Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κέρδους

См. также в других словарях:

  • Κερδοῦς — Κερδώ the wily one fem nom/voc pl Κερδώ the wily one fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδοῦς — κερδώ the wily one fem nom/voc pl κερδώ the wily one fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρδους — κέρδος gain neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγιστοποίηση κέρδους — Βασική αρχή της επιχειρηματικής δραστηριότητας, η οποία συνίσταται στην όσο το δυνατό μεγαλύτερη αύξηση των κερδών της επιχείρησης. Η θεμιτή μ.κ. επιτυγχάνεται κατά βάση με την ελαχιστοποίηση του κόστους, την επίτευξη επιτυχημένων εμπορικών… …   Dictionary of Greek

  • κερδοσκοπία — Οικονομική ενέργεια που συνίσταται στην αγορά εμπορευμάτων στην τρέχουσα τιμή με σκοπό τη μελλοντική μεταπώληση, με την ελπίδα πως στο μεσοδιάστημα αγοράς πώλησης η τιμή των εμπορευμάτων θα ανεβεί σημαντικά. Διακρίνεται από τη συνήθη εμπορική και …   Dictionary of Greek

  • αγορανομική νομοθεσία — Το σύνολο των διατάξεων που αφορούν την αγορανομία, τις αρμοδιότητες και το αντικείμενό της, τον καθορισμό των αγορανομικών αδικημάτων και των ποινών τους, τη ρύθμιση των ορίων τιμών και ποσοστών κέρδους των προϊόντων κατά κατηγορίες και,… …   Dictionary of Greek

  • LUCRUM — Mercurii nomine Vett. in veneratione fuit, quem propterea Κερδῷον θεὸν vocat Lycophr. Cassandrâ. ᾧ ποτ᾿ εν μύχοις Δελφινίου παῤ ἄντρα κερδῴου θεοῦ. cui in obscuris cavis Delphorum operta ad antra Lucrini Dei etc. uti vertit Ios. Scalig. Eidem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αισχροκέρδεια — Η απόκτηση οικονομικής ωφέλειας σε μια συναλλαγή, πολύ μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη ή, με άλλη διατύπωση, η επιτυχία αντιπαροχής, σημαντικά δυσανάλογη με την παροχή του δράστη. Ποινικά τιμωρείται η πράξη αυτή, όταν γίνεται κατ’ επάγγελμακατά… …   Dictionary of Greek

  • εκμετάλλευση — και εκμετάλλεψη, η 1. εξόρυξη μεταλλεύματος από μεταλλείο 2. εξόρυξη πετρωμάτων, πετρελαίου κ.λπ. 3. κάθε επιχείρηση που αποβλέπει στο κέρδος από την παραγωγή και πώληση των προϊόντων («εκμετάλλευση δάσους») 4. επιδίωξη κέρδους από κοινωνικό… …   Dictionary of Greek

  • επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… …   Dictionary of Greek

  • παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»