-
1 κακοδαιμονίησι
-
2 κακοδαιμονίῃσι
См. также в других словарях:
κακοδαιμονίῃσι — κακοδαιμονία unhappiness fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κακοδαιμονίησι
2 κακοδαιμονίῃσι
κακοδαιμονίῃσι — κακοδαιμονία unhappiness fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)