-
1 θύλακος
Grammatical information: m.Meaning: `sack, bag, mostly of leather' (IA);Other forms: θυλλίς θύλακος H, θυλίδες οἱ θύλακοι H.; also θῦλαξ (Com.; backformation from θυλάκιον?, Kalén Quaest. gramm. graecae 106)Compounds: As 2. member in παρσουλακίρ (= παραθυλακίς) τὸν τρίβωνα, ὅταν γένηται ὡς θύλακος H. (Lac.).Derivatives: Diminut.: θυλάκιον (IA), θυλακίς f. (Ael.), θυλακίσκος m. (Com., Dsc.). Other: θυλακή `scrotum' ( Hippiatr.), θυλακώδης (Thphr.), θυλακόεις (Nic.) `sack-like'; θυλακῖτις in plant names (Dsc.): θ. μήκων (after the capsules of the seeds), θ. νάρδος (after the acorn-like root-stock; Strömberg Pflanzennamen 36); θυλακίζειν τὸ ἀπαιτεῖν τι ἑπόμενον μετὰ θυλάκου. Ταραντῖνοι H. - Short form, poss. with hypocoristic gemination: θυλ(λ)ίς H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unexplained; prob. foreign, like σάκκος. - Removing a κ-suffix gives *θῡλ(ο)- which has been compared with Lith. dundùlis `puffed, big-bellied', if from *dul-dùlis (Persson Beitr. 2, 798 n. 1; other suggestion by Fraenkel Lit. et Wb. s. demblỹs), in the end connected with 1. θύω; cf. Slav., e. g. Russ. dutь `blow' with dúlo `mouth (of a gun, a canon)', Ukr. dúɫo `bellows'. - The forms θαλλίς μάρσιππος μακρός, θάλλικα σάκκου εἶδος H.. with different vowel, are unexplained. - The suffix - ακ- shows Pre-Greek origin (Beekes, Pre-Greek, Suffixes).Page in Frisk: 1,691Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θύλακος
-
2 θύλακος
A sack, esp. to carry meal in, Hdt.3.46; ;θ. δορκαδέων ἀστραγάλων PCair.Zen. 69.18
(iii B.C.); δερῶ σε θύλακον I'll make a bag of your skin, Ar.Eq. 370; contemptuous word for a garment, ὁ Τηλαύγους θ. prob. in Aeschin.Socr.42: metaph., of a person, θ. τις λόγων 'wind-bag', Pl.Tht. 161a; τῇ χειρὶ δεῖν σπείρειν, ἀλλὰ μὴ ὅλῳ τῷ θ. Corinn. ap. Plu. 2.348a.II in pl., slang term for the loose trousers of Persians and other Orientals, E.Cyc. 182, Ar.V. 1087.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θύλακος
-
3 θύλακος
θύ̱λακος, θύλακοςsack: masc nom sgθύ̱λακος, θῦλαξmasc gen sg -
4 θύλακος
-ου ὁ N 2 0-1-0-0-0=1 2 Kgs 5,23bag, sack; see θυλάκιον -
5 θυλάκω
θῡλάκω, θύλακοςsack: masc nom /voc /acc dualθῡλάκω, θύλακοςsack: masc gen sg (doric aeolic)——————θῡλάκῳ, θύλακοςsack: masc dat sg -
6 θυλάκοις
θῡλάκοις, θύλακοςsack: masc dat pl -
7 θυλάκοισι
θῡλάκοισι, θύλακοςsack: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
8 θυλάκου
θῡλάκου, θύλακοςsack: masc gen sg -
9 θυλάκους
θῡλάκους, θύλακοςsack: masc acc pl -
10 θυλάκων
θῡλάκων, θύλακοςsack: masc gen plθῡλάκων, θῦλαξmasc gen pl -
11 θύλακε
θύ̱λακε, θύλακοςsack: masc voc sgθύ̱λακε, θῦλαξmasc nom /voc /acc dual -
12 θύλακοι
θύ̱λακοι, θύλακοςsack: masc nom /voc pl -
13 θύλακον
θύ̱λακον, θύλακοςsack: masc acc sg -
14 θυλάκιον
