Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θάλπος

См. также в других словарях:

  • θάλπος — warmth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλπος — ους, το (Α θάλπος, εος) θερμότητα, ζέστη («θάλπος ἐν χειμῶνι», Αισχύλ.) νεοελλ. θαλπωρή, ζεστασιά, εγκαρδιωση («το θάλπος τής μητρικής αγκαλιάς») αρχ. πυρετός ή οξύς διαπεραστικός πόνος («ἀφῆκα θυμῷ καρδίας τοξεύματα βέβαια, τῶν σὺ θάλπος οὐχ… …   Dictionary of Greek

  • θάλπος — το 1. ζέστη, ζεστασιά ευχάριστη, θαλπωρή. 2. μτφ., περίθαλψη, κοινωνική προστασία, εγκαρδίωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θάλπει — θάλπος warmth neut nom/voc/acc dual (attic epic) θάλπεϊ , θάλπος warmth neut dat sg (epic ionic) θάλπος warmth neut dat sg θάλπω heat pres ind mp 2nd sg θάλπω heat pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλπη — θάλπος warmth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θάλπος warmth neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Талпиос — (θάλπος) сын Еврита; участвовал в походе против Трои с десятью кораблями, как один из предводителей элейцев …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • θαλπέων — θάλπος warmth neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλπεα — θάλπος warmth neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλπεος — θάλπος warmth neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλπεσι — θάλπος warmth neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλπεσιν — θάλπος warmth neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»