-
1 θρέψει
θρέψιςnourishing: fem nom /voc /acc dual (attic epic)θρέψεϊ, θρέψιςnourishing: fem dat sg (epic)θρέψιςnourishing: fem dat sg (attic ionic)τρέφωthicken: aor subj act 3rd sg (epic)τρέφωthicken: fut ind mid 2nd sgτρέφωthicken: fut ind act 3rd sg -
2 τρέφω
τρέφω, τρᾰφω (τρέφει, τράφει, τρέφοντι; τράφοισα; τράφειν, τράφεν codd.: fut. θρέψει: impf. τράφε, τρέφον: aor. (ἔ) θρεψε(ν), θρέψαν; θρέψαισα; θρέψαι: med. aor. θρέψατο, -αντο: pass. aor. τρᾰφέντα, τρᾰφεῖσα.)a rear of childrenἔνθα τραφεῖσ' ὑπ Ἀπόλλωνι γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ Ἀφροδίτας O. 6.35
τὸν ὀνύμαζε τράφοισα Κένταυρον P. 2.44
οἷος ἐὼν θρέψεν ποτὲ Ἀσκλαπιόν P. 3.5
“ Κενταύρου με κοῦραι θρέψαν ἁγναί” P. 4.103 “ Κρονίδᾳ δὲ τράφεν Χίρωνι δῶκαν” (sc. Ἰάσονα: τράφειν Hartung) P. 4.115βαθυμῆτα Χίρων τράφε λιθίνῳ Ἰάσον' ἔνδον τέγει N. 3.53
χρὴ δ' ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν I. 8.16
[ τρέφειν (v. l. τρέχειν) fr. 106. 2.] med.,δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν δαιμόνων βουλαῖσιν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.46
ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν P. 9.18
b met., of places ( Τυφώς)· τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον P. 1.17
πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις θρέψαισα (sc. Αἴγινα)καὶ θοαῖς ὑπερτάτους ἥρωας ἐν μάχαις P. 8.26
Διρκαίων ὑδάτων τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα P. 9.88
καὶ μὰν ἁ Σαλαμίς γε θρέψαι φῶτα μαχατὰν δυνατός N. 2.13
ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει (v. l. τρέφει: i. e. a fisherman) I. 1.48 ( Πηλέι) ὅν τ' εὐσεβέστατον φάτις Ἰαολκοῦ τράφειν πεδίον” I. 8.40 πρόσθα μὲν ἲς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλ[ανό]ς τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον fr. 70. 3. ( Σιληνός) ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε fr. 156.c met., keepI tend, guardἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει O. 1.112
τρέφοντι δ' εὐρὺ κλέος κόραι Πιερίδες Διός (sc. τίν) O. 10.95II form, develop θρέψε δ' αἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος (sc. Ζεύς) N. 10.13III possess, occupyμία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106
d frag. ] τρέφεται καὶ ὅσ' ἐν πόντῳ[ P. Oxy. 2622, fr. 1. 13 ad ?fr. 346. -
3 τραφω
τρέφω, τρᾰφω (τρέφει, τράφει, τρέφοντι; τράφοισα; τράφειν, τράφεν codd.: fut. θρέψει: impf. τράφε, τρέφον: aor. (ἔ) θρεψε(ν), θρέψαν; θρέψαισα; θρέψαι: med. aor. θρέψατο, -αντο: pass. aor. τρᾰφέντα, τρᾰφεῖσα.)a rear of childrenἔνθα τραφεῖσ' ὑπ Ἀπόλλωνι γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ Ἀφροδίτας O. 6.35
τὸν ὀνύμαζε τράφοισα Κένταυρον P. 2.44
οἷος ἐὼν θρέψεν ποτὲ Ἀσκλαπιόν P. 3.5
“ Κενταύρου με κοῦραι θρέψαν ἁγναί” P. 4.103 “ Κρονίδᾳ δὲ τράφεν Χίρωνι δῶκαν” (sc. Ἰάσονα: τράφειν Hartung) P. 4.115βαθυμῆτα Χίρων τράφε λιθίνῳ Ἰάσον' ἔνδον τέγει N. 3.53
χρὴ δ' ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν I. 8.16
[ τρέφειν (v. l. τρέχειν) fr. 106. 2.] med.,δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν δαιμόνων βουλαῖσιν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.46
ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν P. 9.18
b met., of places ( Τυφώς)· τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον P. 1.17
πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις θρέψαισα (sc. Αἴγινα)καὶ θοαῖς ὑπερτάτους ἥρωας ἐν μάχαις P. 8.26
Διρκαίων ὑδάτων τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα P. 9.88
καὶ μὰν ἁ Σαλαμίς γε θρέψαι φῶτα μαχατὰν δυνατός N. 2.13
ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει (v. l. τρέφει: i. e. a fisherman) I. 1.48 ( Πηλέι) ὅν τ' εὐσεβέστατον φάτις Ἰαολκοῦ τράφειν πεδίον” I. 8.40 πρόσθα μὲν ἲς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλ[ανό]ς τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον fr. 70. 3. ( Σιληνός) ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε fr. 156.c met., keepI tend, guardἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει O. 1.112
τρέφοντι δ' εὐρὺ κλέος κόραι Πιερίδες Διός (sc. τίν) O. 10.95II form, develop θρέψε δ' αἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος (sc. Ζεύς) N. 10.13III possess, occupyμία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106
d frag. ] τρέφεται καὶ ὅσ' ἐν πόντῳ[ P. Oxy. 2622, fr. 1. 13 ad ?fr. 346. -
4 свадьба
-ы, γεν. πλθ. -деб, δοτ. -дьбам θ. γάμος•пригласить на -у καλώ στο γάμο•
день -ы μέρα του γάμου•
сыграть -у ιερολογώ γάμο•
справлять -у κάνω γάμο, τελώ τους γάμους.
