-
1 ΚΡΆΤος
ΚΡΆΤος, τό (vgl. ΚΡΑΣ), – 1) Stärke, Kraft, bes. Leibesstärke; τὸν Λυκόοργος ἔπεφνε δόλῳ οὔ τι κράτεΐ γε Il. 7, 142; ἔχει ἥβης ἄνϑος, ὅ τε κράτος ἐσίὶ μέγιστον 13, 484, so vom Adler 24, 293, von Polyphem Od. 1, 70. Auch von Sachen, z. B. Feste, Härtigkeit des Eisens, Od. 9, 394. – Gewalt, Κύϑηρα ἑλεῖν κατὰ κράτος, mit Gewalt, mit Sturm nehmen, Isocr. 4, 119; κατὰ κράτος ἡ Ποτίδαια ἐπολιορκεῖτο, mit aller Macht, Thuc. 1, 64; auch πολεμεῖν τινι κατὰ κρ., Plat. Legg. III, 692 d; – φεύγειν κ. κρ., wie auch wir sagen »aus Leibeskräften«, Xen. Cyr. 4, 2, 30; ἐλαύνειν, im Galopp reiten, An. 1, 8, 1 re equ. 8, 10; ἐξελέγχεσϑαι Dem. 34, 20, u. A. – Xen. Cyr. 1, 4, 23 u. Sp. brauchen so auch ἀνὰ κράτος. – Τὰ κράτη, Gewaltthaten, Soph. Ant. 481. – 2) Gewalt, Herrschaft; τοῦ γὰρ κράτος ἔστ' ἐνὶ οἴκῳ Od. 1, 359; αἰτουμένῳ μοι δὸς κράτος τῶν σῶν δόμων Aesch. Ch. 473; πᾶν κράτος ἔχων χϑονός Suppi. 420; ἀρχῆς λαβέσϑαι καὶ κράτους τυραννικοῠ vrbdt Soph. O. C. 374; auch im plur., τά γ' αὔϑ' ἕξει κράτη O. R. 586, wie κράτη δὴ πάντα καὶ ϑρόνους ἔχω Ant. 173; vgl. Aesch. Ch. 1 u. Ar. Ran. 1127; in Prosa, τὸ γὰρ κράτος εἶχε τῆς στρατιῆς Her. 9, 42, vgl. 3, 81; τῆς ϑαλάσσης κράτος, Oberbefehl zur See, Thuc. 1, 143. – 31 Obergewalt, Oberhand, Sieg; ϑεὸς δώσει κράτος ᾧ κ' ἐϑέλῃσιν Od. 21, 280, vgl. Il. 11, 753, öfter; Hes. Sc. 328; so auch die Tragg., Aesch. Ag. 917 Suppl. 1054, εἴη δὲ νίκη καὶ κράτη τοῖς ἄρσεσιν 929; οἷς ἂν σὺ προςϑῇ, τοῖςδ' ἔφασκ' εἶναι κράτος Soph. O. C. 1332; γυναιξὶν ἀρσένων ἔσται κράτος Eur. Hel. 877; auch in Prosa, νίκην καὶ κράτος τῶν πολεμίων Plat. Legg. XII, 962 a, wie κράτος πολέμου καὶ νίκην αὐτοῖς διδόναι Dem. 19, 130.
