-
1 συλλο(γ)ισμένος
-
2 συλλο(γ)ισμένος
-
3 διερραισμένος
διερρᾱισμένος, διά-ῥαίζωgrow easier: perf part mp masc nom sg -
4 διαγκυλόομαι
A hold a javelin by the thong:—only [tense] pf. part. [voice] Pass. διηγκυλωμένος ready to throw or shoot, X.An.4.3.28 (v.l. -ισμένος), 5.2.12: later in form - ημένος (as if from - άομαι), τόξον, κεραυνόν, δ.
ready to shoot with..,Hdn.
1.14.9, Luc.JConf.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαγκυλόομαι
-
5 καθυποστιβίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθυποστιβίζω
-
6 κατακονδυλίζω
Aὄχλος -ισμένος τὴν ψυχήν Ph.1.387
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακονδυλίζω
-
7 καταφημίζω
καταφημ-ίζω, [tense] aor. - εφήμισα, [dialect] Dor. - εφάμιξα Pi.O.6.56:—[voice] Pass., [tense] pf. - πεφήμισμαι (v. infr.):—A spread abroad, announce, κατεφάμιξεν καλεῖσθαί νιν Pi.l.c.; λίμνη Μαιῶτις, ἣν μητέρα.. τοῦ Πόντου κ. made it known as.., Dion. Byz.2:—[voice] Pass., καταπεφήμισται it is rumoured, Plb.16.12.3; of persons, become notorious or infamous, Vett. Val. 118.5.II assign or dedicate to a god,τὰ τοῖς θεοῖς καταπεφημισμένα Plb.5.10.8
;θρόνος Ἀλεξάνδρῳ -ισμένος Plu.Eum.13
, cf. Jul. Or.4.156c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταφημίζω
-
8 καταχθέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταχθέω
-
9 λεπτύνω
A : [tense] aor. 1ἐλέπτυνα Hp.Epid. 6.1.5
:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐλεπτύνθην Id.Aph.5.46
: [tense] pf.λελέπτυσμαι Id.Morb.1.19
, Arist.HA 511b22; inf.λελεπτύνθαι Ath.12.552e
: ([etym.] λεπτός): — make thin or meagre, αἱ ταλαιπωρίαι λ. [τὰ πρόβατα] Arist.HA 596a29, cf. Pr. 882a27; λ. τὸ σχῆμα [τῶν ταγμάτων] Plb.3.113.8 (cf. λεπτυσμός); φωνὴν βαρεῖαν.. λεπτύνων Babr.103.5
:—[voice] Pass., to be reduced, grow lean or slender, Hp.Aph.2.7, Arist.HA 518b29, al.;τοὺς ὤμους λεπτύνεσθαι X.Smp.2.17
; λελεπτυσμένος (- ισμένος cod.) κατὰ τὴν οὐράν, of a serpent, Philum.Ven.18.1; of things, to be rarefied, Damox.2.28, cf. Ph.1.642, S.E.M.10.25.2 comminute or liquefy food in digestion, Plu.2.689d; - ύνουσα δίαιτα diet productive of thin humours, Gal.Vict.Att.3:—[voice] Pass., become fluid, opp. παχύνεσθαι, of foods, Hp.VM19; also -όμενα εἰς πνεῦμα διακρίνεται Arist.Pr. 966b14
.3 thresh, winnow,λ. Δηοῦς καρπόν AP9.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπτύνω
-
10 ἀναχαιτίζω
A throw the mane back, rear up,ἀ. φόβῳ E.Rh. 786
;κόμην ἀ. Hld.2.36
: metaph. of men, become restive, S.Fr. 179, Plu.Demetr.34; θάλαττα ἀναχαιτίζουσα a turbulent sea, Philostr.Im.2.17.2 c. acc., throw a rider, φυλάσσων μὴ ἀναχαιτίσειέ νιν, of a branch, E.Ba. 1072: metaph., overthrow, upset,ἔσφηλε κἀνεχαίτισεν Id.Hipp. 1232
, cf. Tim.Pers.18;ἀνεχαίτισε καὶ διέλυσε D.2.9
; ἀνακεχαίτικεν [ἡμᾶς], of wine, Anaxandr.3;βίος -ισμένος Epicur.Sent.Vat.57
.3 c. gen., ἀ. τῶν πραγμάτων shake off the yoke of, retire from business, Plu.Ant.21;ἀ. ἐκ.. 2.611f
(cj.).b lose, be disappointed of, ἑνὸς δὲ.. οὐκ ἀνεχαιτίσθην τῆς φιλίας one [sage] did not disappoint me, Harp.Astr.in Cat.Cod.Astr. 8(3).136.9 (s.v.l.).II hold back by the hair: hence generally, check,τοῦ δρόμου τὸ ῥόθιον Luc.Lex.15
, cf. Procop.Goth.4.18; restrain,ἐπιδρομάς Id.Aed.2.11
;πόλεμον Memn.51
;ἀ. [τὸ θυμικὸν] τῆς ἀλόγου ὁρμῆς Alex.Aphr.in Top.372.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναχαιτίζω
-
11 ἐξάνθησις