|| αθρσ. ο γάμος (οι παρευρεσκόμενοι στο γάμο).εκφρ.до -ы заживт – ώσπου να γίνει ο γάμος θα θρέψει (για γρατσούνισμα, κόψιμο κλπ. για καθησύχαση), αυτό δεν είναι τίποτε, γρήγορα θα θρέψει. -
5 τρέφω
τρέφω, äol. u. dor. τράφω, s. Böckh v. l. Pind. P. 2, 44. 4, 115; fut. ϑρέψω, aor. ἔϑρεψα, p. aor. II. ἔτραφον, auch mit intr. Bdtg (s. unten), wie perf. τέτροφα, Od. 23, 237; u. τέτραφα, Lob. Phryn. 577; perf. pass. τέϑραμμαι, τεϑράφϑαι, z. B. Plat. Legg. I, 625 a; Xen. Hell. 2, 3, 24; aor. pass. ἐϑρέφϑην, häufiger aor. II. ἐτράφην, ἐτράφημεν, τράφεν, für ἐτράφησαν, Il. 23, 348; aor. I. med. ἐϑρεψάμην, ϑρέψαιο Od. 19, 368; ϑρέψομαι hat pass. Bdtg, Plat. u. Xen.; dafür selten τραφήσομαι, Dem. 60, 32; – festmachen, eine Flüssigkeit dicht werden lassen, z. B. γάλα ϑρέψαι, die Milch gerinnen lassen, Od. 9, 246; τνρὸν τρέφειν, Theocr. 25, 106; auch von der Kälte, gefrieren lassen; pass. dicht, fest werden, gerinnen, gefrieren. – Gew. fett od. dick machen, füttern, ernähren, großziehen u. pflegen; bes. Kinder im Hause aufziehen u. erziehen, οἰκωφελἰη τρέφει ἀγλαὰ τέκνα, Od. 14, 233; πύκα δ' ἔτρεφε δῖα Θεανώ, ἶσα ωίλοισι τέκεσσι, Il. 5, 70; ὅ σ' ἔτρεφε τυτϑὸν ἐόντα, 8, 283; neben ἀτιτάλλω, 16, 191; ἥ μ' ἔτεχ', ἥ μ' ἔϑρεψε, Od. 2, 131; u. im med., für sich aufziehen, ἕως ϑρέψαιο φαίδιμον οἱόν, 19, 368; Kalvpsö sagt vom Odysseus τὸν μὲν ἐγὼ φίλεόν τε καὶ ἔτρεφον, Od. 5, 135, u. sonst; ὁ τρεφόμενος heißt her Knabe, so lange er noch von den Frauen aufgezogen wird, bis zu seinem fünften Jahre, Her. 1, 136; Tragg., wie in Prosa, ϑαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεϑραμμένοι, Aesch. Spt. 774. – Auch Sklaven u. Vieh halten, οθς ἰκύνας) τρέφον ἐν μεγάροισιν, Il. 22, 69; Od. 21, 364; ἔϑρεψεν δὲ λέοντα, Aesch. Ag. 854; τρέφοοσι κρήνης φύλακα χωρίτην ὄφιν, Soph. frg. 219; δοῦλος οὐκ ὠνητός, ἀλλ' οἴκοι τραφείς, O. R. 1123. – Von Pflanzen, ziehen, τὸν μὲν ἐγὼ ϑρέψασα φυτὸν ἃς γουνῷ ἀλωῆς, Il. 18, 57; ἀνὴρ τρέφει ἔρνος ἐλαίης, 17, 53; Od. 14, 175; u. in mannichfachen Uebertragungen, ὕλη τρέφει ἄγρια, Il. 5, 52; φάρμακα τρέφει χϑών, die Erde bringt Gifte hervor, 11, 741; vgl. οὐδὲν ἀκιδνότερον γαῖα τρέφει ἀνϑρώποιο, Od. 18, 130; ὕεσσι τρέφει ἀλοιφήν, es macht den Schweinen Fett wachsen, setzt ihnen Fett an, 23, 410; χαίτην τρέφειν, das Haar wachsen lassen, Il. 23, 142; ὃν πόντος τρέφει, Pind. I. 1, 48; ἄμμε ϑρέψει μελέτα, Ol. 9, 106; auch αἰχμὰν ϑρέψε, N. 10, 13; Ἰασονα τρέφε, 3, 51; P. 4, 115; u. med., ἐϑρέψαντο δράκοντες, O. 6, 46; τά νιν ϑρέψαντο, P. 9, 88, wie Aesch. Spt. 19; τεκοῦσα τόνδ' ὄφιν ἐϑρεψάμην, Ch. 915; vgl. Soph. O. R. 1143; Eur. Herc. F. 458; u. in Prosa, Plat. Conv. 212 a u. sonst. – Uebertr. νόσον τρέφειν, Soph. Phil. 784; οἵας λατρείας ἀνϑ' ὅσου ζήλου τρέφει, Ai. 498; ἀεί τιν' ἐκ φόβου φόβον τρέφω, Tr. 28, und in ähnlichen Uebertragungen öfter; vgl. noch ἵνα γνῷ τρέφειν τὴν γλῶσσαν ἡσυχωτέραν, Ant. 1076; das perf. in akt. Bdtg, ὅτι καὶ πόλις τέτροφεν ἄφιλον, = ἔχει, O. C. 186; ὑπήνην, wachsen lassen, Ar. Vesp. 477; oft in Prosa, unterhalten, τὸ ἥμισυ τοῦ στρατοῦ, Thuc. 4, 83; τὰς ναῦς, 8, 44, und sonst oft von Heeren; Plat. vrbdt τρέφειν τε καὶ αὔξειν μέγαν, Rep. VIII, 565 c; τρ. καὶ παιδεύειν, III, 414 d, u. oft; σῖτος, ᾡ ϑρεψόμεϑα, Xen. An. 6, 3, 20; vgl. Cyr. 3, 3, 16; Sp., ἡ ϑρέψασα, das Vaterland, Pol. 4, 17, 12, u. öfter. – Der aor. II. ἔτραφον u. das perf. τέτροφα haben bei Hom. intr. Bdtg : πολλὴ περὶ χροῒ τέτροφεν ἅλμη, viel Salzwasser setzte sich ihm um die Haut fest, Od. 23, 237; ὃς ἐνϑάδε γ' ἔτραφ' ἄριστος, Il. 21, 279, = ἐτράφη; so λέοντε δύω ἐτραφέτην ὑπὸ μητρί, 5, 555, = ἐτραφήτην; u. so steht oft neben einander γενέσϑαι τε τραφέμεν τε, z. B. 18, 436, für τραφεῖν, was = τραφῆναι gebraucht ist; auch Hes. Th. 480; aber freilich ist in ἅμα τράφεν ἠδ' ἐγένοντο, Il. 1, 251 Od. 4, 723, τράφεν Abkürzung von ἐτράφησαν. Nur Il. 23, 90 steht ἔτραφεν in akt. Bdtg, wo aber Spitzner ἔτρεφεν aufgenommen hat, nach 5, 70. Der homer. Gebrauch findet sich auch bei sp. D., wie Callim. Iov. 55, Orph. Arg. 378.
-
6 ἥβη
ἥβη, ἡ, Mannbarkeit; – a) zunächst das körperliche Zeichen derselben, das Schamhaar, auch die Schamgegend selbst, Hippocr.; τῇ τριχώσει τῆς ἥβης Arist. H. A. 5, 14; vgl. Ar. Nubb. 963, wo es von den Knaben heißt in der Palästra εἶτ' αὖ πάλιν αὖϑις ἀνισταμένους συμψῆσαι καὶ προνοῆσαι, εἴδωλον τοῖσιν ἐρασταῖσιν τῆς ἥβης μὴ καταλείπειν. – b) die Zeit der Mannbarkeit, das blühende Jünglingsalter, das blühendste u. kräftigste Alter des Menschen; Hom. Od. 10, 278 νεηνίῃ ἀνδρὶ ἐοικώς, πρῶτον ὑπηνήτῃ, τοῦπερ χαριεστάτη ἥβη; vgl. Il. 24, 348 n. 13, 484, καὶ δ' ἔχει ἥβης ἄνϑος, ὅτε κράτος ἐστὶ μέγιστον; geradezu Jugendkraft, ὅντε (δίσκον) αἰζηὸς ἀφῆκεν ἀνήρ, πειρώμενος ἥβης Il. 23, 432; ὄφρ' ἥβῃ τε πεποίϑεα χερσί τ' ἐμῇσιν Od. 8, 181; δέμας ὤφελλε καὶ ἥβην 16, 174; ἄνϑος ἥβης sagt auch Hes. Th. 988; Pind. P. 4, 158, wie Aesch. Suppl. 649; κεχλάδοντας ἥβᾳ Pind. P. 4, 179; die Jugend, d. i. die Jugendmannschaft, Aesch. Ag. 109 Pers. 719 u. öfter, wie bei Eur. Ion 477 νεηνίδες ἧβαι die Jungfrauen sind; ὁρῶ γὰρ ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν, τὴν δὲ φϑίνουσαν Soph. Tr. 544, wo mehr an Jugendschönheit zu denken, wie in ἥβης ἀπολαῦσαι Ar. Lys. 591 u. öfter; ϑαλερὸς ἥβης χρόνος Eur. El. 20; Ar. setzt entgegen ἐπὶ γήρως, οὐ γὰρ ἐφ' ἥβης, Equ. 522, wie Pind. N. 7, 99 ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραϊ. – Auch in Prosa, ἐπεὶ ἐκ παίδων ἐς ἥβην ὡρμᾶτο, da er zum Jüngling heranwuchs, Xen. Mem. 2, 1, 21; vgl. εἰς ἥβην ἔρχεσϑαι, Eur. Med. 1108, u. ὅταν δ' ἐς ἥβην ἐξικώμεϑα Soph. frg. 517; μέχρι τῶν τετταράκοντα ἀφ' ἥβης, bis zu vierzig Jahren von dem Eintreten der Mannbarkeit an, d. i. bis zum 60. Jahr, Xen. Hell. 6, 4, 17; vgl. 3, 4, 23 ἐκ δὲ τῶν ἱππέων ἐκέλευσε τοὺς δέκα ἀφ' ἥβης ϑεῖν ὁμόσε αὐτοῖς, die zehn Jahre über die Mannbarkeit hinaus sind, um das 30. Jahr, welche Bestimmungsart des Alters bes. bei den Lacedämoniern üblich war; nach Schol. Thuc. 2, 46, der da sagt τοὺς παῖδας ἡ πόλις μέχρις ἥβης ϑρέψει, ist das 18. Jahr als Anfangspunkt der Mannbarkeit zu betrachten, u. so war es bei den Athenern (s. aber Herm. Staatsalterth. §. 123, 3); bei den Spartanern scheint das 20. Jahr dafür angenommen. – Uebertr., Jugendmuth, Jugendfreude, wie Pind. P. 4, 295 ϑυμὸν ἐκδόσϑαι πρὸς ἥβαν, der Schol. erkl. τὴν ψυχὴν ἐκδοῦναι πρὸς φιλοφροσύνην; vgl. Eur. γάνυμαι δὲ δαιτὸς ἥβης, Cycl. 502. S. auch nom. propr. – Von Thieren, Hes. O. 436; von der neuen Schlangenhaut, Nic. th. 138.
