Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καθυπερθε

См. также в других словарях:

  • καθύπερθε — και πριν από φωνήεν καθύπερθεν, ιων. τ. κατύπερθε (Α) (ποιητ. επίρρ.) 1. από πάνω προς τα κάτω («δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν», Ομ. Ιλ.) 2. πάνω (α. «κατύπερθε «τῶν ὅπλων τοῡ τόνου», Ηρόδ. β. «καθύπερθε Χίου» προς Βορράν τής Χίου, Ομ. Οδ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • καθύπερθε — from above indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθύπερθ' — καθύπερθε , καθύπερθε from above indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθύπερθεν — καθύπερθε from above nu̱movable indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατύπερθε — καθύπερθε from above ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Synagogue de Doura Europos — 34° 44′ 51″ N 40° 43′ 38″ E / 34.7474, 40.7272 …   Wikipédia en Français

  • DELIA — I. DELIA celebre Atheniensium festum, in Apollinis, quem eximie coluêre honorem institutum; quorum toto tempore sacris operata Urbs noluit quemquam capitis damnatum, dum Delum ibant redibantque Theori, poenas dare: lege latâ, Δημοςία μηδένα… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καθυπέρτερος — καθυπέρτερος, έρα, ον, ιων. τ. κατυπέρτερος, έρη, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από άλλον, υπέρτερος 2. μτφ. ο πολύ ανώτερος, αυτός που επικρατεί, αυτός που υπερέχει («θεοῡ δ ἒτι ἰσχὺς καθυπερτέρα», Αισχύλ.) 3. (για αστέρες ή αστερισμούς)… …   Dictionary of Greek

  • κατύπερθε — (Α) επίρρ. ιων. τ. βλ. καθύπερθε …   Dictionary of Greek

  • τόσος — η, ο / τόσος, η, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. τόσσος, η, ον, Α (δεικτ. αντων. συσχετική τών πόσος και όσος) 1. αυτής τής ποσότητας, αυτού τού πλήθους, αυτής τής έντασης, αυτής τής διάρκειας, τέτοιος ως προς την ποσότητα, το πλήθος, την ένταση, τη… …   Dictionary of Greek

  • φάρος — Κατασκευή γενικά σε σχήμα πύργου, τοποθετημένη σε εμφανή σημεία της ακτής ή πάνω σε βράχους, ακόμα και σε σημαντική απόσταση από τη στεριά, στην κορυφή της οποίας υπάρχει φωτιστική πηγή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ορατή από όλα τα σημεία του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»