Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κάρφ-ω

См. также в других словарях:

  • Garbe (2), die — 2. Die Garbe, plur. die n, in der Feldwirthschaft, ein Arm voll abgeschnittener und zusammen gebundener Getreidehalmen, so lange sie noch nicht gedroschen sind. Garben binden. Das Getreide in Garben binden. Figürlich, wegen einiger Ähnlichkeit in …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • καλογριίτσα — και καλογρίτσα, η 1. (υποκορ. τού καλογριά) 1. μικρή στην ηλικία ή κοντή στο ανάστημα καλογριά 2. (θωπευτικά) αγαθή μοναχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλόγρια + υποκορ. κατάλ. ίτσα (πρβλ. καρφ ίτσα, φανελ ίτσα)] …   Dictionary of Greek

  • καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… …   Dictionary of Greek

  • καστρίτσα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 490 μ., 668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 12 χλμ. ΝΑ της πόλης των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παμβώτιδος. * * * η (υποκορ. τού κάστρο)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»