A growth of young hair, Sch.A.R.1.972, etc.II fading,ὥσπερ ἐ. τις τῆς προϋπαρχούσης ὀσμῆς Thphr.CP6.15.2
codd. [suff] ἐξανθ-ίζω, deck as with flowers, paint in various colours,γυναῖκες.. αἳ καθήμεθ' ἐξηνεθισμέναι Ar.Lys.43
; ἄνωθεν ἐξηνθισμένον, of a fish, Philem.79.6;παντοίᾳ κομμωτικῇ.. ἐξηνθισμένη Hld.7.19
;ἐλέφας φοίνικι -ισμένος Max.Tyr.40.2
.II [voice] Med., gather flowers, Plu.2.661f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξάνθησις
-
12 ἐρεθίζω
A- ιζέμεν Il.4.5
: [tense] impf. (lyr.), [dialect] Ep.ἐρ- Il.5.419
: [tense] fut.- ίσω Gal.1.385
,- ιῶ Hp.Mochl.2
, Plb.13.4.2 : [tense] aor.1ἠρέθισα D.H.3.72
; poet. (lyr.), inf.ἐρεθίξαι AP12.37
(Diosc.): [tense] pf.ἠρέθικα Aeschin.2.37
:—[voice] Pass., [tense] aor. 1 ἠρεθίσθην, part.ἐρεθισθείς Hdt.6.40
, D.H.4.57 : [tense] pf.ἠρέθισμαι Hp.
(v. infr.), etc.: ([etym.] ἐρέθω):—rouse to anger, rouse to fight, Il.1.32 ;κερτομίοις ἐπέεσσι 5.419
; κύνας τ' ἄνδρας τε, of a lion, 17.658 ;ἐ. τοὺς Πέρσας Hdt.3.146
;φιλαύλους τ' ἠρ. Μούσας S.Ant. 965
(lyr.) ;ὥσπερ σφηκιὰν ἐ. τινά Ar. Lys. 475
;χεῖρον..ἐρεθίσαι γραῦν ἢ κύνα Men.802
; πὺξ ἐ. challenge to a boxing-match, Theoc.22.2 ; provoke to curiosity,μητέρα σήν Od.19.45
: generally, excite, chafe,φρένας ἐ. φόβος A.Pr. 183
(lyr.) ; of physical irritation, Hp.Mochl.2 ; βῆχες βραχέα -ουσαι causing brief irritation, Id.Aph.4.54 : metaph.,ἐ. πλανάτας χοροῖσιν E.Ba. 148
(lyr.) ; ἐ. μάγαδιν to touch it, Telest.4 ;φλόγα Hld.8.9
;τὸ φονικὸν καὶ θηριῶδες Plu.2.822c
; incite to rivalry, 2 Ep.Cor.9.2:—[voice] Pass., to be provoked, excited,ὑπό τινος Hdt.6.40
, cf. Ar.V. 1104 ; under provocation,Men.
574 ; ; of love,τοῖς νέοισιν -ισμένος Timocl.30
; of fire,φέψαλος.. -όμενος..ῥιπίδι Ar. Ach. 669
(lyr.) ;αἰθὴρ -έσθω βροντῇ A.Pr. 1045
(anap.) ; πνεῦμα ἠρεθισμένον, of one who has run till he is out of breath, E.Med. 1119 ; irritated,Hp.
Fract.27, cf. 31, Plb.1.81.6 ;ὀσμὴ -ισμένη Eub.75.9
;ἐπὶ τὴν ὕβριν ἠρεθίσθαι Luc.Am.22
.II abs., to be quarrelsome or perverse, Ph.1.359.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρεθίζω
-
13 ἐρέθω
ἐρέθω, ἐρεθίζωGrammatical information: v.Meaning: `stir, provoke' (Il.)Other forms: with aor. ἐρεθίσαι (A.), pass. ἐρεθ-ισθῆναι, - ισθεῖς (Hdt.), - ίξαι (AP), perf. pass. ἠρέθ-ισμαι, - ισμένος (Ion.-Att.), act. ἠρέθικα (Aeschin.), fut. - ίσω, - ιῶ (hell.);Derivatives: From ἐρεθίζω: ἐρεθισμός (Hp.), ἐρέθισμα (Ar.; cf. Porzig Satzinhalte 186) `provocation, irritation', ἐρεθιστής `agitator' (LXX), - ιστικός `irritating' (Hp.) - From ἐρέθω: perhaps *ὄροθος in ὀροθύνω, s. v.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The present ἐρέθω can like θαλέθω, φλεγέθω a. o. (Schwyzer 703, Chantraine Gramm. hom. 1, 327ff.) have a formans θ; it is then derived from a primary verb which is unknown. Note the following forms in H.: ἔρετο ὡρμήθη, ἔρσεο διεγείρου, ἔρσῃ ὁρμήσῃ, that migth have formed the basis of ἐρέθω. Further s. ὄρνυμι.Page in Frisk: 1,550-551Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐρέθω
-
14 ἐρεθίζω
