-
1 κυλινδήθρα
κυλινδήθρᾱ, κυλινδήθραfem nom /voc /acc dualκυλινδήθρᾱ, κυλινδήθραfem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 κυλινδήθρα
κυλινδήθρα, ἡ, wie καλινδήϑρα, Wälzplatz für Pferde (?).
-
3 κυλινδήθρα
κυλινδήθρα, ἡ, Wälzplatz für Pferde -
4 κυλινδήθρα
κῠλινδ-ήθρα, ἡ,A = ἀλινδήθρα (q.v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυλινδήθρα
-
5 κυλινδήθρας
κυλινδήθρᾱς, κυλινδήθραfem acc plκυλινδήθρᾱς, κυλινδήθραfem gen sg (attic doric aeolic) -
6 καλινδήθρα
καλινδήθρα, ἡ, = κυλινδήϑρα, Ael. H. A. 3, 2 u. a. Sp.
См. также в других словарях:
κυλινδήθρα — κυλινδήθρᾱ , κυλινδήθρα fem nom/voc/acc dual κυλινδήθρᾱ , κυλινδήθρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλινδήθρα — κυλινδήθρα, ἡ (Α) τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλινδήθρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλίνδω, κατά το συνώνυμο αλινδήθρα (< ἀλίνδω «κυλώ»)] … Dictionary of Greek
κυλινδήθρας — κυλινδήθρᾱς , κυλινδήθρα fem acc pl κυλινδήθρᾱς , κυλινδήθρα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… … Dictionary of Greek