-
7 στόμα
τό1) рот; уста (поэт. уст.); 2) пасть; зев; 3) рот, едок;έχει να θρέψει δέκα στόματα — у него на иждивении десять ртов;
4) отверстие;вход, выход, устье (реки; тж. шахты и т. п.);στόμα πηγαδιού — отверстие колодца;
στόμα λιμένος — вход в порт;
στόμα πόταμου — устье реки;
στόμα έλκους (τραύματος) — края язвы (раны);
5) остриё (ножа);6) воен. дуло; жерло;στόμα πυροβόλου — жерло орудия;
7) бот. устьица;§ αισχρό ( — или απύλωτο, άσχημο) στόμα — сквернослов;
γλυκό στόμα — сладкоречивый человек;
του βουλώνω ( — или κλείνω) το στόμα прям., перен. — зажимать, затыкать кому-л. рот;
ανοίγω το στόμα — открывать рот;
решиться говорить;λέει ό, τι τοδρχεται στο στόμα — он говорит, что попало, что придёт ему в голову;
δεν βάζω στο στόμα μου — не брать в рот чего-л.;
από στόμα σε στόμα — из уст в уста;
τον εχουν στο στόμα — быть у всех на устах;
μένω μ' ανοιχτό το στόμα — остаться с открытым ртом (от удивления);
στέκομαι ( — или στέκω) μ' ανοιχτό το στόμα — стоять разинув рот;
δεν τολμώ ν' ανοίξω το στόμα μου — не сметь рта раскрыть;
έχω ένα στόμα — а) обладать даром речи; — б) быть сквернословом;
βάζω κάποιον στο στόμα μου — говорить о ком-л. с осуждением, зло;
злословить на чеи-л. счёт;βγάζω τινά από το στόμα μου — перестать злословить о ком-л.;
μπαίτω στο στόμα κάποιου попасть кому-л. на язычок, стать объектом чьего-л. злословия;βγαίνω από το στόμα τινός перестать быть объектом злословия;μ' ενα στόμα — единогласно;
απ' το στόμα μου το πήρες — предвосхитить чьй-л. слова;
από το στόμα σου και στού θεού τ' αυτί — твоими устами да мед пить;
τα λέμε στόμα με στόμα — говорить конфиденциально, доверительно (с кем-л.);
την έχω τη λέξη στο στόμα μου — это слово вертится у меня на языке;
από στόματος — наизусть;
εν ενί στόματι — единодушно, единогласно
-
8 ἅπας
ᾰπας (ἅπας, ἅπαντα; -αντες, -άντων, -αντας: ἅπασα, -ας, -αν; -αις, -ας: ἅπαν, ἅπαντι, ἅπᾰν; ἁπάντων, ἅπαντα)1 all, every, the whole of A adj.1 c. def. art.a which follows —ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῖς O. 1.30
b which precedesαὐτὸν μὰν ἐν εἰρήνᾳ τὸν ἅπαντα χρόνον ἐν σχερῷ ἡσυχίαν λαχόντ N. 1.69
ἄπορα γὰρ λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.72
2 without art.ἁπάντων καλῶν ἄμμορος O. 1.84
ἐν ἅπαντι κράτει in every success O. 10.82ἅπαν δ' εὑρόντος ἔργον O. 13.17
ἀφθόνητος ἔπεσσιν γένοιο χρόνον ἅπαντα O. 13.26
στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ' ἅπαν νῶτον κεντεῖ P. 1.28
θεὸς ἅπαν ἐπὶ ἐλπίδεσσι τέκμαρ ἀνύεται P. 2.49
ἅπαν νῶτον καταίθυσσον P. 4.83
ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σπουδὰν ἅπασαν have every care for P. 4.276 πάτρῳ τ' ἐπερχόμενος ἀγλαίαν ἅπασαν (Bergk: ἀγλαίαν ἔδειξεν ἅπασαν codd.: ἅπασαν del. byz.) P. 6.46ἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορὸν ἐν τέρμασιν αὐτίκ' ἀγῶνος P. 9.114
ὁ χρυσὸς ἑψόμενος αὐγὰς ἔδειξεν ἁπάσας N. 4.83
οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκής N. 5.16
μυχῷ Ἑλλάδος ἁπάσας N. 6.26
τυχεῖν δ' ἕν ἀδύνατον εὐδαιμονίαν ἅπασαν ἀνελόμενον N. 7.56
χεῖρα · τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις full rein I. 2.22 πίθοι τε πλῆσθεν ἅπαντες *fr. 104b. 5.*3 quasi adv., in every respectτὸ δὲ φυᾷ κράτιστον ἅπαν O. 9.100
νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος N. 8.21
παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος in full flower Θρ. 7. 7, cf. N. 6.2 B subs., everyone, everythingἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα O. 6.48
μία δοὐχἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106
χέρα κυκλώσαις ὑπὲρ ἁπάντων O. 10.72
ἀναπνέομεν δ' οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα N. 7.5
θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη καὶ τελευτὰν ἁπάντων γᾶν ἐπιεσσόμενος N. 11.16
θνᾴσκομεν γὰρ ὁμῶς ἅπαντες I. 7.42
ὀλβίᾳ δ' ἅπαντες αἴσᾳ λυσίπονον τελετάν ( ὄλβιοι δ' λυσιπόνων τελετᾶν coni. Wil.) fr. 131a ad Θρ.. μὴ πρὸς ἅπαντας ἀναρρῆξαι τὸν ἀχρεῖον λόγον fr. 180. 1. C frag. ]ἅπας[ Pae. 10.6
-
9 ἐγώ
ἐγώ ( ἐγώ(ν), μοι, ἐμοί, ἐμίν, με, ἐμέ; ἄμμες, ἄμμι(ν), ἄμμε; νῷν) Apart from its use within direct speech, this pronoun in the singular may normally be referred to both Pindar and chorus, but to the chorus only Pae. 4.21 cf. Fränkel, W & F, 366̆{1}, van Leeuwen, 407̆{15}, 505̆{36}. The plural is never certainly used to represent the singular.1 ἐγώ. ( ἐγών before a vowel P. 3.77, but ἐγώ correpted I. 1.4) “ οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι” O. 4.24καὶ ἐγὼ νέκταρ πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.7
εἰ δ' ἐγὼ κῦδος ἀνέδραμον ὕμνῳ O. 8.54
ἐγὼ δέ τοι ἀγγελίαν πέμψω ταύταν O. 9.21ἐγὼ δὲ κλυτὸν ἔθνος Λοκρῶν ἀμφέπεσον, μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων O. 10.97
ἐγὼ δὲ οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ O. 13.49
διασωπάσομαί οἱ μόρον ἐγώ O. 13.91
ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν ἔλπομαι P. 1.42
ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω P. 3.77
ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω P. 4.67
“ μῆλά τε γάρ τοᾰ ἐγὼ ἀφίημ” P. 4.148ἐγὼ δ' Ἡρακλέος ἀντέχομαι προφρόνως N. 1.33
ἐγὼ δὲ κοινάσομαι N. 3.11
ἐγὼ τόδε τοι πέμπω πόμ' ἀοίδιμον N. 3.76
ἑκόντι δ' ἐγὼ νώτῳ ἄγγελος ἔβαν N. 6.57
ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.20
χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον, ἐγὼ δ ἀστοῖς ἁδὼν N. 8.38
( ἄεθλοι)ὧν ἐγὼ μνασθεὶς ἐπασκήσω κλυταῖς ἥρωα τιμαῖς N. 9.9
ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν N. 11.11
ἀλλἐγω̆ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας ἐθέλω I. 1.14
χαίρετ· ἐγὼ δὲ Ποσειδάωνι περιστέλλων ἀοιδὰν γαρύσομαι I. 1.32
ἐγὼ δ' ὑψίθρονον Κλωθὼ κασιγνήτας τε προσεννέπω ἑσπέσθαι κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου Μοίρας ἐφετμαῖς I. 6.16
τῶ καὶ ἐγώ, καίπερ ἀχνύμενος θυμόν, αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν I. 8.5
