Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κήρυκ'

См. также в других словарях:

  • Κήρυκ' — Κήρυκα , Κήρυξ masc acc sg Κήρυκι , Κήρυξ masc dat sg Κήρυκε , Κήρυξ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήρυκ' — κήρυκα , κῆρυξ herald masc acc sg κήρυκι , κῆρυξ herald masc dat sg κήρυκε , κῆρυξ herald masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρυκιοειδής — κηρυκιοειδής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που μοιάζει με κηρύκειο, αυτός που έχει σχήμα κηρυκείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρύκ(ε)ιον + ειδής (< είδος)] …   Dictionary of Greek

  • κηρυκιοφόρος — κηρυκιοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει κηρύκειο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρύκ(ε)ιον + φόρος (< φόρος < φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • πειθανάγκη — ἡ, ΜΑ 1. πειθώ που επιτυγχάνεται με άσκηση βίας ή απειλών, βία με το πρόσχημα πειθούς ή παράκλησης, πειθαναγκασμός («Λεύκιον... ἀπέστειλε... πειθανάγκης ἔχοντα διάθεσιν», Πολ.) 2. παροιμ. «δόρυ καὶ κηρύκ(ε)ιον παροιμία ἣν ἔνιοι πειθανάγκη ν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»