Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παρ-κάλισις

См. также в других словарях:

  • παρκάλισις — ἡ, Α η μεταφορά, η μετακόμιση αντικειμένων με τη βοήθεια κυλίνδρων ή τροχών, το κύλισμα, η κυλίνδηση, αλλ. διακάλισις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρ, συγκεκομμένος τ. τής πρόθεσης παρά* + κάλισις πιθ. < θ. αορ. δια καλίσαι που συνδέεται με το ρ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»