-
1 κάδων
κάδοςjar: masc gen plκά̱δων, κήδωtrouble: pres part act masc nom sg (doric) -
2 πῶμα
A lid, cover,φαρέτρης Il.4.116
, cf. Od.9.314, B.5.76;χηλοῦ Il.16.221
, cf. Od.8.443; πίθου, πίθοιο, Hes.Op.94,98;κάδων Archil.4
;κεραμίων PCair.Zen.481.26
(iii B.C., pl.); [ κιβωτοῦ] Plu. Rom.28;σιδηροῦν Plb.22.11.16
; ἔχει ἡ ἀρτηρία (the windpipe)οἷον π. τὴν ἐπιγλωττίδα Arist.Resp. 476a34
, cf. HA 530a21, al.; ἐπέθηκα τῇ θύρᾳ τὸ π. the stone that closed the entrance, Luc.DMar.2.2; π. λάϊνον, of a tomb, IG12(8).93 ([place name] Imbros); operculum of univalves,πορφύρας πώματα Dsc.2.7
, cf. 8, Eup.2.63; of the Egyptian bean, Id.2.106.------------------------------------A drink, draught, A.Eu. 266 (lyr.), S.Ph. 715 (lyr.), E.Hec. 392 (prob.), Ba. 279 (prob.), Pl.R. 406a, etc.; τὰ ἀναγκαῖα π. drinking water, Id.Lg. 844b: pl., εὐτρεφέστατον πωμάτων, of Dirce, A. Th. 308(lyr.):—the short form [full] πόμα occurs in Pi.N. 3.79 (metaph.), and in later Poets, Call.Fr.8.20 P., Nic.Al. 105, 299, Man.3.71 (poet. dat. pl.πομάτεσσι Hsch.
); also in Ionic and later Prose, Hp.VM5 (opp. ῥύφημα), Hdt.3.23, Phld.Mus.p.51 K., cf. Poll.6.15; but only as v.l. in correct Attic writers, as Pl.Phd. 117b, Phlb. 34e:—for [full] πομάτιον in EM578.8 Dind. restores πόμα τι from Hsch. s.v. μελίτιον.II drinking-cup, Hsch. -
3 ἀφέλκω
A (lyr.): [tense] aor. ἀφείλκῠσα (v. infr.): [tense] pf.ἀφείλκῠκα M.Ant.3.6
:— drag away,ἱκέτας ἐκ τοῦ ἱροῦ Hdt.3.48
, cf. S.OC 844, E.Heracl. 113;πῶλον ἀπὸ μαστῶν Id.Hec. 142
(lyr.);τινὰς ἀπὸ τέκνων καὶ γονέων καὶ γυναικῶν Lys.12.96
; drag a speaker from the βῆμα, Pl.Prt. 319c; ἀ. τὰς τριήρεις drag or tow ships away, Th.2.93, cf. 7.53,74; draw aside, divert,ἐπὶ τὰ ἡδέα X.Mem.4.5.6
; τὸ δέρμα ἀ. to draw it off, Hp.Art. 11:—[voice] Pass., ibid.2 [voice] Med., τοῦ δόρατος ἀφελκύσωμαι τοὔλυτρον let me draw off the sheath from.., Ar.Ach. 1120.
См. также в других словарях:
κάδων — κάδος jar masc gen pl κά̱δων , κήδω trouble pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκσκαφέας — Μηχάνημα που χρησιμοποιείται γενικά για την εκσκαφή σκληρών ή θρυμματισμένων βράχων και για την εύκολη και γρήγορη απομάκρυνση των υλικών που προκύπτουν από την εκσκαφή. Όταν η εκσκαφή γίνεται στον βυθό της θάλασσας, το μηχάνημα ονομάζεται… … Dictionary of Greek
βυθοκόρος — Μηχανικό συγκρότημα για την εκτέλεση εκσκαφών μεγάλης έκτασης σε πετρώματα μαλακά ή κατατεμαχισμένα (άμμος, χαλίκια, άργιλος, λάσπη κλπ.). Υπάρχουν διάφοροι τύποι τέτοιων μηχανημάτων, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες της θέσης των υλικών και… … Dictionary of Greek
επικαδ(ε)ία — ἐπικαδ(ε)ία, ἡ (Α) [κάδος] η στερέωση τών κάδων σε τροχό για την άντληση νερού … Dictionary of Greek
καδοποιείο — το εργαστήριο κατασκευής κάδων, βαρελάδικο, βουτσάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καδοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Νικολ. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
νόρια — η ανυψωτικό μηχάνημα το οποίο χρησιμεύει στην άντληση νερού και αποτελείται από σειρά κάδων οι οποίοι συνδέονται ο ένας με τον άλλο και βυθίζονται διαδοχικά στο νερό, ενώ ανασύρονται με τη βοήθεια κλειστής αλυσίδας που περιστρέφεται γύρω από δύο… … Dictionary of Greek
πολυκαδία — ἡ, Α πολλοί κάδοι συνδεδεμένοι στη σειρά, αλυσίδα κάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κάδος «δοχείο, κουβάς» + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
καδοποιός — ο κατασκευαστής κάδων: Αγοράσαμε έναν κάδο από τον καδοποιό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)