Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καθυπέρτερον

См. также в других словарях:

  • καθυπέρτερον — καθυπέρτερος above masc acc sg καθυπέρτερος above neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυπέρτερος — καθυπέρτερος, έρα, ον, ιων. τ. κατυπέρτερος, έρη, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από άλλον, υπέρτερος 2. μτφ. ο πολύ ανώτερος, αυτός που επικρατεί, αυτός που υπερέχει («θεοῡ δ ἒτι ἰσχὺς καθυπερτέρα», Αισχύλ.) 3. (για αστέρες ή αστερισμούς)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»