Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ισκ-

См. также в других словарях:

  • χλανιδίσκιον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού χλανίς, κλανίσκιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλανίς, ίδος«είδος επενδύτη» + υποκορ. κατάλ. ίσκ ιον (< υποκορ. κατάλ. ίσκος), πρβλ. καλαθ ίσκ ιον, τροχ ίσκ ιον] …   Dictionary of Greek

  • αλίσκομαι — ἁλίσκομαι (Α) ελλειπτικό παθητικό ρήμα που έχει ως ενεργητικό το αἱρῶ* (το ἁλίσκω μόνο στην παροιμία «ἐλέφας μῦν οὐχ ἁλίσκει») 1. (για πρόσωπα, τόπους, πράγματα) κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, αιχμαλωτίζομαι, πέφτω στα χέρια τού εχθρού 2. (για ζώα)… …   Dictionary of Greek

  • φλαμουλίσκιον — τὸ, Μ υποκορ. τ. τού φλάμμουλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλάμουλον / φλάμμουλον + υποκορ. κατάλ. ίσκ ιον (< υποκορ. κατάλ. ίσκος), πρβλ. πυργ ίσκ ιον] …   Dictionary of Greek

  • θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • καταμολίσκω — (Α) καταβλώσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μολ ίσκω (< θ. μολ τού αορ. β ἔ μολ ον τού ρ. βλώσκω «έρχομαι» + επίθημα ίσκ ω)] …   Dictionary of Greek

  • οφείλω — (ΑΜ ὀφείλω, Α και ὀφειλέω, επικ. και αρκαδ. τ. ὀφέλλω, αρκαδ. τ. και ὀφήλω) 1. είμαι οφειλέτης, χρωστώ κάτι σε κάποιον, ιδίως χρήματα (α. «ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια», ΚΔ β. «μισθὸς τοῑς στρατιώταις ὠφείλετο», Ξεν.) 2. μτφ. αναγνωρίζω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • χαλκισκάριον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού χαλκίον. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκίον + κατάλ. ισκ άριον (< υποκορ. κατάλ. ίσκος και άριον)] …   Dictionary of Greek

  • χλανισκίδιον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού χλανίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλανίς «είδος επενδύτη» + υποκορ. κατάλ. ισκ ίδιον (< υποκορ. καταλ. ίσκος + ίδιον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»