Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κήρυκα

См. также в других словарях:

  • Κήρυκα — Κήρυξ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήρυκα — κῆρυξ herald masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κήρυκ' — Κήρυκα , Κήρυξ masc acc sg Κήρυκι , Κήρυξ masc dat sg Κήρυκε , Κήρυξ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήρυκ' — κήρυκα , κῆρυξ herald masc acc sg κήρυκι , κῆρυξ herald masc dat sg κήρυκε , κῆρυξ herald masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κήρυχ' — Κήρυκα , Κήρυξ masc acc sg Κήρυκι , Κήρυξ masc dat sg Κήρυκε , Κήρυξ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήρυχ' — κήρυκα , κῆρυξ herald masc acc sg κήρυκι , κῆρυξ herald masc dat sg κήρυκε , κῆρυξ herald masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρύκειος — ο(ν) (ΑΜ κηρύκειος, ον) [κήρυξ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κήρυκα («κηρύκειον γράμμα», Σοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το κηρύκειο(ν) το ραβδί τού κήρυκα 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (νομ.) τα κηρύκεια η αμοιβή τού κήρυκα κατά την παλαιά… …   Dictionary of Greek

  • άγραυλος — Προσωνυμία θεάς και όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Προσωνυμία της θεάς Αθηνάς, που την έλεγαν Αγλαυρίδα Αγραυλίδα Παρθένο, Αθηνά Άγραυλο (Αθηνά των αγρών). 2. Κόρη του Ακταίου, πρώτου θρυλικού βασιλιά της Αττικής και σύζυγος του Κέκροπα. Μητέρα… …   Dictionary of Greek

  • αποκηρύσσω — (AM ἀποκηρύσσω, Α κ. ττω) 1. απαρνούμαι, αποδοκιμάζω δημόσια 2. αρνούμαι την πατρότητα τέκνου, αποκληρώνω 3. εκκλ. αποκόπτω κάποιον από τη χριστιανική κοινότητα, τον αφορίζω νεοελλ. απαρνούμαι όσα δεχόμουν προηγουμένως αρχ. 1. γνωστοποιώ δημόσια… …   Dictionary of Greek

  • δημοπρασία — Ορισμένος τρόπος διαπραγμάτευσης και σύναψης συμβάσεων, κατά παρέκκλιση από τις συνηθισμένες συναλλακτικές διαδικασίες, με σκοπό να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι δημοσιότητας, πιο εύλογο τίμημα ή αρτιότερη κατασκευή έργου. H δ. ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • διακηρύσσω — και ττω (AM διακηρύσσω και ττω) διαλαλώ, γνωστοποιώ δημόσια με κήρυκα μσν. νεοελλ. 1. αναγγέλλω εγγράφως ή μέσω τού Τύπου 2. διαδίδω κάτι επαναλαμβάνοντάς το συνεχώς αρχ. 1. πουλώ σε δημοπρασία 2. μέσ. διακηρύσσομαι και ττομαι διαπραγματεύομαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»