-
1 Κήρυκ'
Κήρυκα, Κήρυξmasc acc sgΚήρυκι, Κήρυξmasc dat sgΚήρυκε, Κήρυξmasc nom /voc /acc dual -
2 κήρυκ'
κήρυκα, κῆρυξherald: masc acc sgκήρυκι, κῆρυξherald: masc dat sgκήρυκε, κῆρυξherald: masc nom /voc /acc dual -
3 κηρῡκ-ώδης
κηρῡκ-ώδης, ες, von der Gestalt der Meerschnecke, κήρυξ, Arist. H. A. 4, 2.
-
4 κηρύκειον
A herald's wand, Hdt.9.100, Th.1.53, IG12(8).51.24 (Imbros, ii B.C.), Ph.2.560; κ. συμπεπλεγμένα ἐκ τῶν θαλλῶν, = ἱκετηρίαι, Din.1.18: prov., τὸ κ. ἢ τὴν μάχαιραν 'peace or the sword', Phot.: as signet, Tab.Heracl. 1.4, 2.3; [suff] κηρύκ-ιον, Ar.Fr. 518, Hsch. s.v. δράκοντα; also with [pron. full] ῠ, AP 11.124 (Nicarch.).2 the constellation Caduceus, Hipparch. ap. Gem.3.13 (- ιον codd.), Vett.Val.7.6.II tax on auction sales, PSI5.543.59 (iii B.C.), PEleph.14.12 (iii B.C.); auctioneer's fee, SIG 1011.23 (Chalcedon, iii/ii B.C.), Suid.; φέρειν ἠξίου κηρύκιον stooped to win a tale-bearer's fee, Jul.Or.2.96a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηρύκειον
-
5 κηρυκεία
A office of herald or crier, Hdt.7.134 (pl.), Pl.Lg. 742b, IG22.145; ἐπὶ κηρυκείαν ἀποστέλλεσθαι on an embassy, Lex ap.Aeschin.1.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηρυκεία
-
6 κηρυκηΐη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηρυκηΐη
-
7 κηρύκινος
II [suff] κηρυκ-ίνη, ἡ, = κηρύκαινα, Hsch., Phot.; but (sc. ἀρχή), crier's office, CPR232.29 (ii/iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηρύκινος
-
8 κηρύκαινα
II at Alexandria, a kind of charwoman, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηρύκαινα
-
9 κηρύκειος
κηρύκ-ειος, ον,II [full] Κᾱρυκήϝιος, ὁ, [dialect] Boeot. title of Apollo, Schwyzer 440.10, 11 (Tanagra, Thebes, vi B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηρύκειος
-
10 κηρύκευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηρύκευμα
-
11 κηρύκευσις
A = κηρυκεία, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηρύκευσις
-
12 κηρυκεύω
A perform the office of a herald, Pl.Lg. 941a, Aeschin.1.19; κ. τινί to be his herald, Lycurg. in Gött.Nachr.1922.45, Philoch.36: c. gen.,κ. τῆς βουλῆς IG3.1128
(ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηρυκεύω
-
13 κηρυκίδαι
A v. κῆρυξ 1.1a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηρυκίδαι
-
14 κηρυκικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηρυκικός
-
15 κηρυκιοειδής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηρυκιοειδής
-
16 κηρύκιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηρύκιον
-
17 κηρυκιοφόρος
κηρυκ-ιοφόρος, ον,A bearing a herald's staff, EM812.26 (prob.), Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηρυκιοφόρος
-
18 κηρυκτικός
A = κηρυκικός, Gal.1.227.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηρυκτικός
-
19 κηρυκτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηρυκτός
-
20 κηρυκώδης
κηρυκ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηρυκώδης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κήρυκ' — Κήρυκα , Κήρυξ masc acc sg Κήρυκι , Κήρυξ masc dat sg Κήρυκε , Κήρυξ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήρυκ' — κήρυκα , κῆρυξ herald masc acc sg κήρυκι , κῆρυξ herald masc dat sg κήρυκε , κῆρυξ herald masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρυκιοειδής — κηρυκιοειδής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που μοιάζει με κηρύκειο, αυτός που έχει σχήμα κηρυκείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρύκ(ε)ιον + ειδής (< είδος)] … Dictionary of Greek
κηρυκιοφόρος — κηρυκιοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει κηρύκειο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρύκ(ε)ιον + φόρος (< φόρος < φέρω)] … Dictionary of Greek
πειθανάγκη — ἡ, ΜΑ 1. πειθώ που επιτυγχάνεται με άσκηση βίας ή απειλών, βία με το πρόσχημα πειθούς ή παράκλησης, πειθαναγκασμός («Λεύκιον... ἀπέστειλε... πειθανάγκης ἔχοντα διάθεσιν», Πολ.) 2. παροιμ. «δόρυ καὶ κηρύκ(ε)ιον παροιμία ἣν ἔνιοι πειθανάγκη ν… … Dictionary of Greek