Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καθ-υφ-ίημι

См. также в других словарях:

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • επικαθίημι — ἐπικαθίημι (Α) 1. προσδίδω, προσαρμόζω κάτι 2. βάζω μέσα σε κάτι, παρεισάγω 3. επιρρίπτω κάτι σε κάποιον 4. αφήνω κάτι να πέσει 5. κατεβάζοντας κλείνω 6. κόβω ή κεντώ ξανά 7. τοποθετώ, πατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθ ίημι «ρίχνω κάτω»] …   Dictionary of Greek

  • κατιάς — κατιάς, άδος, ἡ (Α) χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι γιατροί για να τεμαχίσουν και να εκβάλουν το νεκρωμένο έμβρυο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < καθ ίημι, με ψίλωση και επίθημα ας, άδος (πρβλ. ικμ άς, ρεμβ άς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»