ἤτοι καὶ ἐγὼ σκόπελον ναίων διαγινώσκομαι a chorus of Keans speaksΠα.. 21. κλυτοὶ μάντιες Ἀπόλλωνος, ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς Pae. 8.14
σὲ δ' ἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα, fr. 81 ad Δ. 2. ἀλλ' ἐγὼ τάκομαι (as opposed to those not affected by love of Theoxenos) fr. 123. 10. ] νον ἐγὼ[ fr. 140a. 77 (51). ἐγὼ μ[ fr. 140b. 11. μαντεύεο, Μοῖσα, προφατεύσω δ' ἐγώ fr. 150. “ καὶ τότ' ἐγὼ” fr. 168. 4.2 acc. a. με, μ(ε).στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο θεόδματον χρέος O. 3.7
ἅ τε Πίσα με γεγωνεῖν O. 3.9
τεαὶ γὰρ ὧραι μ' ἔπεμψαν μάρτυῤ ἀέθλων O. 4.2
[ δεῖ σάμερόν μ' ἐλθεῖν (μ add. Boeckh met. gr.: om. codd.) O. 6.28]ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει O. 6.83
μὴ βαλέτω με λίθῳ τραχεῖ φθόνος O. 8.55
ἁδόντα δ' εἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν P. 2.96
ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι P. 7.13
Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος P. 9.90
ἀλλά με Πυθώ τε καὶ τὸ Πελινναῖον ἀπύει P. 10.4
ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν; P. 11.39τὰ μακρὰ δ' ἐξενέπειν ἐρύκει με τεθμὸς N. 4.33
εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν N. 4.80
οὐ μέμφεταί μ' ἀνήρ N. 7.64
ἔα με N. 7.75
Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ Pae. 5.44
λίσσομαι ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν Pae. 6.5
Διόθεν τέ με σὺν ἀγλαίᾳ ἴδετε πορευθέντ fr. 75. 7. ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικός χρή [μ]ε λαθεῖν ἀοιδὰν πρόσφορον Παρθ. 2. 3. ὁ Μοισαγέτας με καλεῖ χορεῦσαι Ἀπόλλων fr. 94c. 1. ἀλλὰ θαυμάζω τί με λέξοντι Ἰσθμοῦ δεσπόται fr. 122. 13. Μοῖσ' ἀνέηκέ με fr. 151. οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198. ὦ τάν, μή με κερτόμ[ει (με a papyri correctore deletum metro tamen desideratur) fr. 215. 4. “ Κενταύρου με κοῦραι θρέψαν ἁγναί.” P. 4.103 “ τοί μ' κρύβδα πέμπον” P. 4.111 “ φὴρ δέ με θεῖος Ἰάσονα κικλῄσκων προσαύδα” P. 4.119 “ κοὔ με πονεῖ” P. 4.151 “ ἀλλ' ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀμφιπολεῖ” P. 4.157 “ καὶ ὡς τάχος ὀτρύνει με” P. 4.164 “ ὥσπερ τόδε δέρμα με νῦν περιπλανᾶται θηρός” (Stephanus: μίμνοι codd.: Herakles speaks) I. 6.47b ἐμέ, ἔμ(ε): emphatic, in first position in sentence save in two dubious examples, fr. 6a. e, fr. 75. 13, where perhaps με should be read.ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῖνον χρή O. 1.100
εἴη σέ τε πατεῖν, ἐμέ τε ὁμιλεῖν O. 1.115
ἐμὲ δ' ὦν πᾳ θυμὸς ὀτρύνει φάμεν O. 3.38
ἀλλ' ἐμὲ χρὴ φράσαι O. 8.74
ἐμὲ δ' οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.93
ἐμὲ δὲ χρεὼν φεύγειν δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν P. 2.52
ἐμὲ δ' οὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος P. 9.103
Μξῖσ, ἀνέγειρ' ἐμέ fr. 6a. e. cf. fr. 151. ἐμὲ δ' ἐξαίρετον κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ' *d. 2. 23. ἐναργέα τἔμ ὥστε μάντιν οὐ λανθάνει (van Groningen: νεμέω, νεμεα, τεμεῷ codd. Dion. Hal.) fr. 75. 13. ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν a chorus of girls speaks *parq. 2. 33. “ ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων” O. 1.77 “ ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ δὲ ὑφαίνειν” P. 4.1413 dat.a μοι (correpted O. 2.83, N. 1.21, N. 10.80, Pae. 7.10) πολλά μοᾰ ὑπἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας possessive O. 2.83Μοῖσα δ' οὕτω ποι παρέστα μοι νεοσίγαλον εὑρόντι τρόπον O. 3.4
τόλμα τέ μοι εὐθεῖα γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν possessive. O. 13.11ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἁδύγλωσσος βοὰ O. 13.98
εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι P. 3.110
“ δόμους φράσσατέ μοι σαφέως” P. 4.117 “ ταῦτά μοι θαυμαστὸς ὄνειρος ἰὼν φωνεῖ” P. 4.163μακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν P. 4.247
τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος possessive P. 8.32γείτων ὅτι μοι καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν ὑπάντασεν ἰόντι P. 8.58
ἔνθα μοι ἁρμόδιον δεῖπνον κεκόσμηται N. 1.21
( ῥῆμα)τό μοι θέμεν εἴη N. 4.9
ἄπορα γὰρ λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.72
μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ' ὑποσκάπτοι τις N. 5.19
θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν N. 7.50
εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος N. 8.35
τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.45
βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ N. 10.19
“ ἔσσι μοᾰ υἱός” N. 10.80μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος I. 1.3
ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος I. 4.1
πολλὰ μὲν ἀρτεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει I. 5.47
τέθμιόν μοι φαμί σαφέστατον ἔμμεν I. 6.20
ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος I. 7.37
κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4.μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος Pae. 2.26
λίαν μοι [δέο]ς ἔμπεδον εἴη κεν” possessive Πα... ἔραται δέ μο[ι] γλῶσσα μέλιτος ἄωτον γλυκὺν[ (sc. καταλείβειν simm., Wil.)Πα... ]Χαρίτεσσί μοᾰ ἄγχι θ[ Pae. 7.10
]μη μο[ι Πα. 7B. 7. ἄπιστά μοι δέδοικα Πα. 7B. 45. ] εἰ δέ μοι[ fr. 60a. 3. “ὦ τάλας ἐφάμερε, νήπια βάζεις, χρήματά μοι διακομπέων” fr. 157. δίχα μοι νόος ἀτρέκειαν εἰπεῖν fr. 213. 4. ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν ( ἀγάλλειν e. g. supp. Snell) fr. 215. 5. ethic dat., c. impv.ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων O. 6.22
ἀπό μοι λόγον τοῦτον, στόμα, ῥῖψον O. 9.35
ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα O. 10.1
ἔλα νῦν μοι πεδόθεν I. 5.38
ἐ]να[ισίμ]ῳ νῦν μοι ποδὶ στείχ ων ἁγέο Παρθ. 2. 66. cf.καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι ποινὰν τεθρίππων P. 1.59
