-
1 καρφ-αμάτιον
καρφ-αμάτιον, τό, ein Werkzeug, die trocknen, reisen Aehren abzuschneiden, ἀμάω, oder, wenn sie gemäht sind, sie zusammenzubringen, eine Art Rechen, Getreidegabel, Hesych.
-
2 καρφ-ώδης
καρφ-ώδης, ες, strohartig, Sp.
-
3 καρφαμάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρφαμάτιον
-
4 καρφαλέος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρφαλέος
-
5 καρφεῖα
καρφ-εῖα, τά,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρφεῖα
-
6 κάρφη
-
7 καρφηρός
A of dry straw, εὐναῖαι καρφηραί nests, E. Ion 172:—misquoted as [full] καρφυραί, Hsch.; cf. καρπυραί.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρφηρός
-
8 καρφίον
2 in pl., suckers of a polypus, Sch.Opp.H.2.312.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρφίον
-
9 καρφισμός
καρφ-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρφισμός
-
10 καρφίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρφίτης
-
11 κάρφω
κάρφ-ω, poet. Verb,A dry up, wither, κάρψω μὲν Χρόα καλόν will wither the fair skin, wrinkle it, Od.13.398, cf. 430;ἠέλιος Χρόα κάρφει Hes. Op. 575
:—and in [voice] Pass., [ Χρὼς]κάρφεται ἤδη Archil.100
;πυρὶ καρφόμενα Euph.50
;περὶ Χροῒ καρφομένη θρίξ Nic.Th. 328
.2 metaph., ἀγήνορα κάρφει Ζεύς Zeus withers the proud of heart, Hes.Op.7;κάματοι κάρφοντες γυῖα Nic.Al. 383
:—[voice] Pass.,οἴτῳ κάρφεσθαι A.R.4.1094
; v. κάρφος. -
12 καρφώδης
καρφ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρφώδης
-
13 καρφαμάτιον
καρφ-αμάτιον, τό, ein Werkzeug, die trocknen, reisen Ähren abzuschneiden, ἀμάω, oder, wenn sie gemäht sind, sie zusammenzubringen, eine Art Rechen, Getreidegabel -
14 καρφώδης
καρφ-ώδης, ες, strohartig -
15 καρχαλέος
Grammatical information: adj.Meaning: from a cross of and semantically between κάρχαρος and καρφαλέος, so `arid, senged, biting, sharp' (Φ 541 [v. l. καρφ-], Nic. Th. 691 [v. l. καρφ-], A. R.).Page in Frisk: 1,796Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καρχαλέος
-
16 καρφαλέος
καρφαλέος ( κάρφω), trocken, dürr; ὡς δ' ἄνεμος ἠΐων ϑημῶνα τινάξῃ καρφαλέων Od. 5, 368; ἀστάχυες Mens. Rom. 14 (IX, 384); vor Durst erschöpft, durstig, δίψῃ καρφαλέοι, κεκονιμένοι ἐκ πεδίοιο φεῠγον Il. 21, 541, alte v. l., wo jetzt καρχαλέοι steht; δίψει Bian. 4 (IX, 272); φάρυγξ δ. καρφ. Alc. Mess. 18 (VII, 536); vom Schalle, καρφαλέον δέ οἱ ἀσπὶς ἐπιϑρέξαντος ἄϋσεν ἔγχεος, dürr, heiser erklang der Schild, Il. 13, 409. Bei Nic. Th. 691 heißt das Feuer so, ausdörrend, brennend.
-
17 καρφί(ον)
το гвоздь;§ κόβω καρφιά — страдать от холода, дрожать;
κάθομαι στα καρφιά — сидеть как на иголках;
τα κάνω γυαλιά καρφιά — не оставить камня на камне;
καρφί(ον) δεν τού καίγεται — а он и в ус не дует, его ничем не прошибёшь;
μιά στο καρφ και μιά στο πέταλο — то хвалит, то ругает
-
18 καρφί(ον)
το гвоздь;§ κόβω καρφιά — страдать от холода, дрожать;
κάθομαι στα καρφιά — сидеть как на иголках;
τα κάνω γυαλιά καρφιά — не оставить камня на камне;
καρφί(ον) δεν τού καίγεται — а он и в ус не дует, его ничем не прошибёшь;
μιά στο καρφ και μιά στο πέταλο — то хвалит, то ругает
-
19 καρχαλέος
A rough, δίψῃ καρχαλέοι rough in the throat with thirst, Il.21.541 (v.l. καρφαλέοι), cf. A.R.4.1442, Nonn.D.14.426.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρχαλέος
-
20 κάφρυκτοι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάφρυκτοι
См. также в других словарях:
Garbe (2), die — 2. Die Garbe, plur. die n, in der Feldwirthschaft, ein Arm voll abgeschnittener und zusammen gebundener Getreidehalmen, so lange sie noch nicht gedroschen sind. Garben binden. Das Getreide in Garben binden. Figürlich, wegen einiger Ähnlichkeit in … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
καλογριίτσα — και καλογρίτσα, η 1. (υποκορ. τού καλογριά) 1. μικρή στην ηλικία ή κοντή στο ανάστημα καλογριά 2. (θωπευτικά) αγαθή μοναχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλόγρια + υποκορ. κατάλ. ίτσα (πρβλ. καρφ ίτσα, φανελ ίτσα)] … Dictionary of Greek
καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… … Dictionary of Greek
καστρίτσα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 490 μ., 668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 12 χλμ. ΝΑ της πόλης των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παμβώτιδος. * * * η (υποκορ. τού κάστρο)… … Dictionary of Greek