῆθραι — ἀλινδήθρα place for horses to roll in fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλινδήθρα — κυλινδήθρα, ἡ (Α) τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλινδήθρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλίνδω, κατά το συνώνυμο αλινδήθρα (< ἀλίνδω «κυλώ»)] … Dictionary of Greek
VOLUTABRUM — in Glossis κολίςτρα ζώων, proprie de apris et suibus, hinc de equis: de quibus capiendus Glossarum hic locus. Nam ζῶα Graeci, absolute plerumque equos appellant, ut et ἄλογα. Hos in arena prope amnem aut lacum volutare Veteres consuefaciebant,… … Hofmann J. Lexicon universale
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
αλίστρα — ἀλίστρα, η (Α) [ἀλίνδω] αλινδήθρα, κυλίστρα τών αλόγων … Dictionary of Greek
αλινδώ — ἀλινδῶ ( έω) και ἀλίνδω (Α) Ι ενεργ. κυλίω, κυλώ (το παθ. ἀλινδοῡμαι ή ἀλίνδομαι συνήθ. στη μτχ.) 1. κυλιέμαι στη σκόνη 2. κυλιέμαι ασκούμενος στην παλαίστρα 3. περιφέρομαι, περιπλανιέμαι 4. ξημεροβραδιάζω, συχνάζω κάπου 5. (με μειωτική σημ.)… … Dictionary of Greek
δαχτυλήθρα — η (Α δακτυλήθρα) νεοελλ. 1. μικρή στεφάνη, μεταλλική ή οστέινη, που εφαρμόζεται στην ακρινή φάλαγγα τού μεσαίου δαχτύλου τού χεριού και με την οποία σπρώχνεται η βελόνα στο ράψιμο 2. κάθε κάλυμμα τού δαχτύλου, δερμάτινο ή από άλλη ύλη, που… … Dictionary of Greek