b ἐμοί, emphatic form, never ethic, once possessive P. 5.76ἐμοὶ δ' ἄπορα γαστρίμαργον μακάρων τιν εἰπεῖν O. 1.52
ἀλλ' ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος ὑποκείσεται O. 1.84
ἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει O. 1.111
ὣς ἐμοὶ φάσμα λέγει O. 8.43
βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος παρέχοντι P. 2.66
“ τοῦτ' ἔργον ἐμοὶ τελέσαις —” P. 4.230 φῶτες Αἰγείδαι, ἐμοὶ πατέρες (v. Wil., Pind., 477f; Fränkel, D & P, 485̆{2}) P. 5.76ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.48
ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ N. 4.41
“καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξ” N. 10.77 “εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ” (supp. Boeckh: om. codd.) N. 10.84ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς I. 6.56
ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν ( ἀλλ' ἐμὲ coni. Boehmer) I. 8.11ἐμο[ὶ δ] Pae. 2.102
“ ἐμοὶ δ' ὀλίγον δέδοται” a chorus of Keans speaks Πα... ἐμοὶ δὲ τοῦτον διέδω[κ.ν] ἀθάνατον πόνον *pa. 7B. 21.c ἐμίν. [κατ' ἐμὶν coni. Schr.: κατά τιν codd. P. 8.68] ]τὶν μὲν [πά]ρ μιν[] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Pae. 10.19
cf. Σ Ar., Av. 931: χλευάζει τῶν διθυραμ- βοποιῶν τὸν συνεχῆ ἐν τοῖς τοιούτοις δωρισμὸν καὶ μάλιστα τὸν Πίνδαρον συνεχῶς λέγοντα ἐν ταῖς αἰτήσεσι τὸ ἐμίν fr. 298, Schr.4 ἄμμες, Aeolic nom. pl. “ τρίταισιν δ' ἐν γοναῖς ἄμμες αὖ κείνων φυτευθέντες” (v. 1. ἀμὲς) P. 4.1445 ἄμμε, acc. pl.: us i. e. mankindμία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106
καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6
6 ἄμμιν, ἄμμι, dat. pl. “λῦσον, ἄμμιν μή τι νεώτερον ἀναστάῃ” P. 4.155 “ καρτερὸς ὅρκος ἄμμιν μάρτυς ἔστω Ζεῦς” P. 4.167 ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν κελαδῇσαι i. e. for Pindar and his fellow Thebans I. 1.52 ἄμμι δ' πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον i. e. to the chorus and the victor I. 7.49 ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός i. e. for us Greeks I. 8.10 “ μηδὲ Νηρέος θυγάτηρ νεικέων πέταλα δὶς ἐγγυαλιζέτω ἄμμιν.” I. 8.44 μὴ προφαίνειν, τίς φέρεται μόχθος ἄμμιν (probably the fragment is part of some speech) fr. 42. 2.7 νῷν dual dat. “ οὐ πρέπει νῷν τιμὰν δάσασθαι” (νῶ(ι)ν, νῶ(ι) codd.) P. 4.147 ] ο νῶιν[ (σὺν τῷ ϊ. Σ.) P. Oxy. 841. fr. 94. 2. -
10 εἷς
a one opposed to other numbers.ἑπτὰ παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον ἔτεκεν O. 7.73
τρεῖς, οἱ δύο μὲν εἷς δ O. 8.40
ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, μία δ' ἐκπρεπὴς ΔιὸςὈλυμπιάς P. 7.14
ἔγαμεν ὑψιθρόνων μίαν Νηρείδων N. 4.65
λαβὼν δ' ἕν[α] φῷ[τ]ᾳ (supp. Lobel) fr. 169. 20.ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.81
b singleπῦρ ἐξ ἑνὸς σπέρματος ἐνθορὸν ἀίστωσεν ὕλαν P. 3.36
cf. N. 6.1 infra.ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ N. 7.14
τυχεῖν δ' ἕν ἀδύνατον εὐδαιμονίαν ἅπασαν ἀνελόμενον N. 7.55
ἀλλ' ἁμέρᾳ γὰρ ἐν μιᾷ I. 4.16
c one and the sameἐν δὲ μιᾷ μοίρᾳ χρόνου ἄλλοτ' ἀλλοῖαι διαιθύσσοισιν αὖραι O. 7.94
κράτησαν μίαν ἔργον ἀν' ἁμέραν O. 9.85
μία δοὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106
ἁλίῳ ἀμφ' ἑνί O. 13.37
“ μία βοῦς Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ θρασυμήδει Σαλμωνεῖ” P. 4.142πατρὸς δ' ἀμφοτέραις ἐξ ἑνὸς ἀριστομάχου γένος Ἡρακλέος βασιλεύει P. 10.2
ἓν ἀνδρῶν ἓν θεῶν γένος· ἐκ μιᾶς δὲ πνέομεν ματρὸς (v. Kornitz, Hermes, 1961, 370: Soph., fr. 591.) N. 6.1 ] μιᾷ δ' ἐπὶ θήκᾳ[ fr. 169. 49. -
11 μελέτα
μελέτα (-α, -ᾳ, -αν; -αις.)a taking pains, resolution, diligenceἐν θυμῷ πιέσαις χόλον οὐ φατὸν ὀξείᾳ μελέτᾳ O. 6.37
ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54
Λάμπων δὲ μελέταν ἔργοις ὀπάζων Ἡσιόδου μάλα τιμᾷ τοῦτ' ἔπος (v. Ἡσίοδος) I. 6.66b object of care, concern, preoccupationμία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.107
μελέταν δὲ σοφισταῖς Διὸς ἕκατι πρόσβαλον σεβιζόμενοι (sc. ἥροες: matter for thought) I. 5.28 pl., Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ' ἀείδων ἔμολον among my (poetic) preoccupations O. 14.18 -
12 οὐ
οὐ (1οὔ O. 7.48
:κοὐ P. 4.151
)1 negatives vb., sent.aοὐκ ἐδυνάσθη O. 1.56
ἀλλ' οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν χῶρος O. 3.23
οὔ μιν διώξω O. 3.45
οὐ ψεύδει τέγξω λόγον O. 4.17
ἀλλά μιν οὐκ εἴασεν O. 7.61
κατακρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν O. 8.79
θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν O. 10.42
Νέμεά τ' οὐκ ἀντιξοεῖ O. 13.34
σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν O. 13.46
οὐ ψεύσομ O. 13.52
οὐ χρὴ O. 13.94
οὐ φθίνει P. 1.94
οὔ οἱ μετέχω θράσεος P. 2.83
οὐκ ἔμειν P. 3.16
οὐχ ἅπτεται P. 3.29
τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται P. 3.82
οὐκ ἐς μακρὸν ἔρχεται P. 3.105
τὸν μὲν οὐ γίνωσκον P. 4.86
“ οὐ πρέπει” P. 4.147οὐκ ἐόλει P. 4.233
οὐκ ἀπέριψεν P. 6.37
τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται P. 8.76
τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; P. 8.95 “ οὐ κεχείμανται” P. 9.32οὐκ ἀποδαμεῖ P. 10.37
οὐ φαίνεται P. 12.29
οὐκ ἔραμαι N. 1.31
οὐκ ἐλεγχέεσσιν ἐμίανε N. 3.15
τῶν οὐκ ἄπεσσι N. 3.76
Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν N. 4.69
οὐ νέοντ N. 4.77
οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ N. 5.1
οὐ σπανίζει N. 6.31
οὔ κεν ἔπαξε N. 7.25
οὐκ ἔχω εἰπεῖν N. 7.56
οὐκ ἀποβλάπτει N. 7.60
οὐ μέμψεται N. 7.64
χειρόνεσσι δ' οὐκ ἐρίζει N. 8.22
ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.45
οὐκ ἔστι πρόσωθεν (Boehmer: οὐκέτι πόρσω, οὐκ ἔστι πρόσω codd.) N. 9.47οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν N. 10.50
οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν N. 10.89
οὐχ ἕπεται N. 11.43
οὐ φράζεται I. 1.68
οὐκ ἐμέμφθη I. 2.20
οὐ κατελέγχει I. 3.14
οὐ φείσατο I. 6.33
