Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Κόωνδε

См. также в других словарях:

  • κόωνδε — (Α) επίρρ. προς την νήσο Κω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κόων, αιτ. εν. τού Κόως, επικ. τ. τού Κῶς + επιρρμ. κατάλ. δε , δηλωτική τής προς τόπον κινήσεως (πρβλ. Πύλον δε, Ωκεανόν δε)] …   Dictionary of Greek

  • Κόωνδε — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόωνδ' — Κόωνδε , Κόωνδε indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»