-
2 κράτος
Grammatical information: n.Compounds: Often as 1. member, e. g. ἀ-κρατής `without strength, power (over others or over oneself)'; oppos. ἐγ-κρατής `having power over, controlling (oneself)' with ἐγκράτεια, - έω etc.; αὑτο-κρατής `having power over oneself, independent'; more usual αὑτο-κράτωρ `with unlimited power' (Ar., Th.); details in Debrunner FS Tɨèche (Bern 1947) 11f.; also - κρέτης in Aeol. and Arc. Cypr. PN, e. g. Σω-κρέτης.Derivatives: Beside κράτος, κρέτος there are several adjectives: 1. κρατύς `strong, powerful' (Hom.; only κρατὺς Άργεϊφόντης, verse-end) with κρατύνω, ep. also καρτ- `strengthen, conso;idate, rule' (Il.) with κρατυσμός `strenghtening', κρατυντήριος `id.', - τικός `id.' (medic.), κρατύντωρ `controller' ( PMag. Leid.). - 2. κρατερός (Il., A. Pr. 168, anap.), καρτερός (Il.) `id.' (IA.); also as 1. member, e.g. κρατερό-φρων (Il.). καρτερέω, also with prefix, e.g. δια-, `be steadfast, hold out, overcome onseself' (IA.) with καρτερία (Pl., X.), - ρησις (Pl.) `holding on, firmness', - ρικός (Att.); καρτερόω `strengthen' (Aq., Herm.). - 3. κραταιός `id.' (Il.), also as plant-name (Ps.-Dsc.; Strömberg Pflanzennamen 82); rarely as 1. member, e.g. κραταιό-φρων ( PMag.). With κραταιότης = κράτος (LXX), κραταιόω `strengthen' (LXX, NT) with κραταίωμα, - ωσις (LXX). Fem. κραταιίς (Od.; Schwyzer 385). - 4. Primary comparison: comp. κρείττων, (Atticising) κρείσσων with sec. - ει- for κρέσσων (Ion., Pi.); Dor. κάρρων, Cret. κάρτων; denomin. κρειττόομαι `have excrescences', with κρείττωσις (Thphr.). sup. κράτιστος, ep. κάρτ-, (Il.), with - τεύω `be the best, surpass' (Pi., Att.); -( ε)ία as title, `highness' (pap.). -- 5. Adv. κάρτα `in a high degree, very' (Ion. and trag.). - 6. As 1. member often κραται- ( καρται-), e.g. κραται-γύαλος `with strong breast-pieces' (T 361). Further Κρατι-, Καρτι- in PN, e.g. Κρατί-δημος, Καρτί-νικος; also Κρατ(ο)-, Κρατε- a. o. (Bechtel Hist. Personennamen 256). Hypocoristic short-names Κρατῖνος (Schwyzer 491, Chantraine Formation 205), Κρατύλος, Κράτυλλος (Leumann Glotta 32, 217 a. 225 A. 1), Κρατιεύς (Boßhardt Die Nom. auf - ευς 126). On Κρεσφόντης s. v. - 7. Verb: κρατέω (Il.), Aeol. κρετέω, aor. κρατῆσαι (posthom.), κρέτησαι (Sapph.), often with prefix, e.g. ἐπι-, κατα-, περι-, `controll, possess, rule, conquer'; with ( ἐπι- etc.) κράτησις `power, rule' (Th., LXX), ( δια-, ἐπι-) κρατητικός `controlling' (late), ( δια-)κράτημα `support, grip' (medic.); κρατητής `possessor' (Procl.); κρατῆρας τοὺς κρατοῦντας H. for κρατητῆρας (Lewy KZ 59, 182). But ἐγκρατέω from ἐγ-κρατής, ναυ-κρατέω, - τία from ναυ-κρατής etc.; s. above. καρταίνειν