-ου τό N 2 0-0-0-0-2=2 Tob 9,5dim. of θύλακος; small bag, small sack→LSJ RSuppl -
15 θυλάκιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυλάκιον
-
16 θυλακίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυλακίς
-
17 θυλλίς
-
18 θῦλαξ
θῦλαξ, ᾰκος, ὁ,= θύλακος, Arcesil.Com.1 D., Aesop.15;= προσκεφάλαιον, Hsch.; cited fr. Hom. by Poll.10.172; cj. in Sor.1.57. -
19 οὐλάς
-
20 συλλίρ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θύλακος — θύλακος, ο και θύλακας, ο 1. μικρός σάκος. 2. περίβλημα. 3. μτφ., τμήμα στρατιωτών που εισχωρεί στο εχθρικό έδαφος: Οι εχθροί έριξαν αλεξιπτωτιστές και δημιούργησαν θυλάκους πίσω από τις αμυντικές γραμμές μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θύλακος — Μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι· θέση αντιπάλων στο εχθρικό έδαφος· στη σύγχρονη ορολογία, περιοχή μέσα σε κράτος υπό διαφορετικό καθεστώς. (Ανατ.) Ωοειδής σχηματισμός στα διάφορα όργανα του σώματος των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, που εκπληρώνει… … Dictionary of Greek
θύλακος — θύ̱λακος , θύλακος sack masc nom sg θύ̱λακος , θῦλαξ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυλακώνω — [θύλακος] βάζω στη σακούλα ή στην τσέπη, τσεπώνω … Dictionary of Greek
θύλακας — ο (Α θύλαξ) θύλακος* νεοελλ. στρ. η είσοδος και παραμονή στρατευμάτων σε τμήμα τού εχθρικού εδάφους, ενώ τα πλευρικά εδάφη εξακολουθούν να κατέχονται από τις εχθρικές δυνάμεις αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «προσκεφάλαιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού… … Dictionary of Greek
θυλάκιο — το (Α θυλάκιον) μικρός θύλακος, σακίδιο, σακούλι νεοελλ. 1. η τσέπη, ο θύλακος που ράβεται σε ορισμένα μέρη τών ρούχων 2. ανατ. μικρός κυστικός σχηματισμός που επενδύεται εσωτερικά από εκκριτικό ή απεκκριτικό επιθήλιο και αποτελεί στοιχείο πολλών … Dictionary of Greek
ολβοθύλακος — ὀλβοθύλακος, ὁ (Α) θύλακος για την εναπόθεση χρημάτων, βαλάντιο, πορτοφόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος» + θύλακος «μικρός σάκος» (πρβλ. ασκο θύλακος)] … Dictionary of Greek
άρθρωση — Ανατομικός σχηματισμός με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους διαφορετικά οστά. Η ά. στην οποία τα διάφορα οστά συνδέονται μεταξύ τους με την παρεμβολή ινοχόνδρινου ιστού ονομάζεται συνάρθρωση. Στις συναρθρώσεις δεν υπάρχει κενό μεταξύ των οστών που … Dictionary of Greek
γναθοθύλακος — ο θύλακος, σάκος, που σχηματίζεται με πτύχωση τού στοματικού βλεννογόνου κάτω από τα μάγουλα (σε νυχτερίδες, πιθήκους και αμφίβια). [ΕΤΥΜΟΛ. < γνάθος + θύλακος. Η λ. γναθοθύλακοι, οι πληθ. μαρτυρείται στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek
θυλάκη — θυλάκη, ἡ (Μ) [θύλακος] το όσχεο, ο θύλακος τών όρχεων … Dictionary of Greek
θυλακούμαι — θυλακοῡμαι, όομαι (Α) [θύλακος] γίνομαι θύλακος, σακούλι … Dictionary of Greek