-
1 θύλαξ
-
2 θῦλαξ
-
3 θῦλαξ
θῦλαξ, ᾰκος, ὁ,= θύλακος, Arcesil.Com.1 D., Aesop.15;= προσκεφάλαιον, Hsch.; cited fr. Hom. by Poll.10.172; cj. in Sor.1.57. -
4 θυλάκων
θῡλάκων, θύλακοςsack: masc gen plθῡλάκων, θῦλαξmasc gen pl -
5 θύλακα
θύ̱λακα, θῦλαξmasc acc sg -
6 θύλακας
θύ̱λακας, θῦλαξmasc acc pl -
7 θύλακε
θύ̱λακε, θύλακοςsack: masc voc sgθύ̱λακε, θῦλαξmasc nom /voc /acc dual -
8 θύλακες
θύ̱λακες, θῦλαξmasc nom /voc pl -
9 θύλακι
θύ̱λακι, θῦλαξmasc dat sg -
10 θύλακος
θύ̱λακος, θύλακοςsack: masc nom sgθύ̱λακος, θῦλαξmasc gen sg -
11 θύλακος
Grammatical information: m.Meaning: `sack, bag, mostly of leather' (IA);Other forms: θυλλίς θύλακος H, θυλίδες οἱ θύλακοι H.; also θῦλαξ (Com.; backformation from θυλάκιον?, Kalén Quaest. gramm. graecae 106)Compounds: As 2. member in παρσουλακίρ (= παραθυλακίς) τὸν τρίβωνα, ὅταν γένηται ὡς θύλακος H. (Lac.).Derivatives: Diminut.: θυλάκιον (IA), θυλακίς f. (Ael.), θυλακίσκος m. (Com., Dsc.). Other: θυλακή `scrotum' ( Hippiatr.), θυλακώδης (Thphr.), θυλακόεις (Nic.) `sack-like'; θυλακῖτις in plant names (Dsc.): θ. μήκων (after the capsules of the seeds), θ. νάρδος (after the acorn-like root-stock; Strömberg Pflanzennamen 36); θυλακίζειν τὸ ἀπαιτεῖν τι ἑπόμενον μετὰ θυλάκου. Ταραντῖνοι H. - Short form, poss. with hypocoristic gemination: θυλ(λ)ίς H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unexplained; prob. foreign, like σάκκος. - Removing a κ-suffix gives *θῡλ(ο)- which has been compared with Lith. dundùlis `puffed, big-bellied', if from *dul-dùlis (Persson Beitr. 2, 798 n. 1; other suggestion by Fraenkel Lit. et Wb. s. demblỹs), in the end connected with 1. θύω; cf. Slav., e. g. Russ. dutь `blow' with dúlo `mouth (of a gun, a canon)', Ukr. dúɫo `bellows'. - The forms θαλλίς μάρσιππος μακρός, θάλλικα σάκκου εἶδος H.. with different vowel, are unexplained. - The suffix - ακ- shows Pre-Greek origin (Beekes, Pre-Greek, Suffixes).Page in Frisk: 1,691Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θύλακος
См. также в других словарях:
θῦλαξ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηθυλλίς — και δωρ. τ. γαθυλλίς, η (Α) είδος πράσου, αμπελόπρασο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. γηθυλλίς θεωρήθηκε σύνθετη (γηθυλλίς) και ερμηνεύτηκε ως «σάκος χώματος» (πρβλ. θύλαξ) καθώς και η λ. γήθυον (γη + *θύον «σάκος»). Ίσως όμως θα ήταν προτιμότερο … Dictionary of Greek
θυλάγροικος — θυλάγροικος, ον (Α) άξεστος, υπερβολικά αγροίκος, αυτός που έχει περιορισμένες πνευματικές ικανότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *θυλακ άγροικος (< θύλαξ + άγροικος) με απλολογία (πρβλ. θυμάγροικος)] … Dictionary of Greek
θύλακας — ο (Α θύλαξ) θύλακος* νεοελλ. στρ. η είσοδος και παραμονή στρατευμάτων σε τμήμα τού εχθρικού εδάφους, ενώ τα πλευρικά εδάφη εξακολουθούν να κατέχονται από τις εχθρικές δυνάμεις αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «προσκεφάλαιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού… … Dictionary of Greek
κοινοθυλακώ — κοινοθυλακῶ, έω (Α) έχω ή επιδιώκω να έχω κοινό ταμείο, κοινό βαλάντιο με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + θυλαξ, ακος] … Dictionary of Greek
θυλάκων — θῡλάκων , θύλακος sack masc gen pl θῡλάκων , θῦλαξ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύλακα — θύ̱λακα , θῦλαξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύλακας — θύ̱λακας , θῦλαξ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύλακε — θύ̱λακε , θύλακος sack masc voc sg θύ̱λακε , θῦλαξ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύλακες — θύ̱λακες , θῦλαξ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύλακι — θύ̱λακι , θῦλαξ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)