γλῶσσα δ' οὐκ ἔξω φρενῶν I. 6.72
ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶνπραπίδες I. 8.30
οὐ κατέφθινε I. 8.46
οὐ κατελέγχει I. 8.65
οὐ ψεῦδος ἐρίξω fr. 11.οὐκ ἤθελεν Pae. 4.28
οὐ τόλμα Pae. 6.94
οὔ κεν ἐς ἀπλακ[ Pae. 18.6
ο]κ ἐννέπει (supp. Snell) fr. 60. b. 15. οὐ λανθάνει fr. 75. 13. οὐ πέπαται fr. 105b. 2. ]κράνας ο[ὐ π]ρολείπει[ (supp. Lobel) Θρ.. 1. οὐκ ἔστιν fr. 134. οὐ φίλων ἐναντίον ἐλθεῖν (καὶ, καὶ οὐδὲ vv. ll.) fr. 229. οὐκ ἔλιπον fr. 236.b οὐκ ἀλλά (v. also ἀλλά).οὐ χθόνα ταράσσοντες ἀλλὰ O. 2.63
οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλ' ἅμα πρώτοις O. 8.45
οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον ἀλλὰ P. 2.26
“ κοὔ με πονεῖ ἀλλὰ” P. 4.151ὃς οὐ ἀλλ P. 5.27
P. 5.76, I. 1.26, I. 4.49οὕνεκεν οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν, ἀλλ' κατερεῖς Pae. 6.127
cοὐ γάρ. οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλ I. 1.26
οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν, ἀλλ I. 4.49
οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει fr. 61. 3. οὐ γὰρ εικ[ P. Oxy. 2442, fr. 68.d οὐ γε, qualifying subord. cl.πόρθησε τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ, οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἕλεν N. 4.28
2 combined with other neg.οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ οὐδὲ πόντιον ὕδωρ O. 2.63
κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς P. 3.30
αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὐκ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε παῤ ἀντιθέῳ Κάδμῳ P. 3.87
“ οὔ τι οὐδὲ μὰν” P. 4.87πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσεται P. 5.54
οὔ μιν ἄλυξεν, οὐδὲ μὰν βασιλεὺς Γιγάντων P. 8.16
Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ P. 8.37
ἄνευ σέθεν οὐ φάος, οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν τεὰν ἀδελφεὰν ἐλάχομεν N. 7.3
ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν οὐδ ἀνέχασσαν N. 10.68
ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ οὐκ ἐθέλει ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.40
ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις I. 2.6
οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται I. 2.33
πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος ἥρωος οὐδ' ἅτις Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.25
τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες I. 9.5
οὐ πενθέων δ' ἔλαχον, λτ;οὐγτ; στασίων (supp. et add. e Plutarcho et Σ pap. Blass) Πα... κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει fr. 222. 2. τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος fr. 232. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.3a c. part.κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος O. 2.96
ἔργῳ τ' οὐ κατὰ εἶδος ἐλέγχων ἐξένεπε O. 8.19
ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67
βασιλεὺς οὐ φθονέων ἀγαθοῖς P. 3.71
οὐκ ἐρίζων P. 4.285
οὐκ ἀτιμάσαντα P. 9.80
οὐ λαθὼν χρυσόθρονον Ἥραν N. 1.37
καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6
ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46
οὐκ ἐθελο[ Πα. 7B. 43. οὐκ ἰδυῖα fr. 182.καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48
b c. adj.ὁ μέγας δὲ κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει O. 1.81
χόλον οὐ φατὸν O. 6.37
οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.86
οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον O. 9.104
μία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106
χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος P. 1.59
χόλος δ' οὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός P.3.11.οὐκ ἀποδάμου Ἀπόλλωνος τυχόντος P. 4.5
“ οὐ ξείναν γαῖαν ἄλλων” P. 4.118 “σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν” P. 9.42λαχόντες οὐκ ὀλίγαν δόσιν P. 10.20
ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον P. 11.29
τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν P. 12.30
θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί N. 1.23
οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον N. 4.21
πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας N. 6.14
ἀναπνέομεν δ' οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα N. 7.5
οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ N. 7.49
οὐ τραχύς εἰμι N. 7.76
οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν N. 10.45
ἁνία τἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ I. 1.15
οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω I. 2.12
οὐκ ἀγνῶτες I. 2.30
ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς I. 7.22
ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν I. 7.37
ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον I. 8.70
ο]ὐκ αἰσχρὸν πάθοις[ Πα. 13. b. 6. ]τον οὐ ῥητ[ὸ]ν[ Πα. 17. a. 4. ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον, ἀλλὰ Παρθ. 2.. λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (οὐ add. Coraes: παῦρος pro πολλὸς coni. Schr.) fr. 168. 6. στρατὸς οὐκ ἀέκ[ων (supp. Lobel) fr. 169. 52. οὐκ ἄναλκις, ὡς τόσον ἀγῶνα δῦναι ?fr. 342.4 c. subs.πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών N. 1.18
θεράπων δέ οἱ, οὐ δράστας ὀπαδεῖ P. 4.287
ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα, οὐ σθένος fr. 38.5 c. adv.aὄπιθεν οὐ πολλὸν O. 10.36
οὐχ ὁμῶς I. 3.6
bοὔ ποτε. ὁ χάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ P. 10.27
οὔ ποτ' ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41
τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102
6 c. prep., in meiosis.οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλ O. 8.45
ἇς οὐκ ἄτερ P. 2.7
οὐκ ἄτερ τέχνας P. 2.32
“ οὐ κατ' αἶσαν” P. 4.107οὐ θεῶν ἄτερ, ἀλλὰ P. 5.76
οὐ Χαρίτων ἑκάς P. 8.21
αἰσιᾶν οὐ κατ' ὀρνίχων ὁδόν N. 9.19
οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν I. 5.20
