-
1 κακοδαιμονία
κακο-δαιμονία, ἡ, (1) das Besessensein von einem bösen Dämon, die Raserei. (2) das Unglücklichsein, das Unglück -
2 κακο-δαιμονία
κακο-δαιμονία, ἡ, 1) das Besessensein von einem bösen Dämon, die Raserei; Ar. Plut. 501; οὐκ ἂν πολλὴ ἀμαϑία εἴη καὶ κακοδαιμονία τοῖς ἐπ' ὠφελείᾳ πεποιημένοις ἐπὶ βλάβῃ χρῆσϑαι Xen. Mem. 2, 3, 19; vgl. Dem. 2, 20. – 2) das Unglücklichsein, das Unglück; Ggstz εὐδαιμονία Antiph. 5, 79; Xen. Mem. 1, 6, 3 u. Sp., wie Plut. adv. Stoic. 19.
См. также в других словарях:
κακοδαιμονία — κακοδαιμονίᾱ , κακοδαιμονία unhappiness fem nom/voc/acc dual κακοδαιμονίᾱ , κακοδαιμονία unhappiness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδαιμονίᾳ — κακοδαιμονίαι , κακοδαιμονία unhappiness fem nom/voc pl κακοδαιμονίᾱͅ , κακοδαιμονία unhappiness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδαιμονία — η [κακοδαίμων] (AM κακοδαιμονία, Α και ιων. τ. κακοδαιμονίη) δυστυχία, ατυχία, αθλιότητα, κακοτυχία αρχ. το να κατέχεται κάποιος από κακό δαίμονα, η μανία … Dictionary of Greek
κακοδαιμονία — η κακοτυχία, δυστυχία, αθλιότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοδαιμονίας — κακοδαιμονίᾱς , κακοδαιμονία unhappiness fem acc pl κακοδαιμονίᾱς , κακοδαιμονία unhappiness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδαιμονίαν — κακοδαιμονίᾱν , κακοδαιμονία unhappiness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδαιμονιῶν — κακοδαιμονία unhappiness fem gen pl κακοδαιμονίζω deem unhappy fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδαιμονίη — κακοδαιμονία unhappiness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδαιμονίῃ — κακοδαιμονία unhappiness fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδαιμονίῃσι — κακοδαιμονία unhappiness fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek