-
1 Κόωνδε
Κόωνδεindeclform (adverb) -
2 Κόωνδε
-
3 Κόωνδε
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Κόωνδε
-
4 Κόωνδ'
Κόωνδε, Κόωνδεindeclform (adverb) -
5 Κῶς
AΚῶν Il.2.677
; [full] Κόωνδε, Adv. to Cos, 14.255, 15.28; cf. Κῷος, Κῳακός:—prov., ὃν οὐ θρέψει K.,ἐκεῖνον οὐδὲ Αἴγυπτος Eust.983.33
. -
6 Κῶς
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Κῶς
См. также в других словарях:
κόωνδε — (Α) επίρρ. προς την νήσο Κω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κόων, αιτ. εν. τού Κόως, επικ. τ. τού Κῶς + επιρρμ. κατάλ. δε , δηλωτική τής προς τόπον κινήσεως (πρβλ. Πύλον δε, Ωκεανόν δε)] … Dictionary of Greek
Κόωνδε — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόωνδ' — Κόωνδε , Κόωνδε indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)