οὐ πὰρ σκοπόν fr. 6a. g.7 c. inf.χρὴ δὲ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν P. 2.88
8a οὔπω, v. πω.bοὔτοι, οὔ τοι. οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι O. 9.12
οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκές N. 5.16
οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν, οὐδ' ὁπόσαι δαπάναι ἐλπίδων ἔκνιξ ὄπιν† I. 5.58 οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a.c οὔ τις, (cf. οὔτις)πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.31
, cf. O. 12.7πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσσεται P. 5.54
ἕτερον οὔ τινα οἶκονἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων N. 6.25
cf. τί δ' οὔ τις; P. 8.95d οὔ τί που. οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων, οὐδὲ μὰν” P. 4.879 frag. οὐκ ἂν παρ[ Θρ. 2. 3. -
13 διατρέφω
A- θρέψω D.C.63.27
:—breed up, support, dub.l. in Arar.16; τὸ τέχνιον ἡμᾶς -θρέψει D.C.l.c.;τινὰ ἀπό τινος X.Mem. 2.7.6
; δ. σπουδαίως keep patient well nourished, Aët.16.36:—[voice] Pass., to be sustained continually, Th.4.39; to be maintained, BGU 1024vii 14 (iv A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατρέφω
-
14 Κῶς
AΚῶν Il.2.677
; [full] Κόωνδε, Adv. to Cos, 14.255, 15.28; cf. Κῷος, Κῳακός:—prov., ὃν οὐ θρέψει K.,ἐκεῖνον οὐδὲ Αἴγυπτος Eust.983.33
. -
15 μελέτη
μελέτ-η, ἡ,A care, attention, Hes.Op. 412, Epich. [284]: pl., Emp.110.2: c. gen. objecti, μ. πλεόνων care for many things, Hes.Op. 380; μελέτην τινὸς ἐχέμεν, = μελετᾶν, ἐπιμελεῖσθαι, ib. 457; ἔργων ἐκ πολλοῦ μ. long-continued attention to action, Th.5.69: c. gen. subjecti, care taken by one,θεῶν μελέτῃ S.Ph. 196
(anap.); of a trainer, B.12.191: abs.,μελέτῃ κατατρύχεσθαι E.Med. 1099
(anap.): pl., Emp.131.2.2 Medic., treatment, Hp.Fract.31, 35 (pl.), Art.50.II practice, exercise,ὀξεῖα μ. Pi.O.6.37
;ἔχων μ. Id.N.6.54
; ἡ δι' ὀλίγου μ. their short practice, Th.2.85; πόνων μ. painful exercises, of the Spartan discipline, ib.39;μάθησις καὶ μ. Pl.Tht. 153b
;μ. θανάτου Id.Phd. 81a
;ἡ ἐγκύκλιος τῶν προπαιδευμάτων μ. Ph.1.157
.b in a military sense, exercise, drill, μετὰ κινδύνων τὰς μελέτας ποιεῖσθαι to go through one's exercises in actual war, Th.1.18;ταῖς τῶν πολεμικῶν μ. Id.2.39
;μ. ἐν ὅπλοις ποιεῖσθαι IG22.1028.19
, al.c freq. of orators, rehearsal, declamation, , al.; of actors, νήστεις ὄντες τὰς μ. ποιούμενοι making their rehearsals, Arist.Pr. 901b3.d matter for discussion,μ. σοφισταῖς προσβαλεῖν Pi.I.5(4).28
; branch or object of study, Pl.Grg. 500d, al.;ὁ νόμος σου μ. μού ἐστιν LXX Ps.118(119).77
.2 later, theme, lecture, Str.1.2.2, Plu.2.41d, Luc.Rh.Pr.17; declamation,μελέτῃσί τ' ἄριστον IG3.625
;τὰς μ. μισθοῦ ποιεῖσθαι Philostr.VS1.21.5
.2 habit, Hp.Mul.1.17;ἢν ἐς μελέτην ἥκῃ τοῦ κακοῦ ὥνθρωπος Aret.CA1.5
; ἐν μ. γίγνεσθαι ψόφων become accustomed to noises, Stob.App.p.22 G.IV threatening symptom or condition, of disease,μελέτη καὶ προοίμιον ἐπιληψίας Posidon.
ap. Aët. 6.12;ὀδύνη.. μ. λύσεως Aët.5.100
, cf. Steph. in Hp.1.191 D. -
16 στέφανος
A that which surrounds or encompasses, πάντῃ γάρ σε περὶ σ. πολέμοιο δέδηεν the circling fight, Il. 13.736; of the wall round a town, Pi.O.8.32;σ. πόλεος Anacr.72
, cf. Orph.A. 761, 897; cf.στεφάνη 1.2
; καλλίπαις ς. circle of fair children, E.HF 839.II crown, wreath, chaplet, h.Hom.7.42; χρύσεος ib.32.6;στεφάνους.. ἄνθεα ποίης Hes. Th. 576
, cf. Pi.P.4.240;κισσίνους σ. δρυός τε E. Ba. 703
; δάφνας ς. Isyll.19; ῥόδινος, ῥοδόεις, Anacr.83, Theoc.7.64;ἀνθεμεῦντες Anacr.62
;πλεκτὸν σ. ἐκ λειμῶνος φέρω E.Hipp.73
, cf. Xenoph.1.2; (lyr.);κιττοῦ καὶ ἴων Pl.Smp. 212e
;φιλύρας Xenarch.13
, etc.; (lyr.); σ. εἴρειν, πλέκειν, ἀνείρειν, Pi.N.7.77, I.8(7).74, Ar.Ach. 1006;ὑφαίνειν Plu.2.646e
;πέρθεσθαι φόβαισι Sapph.78
, cf. E.Med. 984 (lyr.); θεῖσα ἀμφὶ βοστρύχοις ib. 1160; ;περιθεῖναι σ. τινί Ar.Eq. 1227
;χρυσῷ σ. ἀναδῆσαί τινα Th. 4.121
; ; μύρα, στεφάνους ἑτοίμασον for a feast, Men. 273, cf. Amphis 9.4, Alex.250, etc.; hung at the door on festive occasions, Ephipp.3.2.b in pl., οἱ ς. the garland-market, Antiph.83.2 crown of victory at the public games, Pi.O.8.76; τῆς ἐλαίης τὸν διδόμενον ς. Hdt.8.26;νικᾶν παγκρατίου στέφανον Pi.N.5.5
, cf. I.1.21;σ. ἔλαχεν Id.O.10(11).61
; ὁ ἐπὶ τοῦ ς., title of an officer who had charge of these matters in Roman times, IGRom.4.1435.15 ([place name] Smyrna).b honorary wreath or crown, freq. worked in gold, awarded for public services in war or peace, IG12.110.10, 22.212.24, 338.19, al., Pl.Lg. 943c, Aeschin. 2.46, OGI49.7 (Egypt, iii B.C.), al., Callix.2: such crowns were freq. dedicated in temples, IG22.1386.33, cf. 11(2).199 B 60, al. (Delos, iii B.C.); περὶ τοῦ ς., title of D.18, cf. Aeschin.3.187, al.: metaph., prize, reward, αὑτῷ μὲν σ. περιθείς, Σαμίοισι δὲ κῦδος Epigr. ap.Hdt.4.88;τοὺς παῖδας.. δημοσίᾳ ἡ πόλις θρέψει, ὠφέλιμον ς... τῶν.. ἀγώνων προτιθεῖσα Th.2.46
; τοῦδε γὰρ ὁ ς. his is the prize (or perh. for (bringing) him the prize is offered), S.Ph. 841 (hex.).c σ. πυργωτὸς καὶ οὐαλλάριος,= Lat. corona muralis et vallaris, a Roman military decoration, OGI560.10 (Tlos, i A.D.); σ. τειχικός ib.540.19 (Pessinus, i A.D.).3 crown of glory, honour,οὐκ ἂν αἰσχυνθείην εἰπὼν στέφανον τῆς πατρίδος εἶναι τὰς ἐκείνων ψυχάς Lycurg.50
; ἐλευθερίας ἀμφέθετο ς. Simon.98;σ. εὐκλείας μέγας S.Aj. 465
, cf. Pi.P.1. 100, E.Supp. 315;μέγας γάρ σοι ὁ σ. ἐστιν ὑπὸ πάντων εὐλογεῖσθαι PSI 4.405.4
(iii B.C.); σ. ζωῆς, δόξης, Ep.Jac.1.12, 1 Ep.Pet.5.4; ὁ τῆς δικαιοσύνης ς. 2 Ep.Ti.4.8.ἀνδρὸς στέφανος παῖδες Hom.Epigr.13
, cf. E. IA 194 (lyr.), 1 Ep.Thess.2.19.4 crown as a badge of office, D.21.32;πέπαυνται ἄρχοντες καὶ τοὺς σ. περιῄρηνται Id.26.5
;ὁ βασιλεὺς ὅταν δικάζῃ περιαιρεῖται τὸν σ. Arist.Ath.57.4
