-
1 καθυπερτερον
-
2 καθυπέρτερον
καθυπέρτεροςabove: masc acc sgκαθυπέρτεροςabove: neut nom /voc /acc sg -
3 ὑπο-μάσσω
ὑπο-μάσσω, att. - ττω, darunter od. ein wenig kneten, Suid.; ὑπόμαξον τᾶς φλιᾶς καϑυπέρτερον Theocr. 2, 59, streiche sie über der Schwelle an.
-
4 καθυπέρτερος
II commonly metaph., having the upper hand, superior,κ. γίνεσθαι τῷ πολέμῳ Hdt.1.67
: abs., Th.5.14;κ. τῶν Περσέων γινόμενα τὰ πρήγματα Hdt.7.233
, cf. Th.7.56; θεοῦ δ' ἔτ' ἰσχὺς κ. A.Th. 226(lyr.);κ. Ζεύς Theoc.24.99
: c. gen.,πόλις κ. τῶν ἀντιπάλων X.Mem.4.6.14
, cf. Theoc.24.100, etc.: neut. καθυπέρτερον as Adv., = καθύπερθε, Id.2.60 (s. v. l.):— [comp] Sup. [full] καθυπέρτατος, η, ον, highest,ἐν τῇ κατυπερτάτῃ τῆς γῆς Hdt. 4.199
.2 Astrol., prevalent, prepollent,ἀστέρες Vett.Val.98.27
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθυπέρτερος
-
5 ὑπομάσσω
ὑπο-μάσσω, darunter od. ein wenig kneten; ὑπόμαξον τᾶς φλιᾶς καϑυπέρτερον, streiche sie über der Schwelle an
См. также в других словарях:
καθυπέρτερον — καθυπέρτερος above masc acc sg καθυπέρτερος above neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπέρτερος — καθυπέρτερος, έρα, ον, ιων. τ. κατυπέρτερος, έρη, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από άλλον, υπέρτερος 2. μτφ. ο πολύ ανώτερος, αυτός που επικρατεί, αυτός που υπερέχει («θεοῡ δ ἒτι ἰσχὺς καθυπερτέρα», Αισχύλ.) 3. (για αστέρες ή αστερισμούς)… … Dictionary of Greek