κρατεῖν H. -- 8. On κρατευταί s. v.Etymology: With the full grade in Aeol. κρέτος interchanges regularly the zero grade in κρατύς, κάρτα (on ρα: αρ Schwyzer 342). Through analogy arose both κράτος, κάρτος and the compp. κάρρων \< *κάρσ(σ)ων \< *κάρτι̯ων and κάρτων beside the old fullgrade κρέσσων \< *κρέτι̯ων; details in Seiler Steigerungsformen 53 ff. A zero grade of the σ-stem in κρέτος is supposed in Κρεσ-φόντης ( \< *Κρετσ-; Kretschmer Glotta 24, 237, Heubeck Beitr. z. Namenforsch. 5, 26). - The relation of the forms is not always clear. The adjective κρατερός, καρτερός may conrain a alternating ρ-stem (Benveniste Origines 17, Leumann Hom. Wörter 115), if it is not an analogical innovation to κράτος, κρατέω (e.g. Schwyzer 482). The form Κρατι-, Καρτι-, which appears only in PN, will not be old (like e.g. in κυδι-άνειρα: κῦδος), but rest on analogy (after Άλκι-, Καλλι- a. o.; Frisk Nom. 70). On κάρτα cf. e.g. τάχα, ἅμα. The 1. member κραται- may have been built after παλαι- a. o.; and κραταιός after παλαιός? (cf. Schwyzer 448). Diff. Risch 117: κραταιός back formation to κραταιή for *κράταια, fem. to κρατύς ( Πλαταιαί: πλατύς). Also κρατέω is discussed. Against the obvious explanation as denominative of κράτος (Schwyzer 724; κρατῆσαι only posthom.) see Leumann Hom. Wörter 113ff.; he assumes in κρατέω a backformation to ἐπικρατέω from ἐπι-κρατής (Hom. only adv. ἐπικρατέως). Again diff. Specht KZ 62, 35 ff. - An exact agreement to κράτος etc. is not found. Close are Skt. krátu- m. `power, mind, will', Av. xratu- m. `id.'. The objections that the Indo-Ir. word indicates primarily spiritual qualities ar refuted by OE cræft ` Kraft, physical strength, power', also `insight, craft etc.'. The Germanic word for `hard', Got. hardus etc., which is usually adduced, differs in vowel (IE *kortú- against *kr̥tú- to * kret-). - Cf. Mayrhofer KEWA s. krátuh.Page in Frisk: 2,8-10Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κράτος
-
3 κράτος
κράτος, ους, τό (Hom.+)① ability to exhibit or express resident strength, mightⓐ of God’s power (Theognis 376 al.; Ael. Aristid. 37, 8 K.=2 p. 15D.; 2 Macc 3:34; 7:17; 11:4; s. also 3 below) 1 Cl 33:3; 61:1; 64; AcPl Ha 5, 26. Of the power of Jesus 2 Cl 17:5.—τὸ κ. τῆς δόξης αὐτοῦ his glorious (divine) might Col 1:11. κατὰ κράτος αὐξάνειν grow mightily, wonderfully Ac 19:20 (κατὰ κράτος like Menand., Per. 407; Dio Chrys. 26 [43], 11; IG XII/5, 444, 103 [264/263 B.C.]; PTebt 27, 83 [113 B.C.]; AArgyle, ET 75, ’64, 151 connects κατὰ κ. with τ. κυρίου, by the might of the Lord).ⓑ of intensity in might (cp. Appian, Bell. Civ. 2, 35 §141 κατὰ κράτος=with all his might; Ps.