; ὁ σ. οὗτος, of the office of ἀρχιερεὺς Ἀσίας, Philostr.VS 1.21.2, cf. OGI470.21 (Asia Minor), Lib. Or.53.4; ἔχειν τὸν ς. to be in office, SIG1007.22 (Pergam., ii B.C.); ἡ ἀπόθεσις τῶν ς. ib.900.16 (Panamara, iv A.D.);ἀναδήσασθαι τὸν σ. τοῦτον POxy. 1252v
.20 (iii A.D.): v. στεφανηφόρος 11,στεφανόω 11.5
.5 in Egypt, money gift to the sovereign, levied by the state, PTeb.746.24 (iii B.C.), PSI4.388.5 (iii B.C.), PCair.Zen.36.27 (iii B.C.), etc.; like wise in Syria, LXX 1 Ma. 10.20; also of similar gifts to a court favourite, PFay.14 (ii B.C.), cf. Ostr.Bodl. i202 (ii B.C.).6 τὰς εἰς τὸν σ. ἐπαγγελίας οὐκ ἔλαβον,= aurum coronarium non accepi, Mon.Anc.11.22, cf.PFay.20.7 (iii/iv A.D.).7 donation, euphemism for a bribe,διεθέντος μου ὑπάρξει σοι εἰς σ. τάλαντα δεκαπέντε PGrenf.1.41.2
(ii B.C.), cf. OGI221.6 (Ilium, iii B.C.), PGoodsp.Cair. 5.5 (ii B.C.); gratuity, bonus, PFlor.74.14 (ii A.D.).8 the constellation Corona, Epimenid.25, Arist.Mete. 362b10, Arat.71, PHib. 1.27.58, 187 (iii B.C.);σ. τόν τε κλείουσ' Ἀριάδνης A.R.3.1003
.10= δάφνη Ἀλεξανδρεία, Dsc.4.145; Ἡλίου σ.,= ἅλιμος, Ps.-Dsc.1.91.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στέφανος
-
17 ἥβη
ἥβη, ἡ, Mannbarkeit; – (a) zunächst das körperliche Zeichen derselben, das Schamhaar, auch die Schamgegend selbst. (b) die Zeit der Mannbarkeit, das blühende Jünglingsalter, das blühendste u. kräftigste Alter des Menschen; geradezu Jugendkraft; die Jugend, d. i. die Jugendmannschaft; νεηνίδες ἧβαι die Jungfrauen; ὁρῶ γὰρ ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν, τὴν δὲ φϑίνουσαν, wo mehr an Jugendschönheit zu denken; ἐπεὶ ἐκ παίδων ἐς ἥβην ὡρμᾶτο, da er zum Jüngling heranwuchs; μέχρι τῶν τετταράκοντα ἀφ' ἥβης, bis zu vierzig Jahren von dem Eintreten der Mannbarkeit an, d. i. bis zum 60. Jahr; ἐκ δὲ τῶν ἱππέων ἐκέλευσε τοὺς δέκα ἀφ' ἥβης ϑεῖν ὁμόσε αὐτοῖς, die zehn Jahre über die Mannbarkeit hinaus sind, um das 30. Jahr, welche Bestimmungsart des Alters bes. bei den Lacedämoniern üblich war; τοὺς παῖδας ἡ πόλις μέχρις ἥβης ϑρέψει, ist das 18. Jahr als Anfangspunkt der Mannbarkeit zu betrachten, u. so war es bei den Athenern; bei den Spartanern scheint das 20. Jahr dafür angenommen. Übertr., Jugendmut, Jugendfreude. Von Tieren; von der neuen Schlangenhaut -
18 τρέφω
τρέφω fut. θρέψω; 1 aor. ἔθρεψα. Pass.: aor. ἐτράφην LXX; ptc. τραφείς; pf. ptc. τεθραμμένος (Hom.+).① to care for by providing food or nourishment, feed, nourish, support animals (X., Mem. 2, 9, 2; Is 7:21; PsSol 5:9) or humans (PsSol 5:11; TestJob 10:3; Ar. 7, 1) w. acc.: Mt 6:26; 25:37; Lk 12:24; Rv 12:6, 14 (pass.); B 10:11. Occasionally also of plants (Il. 18, 57) ἡ πτελέα ὕδωρ ἔχουσα τρέφει τὴν ἄμπελον Hs 2:8.—Of mothers’ breasts that nurse or nourish (cp. Od. 12, 134; Hdt. 1, 136; PRyl 178, 5) Lk 23:29 (abs.). ἐθρέψατε τὰς καρδίας ὑμῶν you have fattened yourselves by revelry Js 5:5. In imagery of Paul πόλλους θρέψει τῷ λόγῳ AcPl Ha 7, 6. In διὰ τὸ τρέφεσθαι αὐτῶν (i.e. the inhabitants of Tyre and Sidon) τὴν χώραν ἀπὸ τῆς βασιλικῆς, τρέφεσθαι can be either mid. or pass. because their country supported itself or was supported (by importing grain) from the king’s country Ac 12:20 (X., An. 7, 4, 11 has the mid. τρέφεσθαι ἐκ τῶν κωμῶν).② to care for children by bringing them up, rear, bring up, train (Hom.+; 1 Macc 3:33; 11:39; Jos., Ant. 2, 209) τινά someone Hv 1, 1, 1. Pass. grow up (Diod S 4, 81, 1; Aelian, VH 12, 1 p. 117, 2 H.; Jos., C. Ap. 1, 141; Just., A I, 57, 1) Ναζαρά, οὗ ἦν τεθραμμένος Lk 4:16 (s. ἀνατρέφω a). τραφέντα ἐν Ναζαρά AcPl Ha 8, 29.—CMoussy, Recherches sur τρέφω et al., ’69. Schmidt, Syn. IV 98–105. DELG. M-M. Spicq. Sv.
См. также в других словарях:
θρέψει — θρέψις nourishing fem nom/voc/acc dual (attic epic) θρέψεϊ , θρέψις nourishing fem dat sg (epic) θρέψις nourishing fem dat sg (attic ionic) τρέφω thicken aor subj act 3rd sg (epic) τρέφω thicken fut ind mid 2nd sg τρέφω thicken fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
ανθολόγημα — το 1. μάζεμα, συλλογή λουλουδιών 2. (φυτοκομία) το κόψιμο, το αραίωμα των μπουμπουκιών ενός φυτού για να ενισχυθεί το φυτό και να μπορέσει να θρέψει τα υπόλοιπα, κορφολόγημα … Dictionary of Greek
εύσιτος — εὔσιτος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλή όρεξη 2. αυτόν τον οποίο μπορεί κάποιος να θρέψει εύκολα («εὔσιτον ζῷον», Φιλόστρ.) 3. αυτός που έχει καλό εφοδιασμό τροφίμων («εὔσιτοι κῶμαι», Φιλόστρ.) 4. εκείνος που διεγείρει την όρεξη, ο ορεκτικός 5.… … Dictionary of Greek
θαλασσοπνίγω — 1. πνίγω κάποιον στη θάλασσα 2. μέσ. θαλασσοπνίνομαι·α) πνίγομαι στη θάλασσα ή κινδυνεύω να πνιγώ από τρικυμία ή υποφέρω παλεύοντας με τα κύματα β) υφίσταμαι ταλαιπωρίες στη ζωή μου («θαλασσοπνίγεται για να θρέψει τα παιδιά του») 3. (μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
κελεός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους πρώτους τέσσερις βασιλιάδες της Ελευσίνας. Φιλοξένησε στα ανάκτορά του τη Δήμητρα, η οποία του δίδαξε τα μυστήρια της λατρείας της και του έδωσε, για πρώτη φορά, το αξίωμα του ιερέα. 2. Ήρωας της… … Dictionary of Greek
κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… … Dictionary of Greek
παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… … Dictionary of Greek
τεθριπποτρόφος — ον, Α 1. αυτός που τρέφει ή μπορεί να θρέψει τέσσερα άλογα για το άρμα του 2. (κατ επέκτ.) εύπορος, πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέθριππος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. προβατο τρόφος] … Dictionary of Greek
τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… … Dictionary of Greek
υπερκατοικημένος — η, ο, Ν 1. (ζωολ. οικολ.) (για περιβάλλον) αυτός στον οποίο ο ζωικός πληθυσμός υπερβαίνει τον πληθυσμό που μπορεί να θρέψει και να προμηθεύσει με οξυγόνο 2. (κοινων.) (για οικισμό ή περιοχή) αυτός τού οποίου ο πληθυσμός είναι πολυάριθμος σε σχέση … Dictionary of Greek