ἐρέθω, ἐρεθίζωGrammatical information: v.Meaning: `stir, provoke' (Il.)Other forms: with aor. ἐρεθίσαι (A.), pass. ἐρεθ-ισθῆναι, - ισθεῖς (Hdt.), - ίξαι (AP), perf. pass. ἠρέθ-ισμαι, - ισμένος (Ion.-Att.), act. ἠρέθικα (Aeschin.), fut. - ίσω, - ιῶ (hell.);Derivatives: From ἐρεθίζω: ἐρεθισμός (Hp.), ἐρέθισμα (Ar.; cf. Porzig Satzinhalte 186) `provocation, irritation', ἐρεθιστής `agitator' (LXX), - ιστικός `irritating' (Hp.) - From ἐρέθω: perhaps *ὄροθος in ὀροθύνω, s. v.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The present ἐρέθω can like θαλέθω, φλεγέθω a. o. (Schwyzer 703, Chantraine Gramm. hom. 1, 327ff.) have a formans θ; it is then derived from a primary verb which is unknown. Note the following forms in H.: ἔρετο ὡρμήθη, ἔρσεο διεγείρου, ἔρσῃ ὁρμήσῃ, that migth have formed the basis of ἐρέθω. Further s. ὄρνυμι.Page in Frisk: 1,550-551Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐρεθίζω
См. также в других словарях:
-ισμένος — η, ο παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τού παθ. παρακμ. μένος (πρβλ. λυ μένος, πλυ μένος) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. πότ ισ α: ποτ ισ μένος, τά ϊσ α: τα ϊσ μένος). Χρησιμοποιήθηκε αναλογικά και στη μτχ. τού παθ. παρακμ. και άλλων ρ … Dictionary of Greek
ευτυχισμένος — η, ο βλ. ευτυχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. τού ευτυχώ με κατάλ. ισμένος*, αντί ημένος] … Dictionary of Greek
καλοτεχνισμένος — καλοτεχνισμένος, η, ον (Μ) (για στρατιώτες) εκπαιδευμένος, γυμνασμένος καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + τέχνη, με επίδραση τής μτχ. σε ισμένος] … Dictionary of Greek
καλοφακιολισμένος — καλοφακιολισμένος, ον (Μ) (για γυναίκα) αυτή που έχει ωραία δεμένο το φακιόλι, το κάλυμμα τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + φακιόλι, κατά τις μτχ. σε ισμένος] … Dictionary of Greek
μυριομεριμνημένος — και μυριομεριμνισμένος, η, ον (Μ) 1. αυτός που τόν απασχολούν πολλές σκέψεις, πολλές φροντίδες 2. αυτός που ταράζεται από μεγάλη ανησυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + μεριμνημένος, μτχ. παρακμ. τού μεριμνώ. Ο τ. μυριομεριμνισμένος αναλογικά προς… … Dictionary of Greek
οζοντίζω — και οζονίζω χημ. 1. μετατρέπω σε όζον ή εμπλουτίζω με όζον 2. διαποτίζω ένα σώμα με όζον για να το αποστειρώσω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) οζον(τ)ισμένος, η, ο εμπλουτισμένος με όζον ή μετασχηματισμένος σε όζον. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ … Dictionary of Greek
τεκτονισμένος — η, ο, Ν γεωλ. (για πέτρωμα, σχηματισμό ή γεωλογική ζώνη) αυτός που έχει υποστεί τεκτονικές διεργασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tectonise (< τέκτων, ονος), το οποίο αποδόθηκε στην Ελληνική με τον τ. τεκτονισμένος, κατά τις μτχ. σε… … Dictionary of Greek
φορμαρισμένος — η, ο, Ν (για πράγμ.) διαμορφωμένος, σχηματισμένος 2. (για προσ.) αυτός που βρίσκεται σε φόρμα, σε καλή φυσική κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορμάρω + κατάλ. ισμένος τών μτχ. τών ρ. σε ίζομαι] … Dictionary of Greek
(αι)ματοκυλίζω — και (αι)ματοκυλώ ισα, ίστηκα, ισμένος τραυματίζω, σκοτώνω: Οι επιδρομείς ματοκύλισαν τον τόπο. ματοκυλίζω ματοκύλισα, ματοκυλισμένος, αιματοκυλίζω, σφάζω: Οι κατακτητές ματοκύλισαν όλη την περιοχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιχμαλωτίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. πιάνω αιχμάλωτο: Στη μάχη εκείνη αιχμαλωτίσαμε κάμποσους εχθρούς. 2. γοητεύω, κάνω κάποιον υποχείριο: Η ευγένεια και η προθυμία του αιχμαλωτίζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακονίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. τροχίζω: Έδωσε τα μαχαίρια να ακονιστούν. 2. ασκώ, οξύνω το νου κάποιου: Τα μαθηματικά ακονίζουν το μυαλό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)