-Callisth. 1, 8, 2 ἡλίου κ.; Ps 89:11) τὸ κ. τῆς ἰσχύος αὐτοῦ the working of his strength = mighty strength Eph 1:19; 6:10; 1 Cl 27:5 (cp. Is 40:26; Da 4:30 Theod.; s. 1QS 11, 19f; 1QH 4, 32).② a specific product of resident strength, mighty deed ποιεῖν κ. (cp. עָשָׂה חַיִל Ps 118:15) do mighty deeds Lk 1:51.③ exercise of ruling ability, power, rule, sovereignty (Arrian, Anab. 4, 20, 3 the ruling might of the great king; POxy 41 I, 2 εἰς αἰῶνα τὸ κράτος τῶν Ῥωμαίων; Mel., HE 4, 26, 7 τὸ Ῥωμαίων … κράτος. Of deities: Apollon. Rhod. 4, 804 Zeus; UPZ 81 II, 17 [II B.C.] Isis: ἐλθέ μοι θεὰ θεῶν, κράτος ἔχουσα μέγιστον; PSI 29, 21 τὸ κ. τοῦ Ἀδωναῖ; POxy 1380, 238 ἀστραπῶν τὸ κ. ἔχεις; Philo, Spec. Leg. 1, 307 τ. ὅλων τὸ κ.; Jos., Ant. 10, 263 τὸ πάντων κ. ἔχων) τὸν τὸ κ. ἔχοντα τοῦ θανάτου the one who has power over death Hb 2:14 (τὸ κ. ἔχειν τινός since Hdt. 3, 69).—In a doxology (Mel., P. 105, 823): 1 Ti 6:16; 1 Pt 4:11; 5:11; Jd 25; Rv 1:6; 5:13; 1 Cl 65:2; MPol 20:2.—DELG. M-M. TW. -
4 κράτος
κράτος (-ει, -ος.)a power, strengthἹέρων ἀμφέπει Δάματρα, λευκίππου τε θυγατρὸς ἑορτὰν καὶ Ζηνὸς Αἰτναίου κράτος O. 6.96
τραχεῖα δυσμενέων ὑπαντιάξαισα κράτει (sc. Ἡσυχία) P. 8.11b power, success κράτει δὲ προσέμειξε δεσπόταν (sc. Φερένικος ἵππος) O. 1.22 “ κράτει δὲ πέλασον” (sc. ἐμέ) O. 1.78πυρπάλαμον βέλος ὀρσικτύπου Διός, ἐν ἅπαντι κράτει αἴθωνα κεραυνὸν ἀραρότα O. 10.82
δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ N. 4.68
Ἰσθμιάδος τε νίκας ἄποινα καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε I. 8.5
-
5 κράτος
κράτος [pron. full] [ᾰ], [dialect] Ion. and [dialect] Ep. [full] κάρτος, εος, τό, both in Hom.; [dialect] Aeol. [full] κρέτος Alc.25:—A strength, might, in Hom. esp. of bodily strength,ἔπεφνε δόλῳ, οὔ τι κράτεΐ γε Il.7.142
;ἔχει ἥβης ἄνθος, ὅ τε κ. ἐστὶ μέγιστον 13.484
, etc.; τὸ γὰρ αὖτε σιδήρου γε κ. ἐστίν this (i.e. τὸ βάψαι ) is what gives strength to iron, Od.9.393: generally,δικαία γλῶσσ' ἔχει κ. μέγα S.Fr.80
;μηχανῆς ἔστω κ. A.Supp. 207
; κατὰ κράτος with all one's might or strength,πολιορκεῖσθαι Th.1.64
; ;ἐξελέγχεσθαι D.34.20
, etc.: freq. in phrase αἱρεῖν κατὰ κ. take by storm, Th.8.100, Isoc.4.119, etc.; alsoἀνὰ κράτος διώκειν X. Cyr.1.4.23
;ἐλαύνειν Id.An.1.8.1
, etc.;ἀπὸ κράτους D.S.17.34
; πρὸς ἰσχύος κράτος, opp. λόγῳ, S.Ph. 594.II power, τοῦ γὰρ κ. ἐστὶ μέγιστον, of Zeus, Il.2.118, etc.;τοῦ γὰρ κ. ἔστ' ἐνὶ οἴκῳ Od.1.359
, cf. Il.12.214;Ζηνὸς κ. Pi.O.6.96
, cf. A.Pr. 527 (lyr.); ἐκπίπτειν κράτους, of Zeus, ib. 948;τὸ κ. τοῦ θεοῦ LXX Ps.61(62).11
, etc.: pl.,ὑποχείριος κράτεσιν ἀρσένων A.Supp. 393
(lyr.), cf. S.Ant. 485; esp. of political power, rule, sovereignty, l.c.;τὸ κ. περιθεῖναί τινι Hdt.1.129
;ἐς τὸ πλῆθος φέρειν τὸ κ. Id.3.81
; τὸ πᾶν κ. ἔχειν to be all- powerful, Id.7.3;ἀρχὴ καὶ κ. τυραννικόν S.OC 373
; βασιλεὺς πρῶτος ἐν κράτει Ὀδρυσῶν ἐγένετο in real power, Th.2.29; laterτὸ κ. τῶν Ῥωμαίων POxy. 41i2
(iii/iv A. D.): in pl.,κράτη καὶ θρόνους S.Ant. 173
, cf. OT 586, etc.; θρόνων κράτη sovereign power, Id.Ant. 166.2 c. gen., power over,τὸ Περσέων κ. ἔχοντα Hdt.3.69
;τὸ κ. εἶχε τῆς στρατιῆς Id.9.42
;πᾶν κ. ἔχων χθονός A.Supp. 425
(lyr.);τῶν ἄλλων δαιμόνων E.Tr. 949
;δὸς κ. τῶν σῶν δόμων A.Ch. 480
;δωμάτων ἔχειν κ. Ar.Th. 871
;τὸ τῆς θαλάσσης κ. Th.1.143
;μετὰ κράτους τῆς γῆς Id.8.24
; ὧν ἂν ᾖ τὸ κ. τῆς γῆς whoever have possession of the land, Id.4.98;κ. ἔχειν ἑαυτοῦ Pl.Plt. 273a
: pl.,ἀστραπᾶν κράτη νέμων S.OT 201
(lyr.).III mastery, victory, freq. in Hom., Il.1.509, 6.387, Od.21.280;κ. ἄρνυσθαι S.Ph. 838
(lyr.);νίκη καὶ κράτη A.Supp. 951
; ἀέθλων κ. victory in.., Pi.I. 8(7).4;νίκη καὶ κ. τῶν δρωμένων S.El.85
; κ. ἀριστείας the meed of highest valour, Id.Aj. 443;νίκη καὶ κ. πολεμίων Pl.Lg. 962a
;κ. πολέμου καὶ νίκη D.19.130
.IV Medic., in pl., ligaments, Hp.Mul. 2.167.2 = ταρσός, back of the hand, Poll.2.144.V Pythag. name for ten, Theol.Ar.59.—This word and its derivs. take two forms, κρατ- and καρτ-; the latter is mostly [dialect] Ep., as κάρτος, κάρτιστος, καρτύνω, but in κρατερός and καρτερός the reverse holds, v. κρατερός fin.; κρατέω, κρατύς have no form καρτ-. ( κρατ- and καρτ- from kṛt-, weak form of κρετ-, cf. κρέτος, κρέσσων.) -
6 κράτος
κράτος, τό, (1) Stärke, Kraft, bes. Leibesstärke; so vom Adler, von Polyphem. Auch von Sachen, z. B. Feste, Härtigkeit des Eisens. Gewalt, Κύϑηρα ἑλεῖν κατὰ κράτος, mit Gewalt, mit Sturm nehmen; κατὰ κράτος ἡ Ποτίδαια ἐπολιορκεῖτο, mit aller Macht; φεύγειν κ. κρ., wie auch wir sagen 'aus Leibeskräften'; ἐλαύνειν, im Galopp reiten. Τὰ κράτη, Gewalttaten. (2) Gewalt, Herrschaft; τῆς ϑαλάσσης κράτος, Oberbefehl zur See. (3) Obergewalt, Oberhand, Sieg -
7 Κρατος
-
8 κράτος
κράτοςstrength: neut nom /voc /acc sg -
9 κρατός
-
10 κράτος
κράτος, κάρτος, εος: superior strength, might, power, then mastery, victory, Od. 1.359, Od. 21.280.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κράτος
-
11 κρᾶτός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κρᾶτός
-
12 κράτος
τό1) государство; держава; 2) власть;τό κράτος τού
ζόφου власть тьмы;§ κατά κράτος — совершенно, полностью;
νικιέμαι κατά κράτος — терпеть полное поражение;
υπό το κράτος τού φόβου — во власти страха, от страха
-
13 κρατος
I.gen. к *κράς См. κραςII.1) сила, мощь, крепость(τὸ σιδήρου κ. Hom.)
κατὰ κ. — всеми силами (πολεμεῖν Plat.; πολιορκεῖσθαι Thuc.) или приступом, штурмом (πόλιν ἑλεῖν Thuc.);ἐλαύνειν ἀνὰ κ. Xen. — мчаться во весь опор;πρὸς ἰσχύος κ. Soph. — силой, насильно2) могущество, власть (sc. Διός Hom.)τὸ πᾶν κ. ἔχειν Her. — быть всемогущим;
θρόνων χράτη Soph. — царская власть;τὸ τῆς θαλάσσης κ. Thuc. — господство на море;τὸ κ. ἔχειν τῆς στρατιῆς Her. — стоять во главе армии3) глава, вождь, повелительἈχαιῶν δίθρονον κ. Aesch. — оба повелителя ахейцев, т.е. Агамемнон и Менелай;
4) одоление, победа(νίκη καὴ κ. τῶν πολεμίων Plat.)
5) pl. бесчинства, проступки(εἰ ταῦτ΄ ἀνατεὴ τῇδε κείσεται κράτη Soph.)
-
14 κράτος
τὸ κράτος, ους сила, превосходство; держава -
15 κράτος
{сущ., 12}власть, могущество, сила, держава.Ссылки: Лк. 1:51; Деян. 19:20; Еф. 1:19; 6:10; Кол. 1:11; 1Тим. 6:16; Евр. 2:14; 1Пет. 4:11; 5:11; Иуд. 1:25; Откр. 1:6; 5:13. LXX: 5797 (זעֺ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κράτος
-
16 κράτος
{сущ., 12}власть, могущество, сила, держава.Ссылки: Лк. 1:51; Деян. 19:20; Еф. 1:19; 6:10; Кол. 1:11; 1Тим. 6:16; Евр. 2:14; 1Пет. 4:11; 5:11; Иуд. 1:25; Откр. 1:6; 5:13. LXX: 5797 (זעֺ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κράτος
-
17 κράτος
-ους + τό N 3 2-2-2-14-31=51 Gn 49,24; Dt 8,17; Jgs 4,3; Is 22,21strength, might, intensity Gn 49,24; power Jdt 2,12; sovereignty Wis 15,2*Is 22,21 τὸ κράτος the power-החזקה? for MT אחזקנו חזק I will bind firmly on himCf. GILBERT 1973 182-190(Wis 15,2); →NIDNTT; TWNT -
18 κράτος
власть, могущество, сила, держава; LXX: (עֹז); син. βία, δύναμις, ἐνέργεια, ἐξουσία, ἰσχύςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κράτος
-
19 Κράτος
Κράτηςneut nom /voc /acc sg -
20 κρατός
κρᾱτός, κράςhead: fem gen sg
См. также в других словарях:
κράτος — strength neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
κράτος — το ους 1. οργανωμένη πολιτεία, οι αρχές, κυβέρνηση, διοίκηση. 2. δύναμη, ισχύς: Μεγάλο είναι το κράτος του νόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρατός — κρᾱτός , κράς head fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κράτος — Κράτης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλη-κράτος — Ιδιότυπη μορφή κράτους που δημιουργήθηκε στην αρχαία Ελλάδα. Φαίνεται πλέον εξακριβωμένο ότι οι πρώτες πόλεις κράτη εμφανίστηκαν στις ακτές της Μικράς Ασίας, όπου για λόγους άμυνας οι πρώτοι Έλληνες άποικοι οργανώθηκαν σε στερεές αμυντικές θέσεις … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek