Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

θεσπίσματα

См. также в других словарях:

  • θεσπίσματα — θέσπισμα oracles neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπίσματ' — θεσπίσματα , θέσπισμα oracles neut nom/voc/acc pl θεσπίσματι , θέσπισμα oracles neut dat sg θεσπίσματε , θέσπισμα oracles neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • богогласьѥ — БОГОГЛАСЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Пророчество: Иже не смысливше. разума апостольска. ни глоубины моудрости дозрѩще. ѥже глоубѣ протолъковати ап҃лка бг҃огла(с)ѩ. безбѣдно мнѩще. в бѣдѣ суть. (τὰ... ϑεσπίσματα) ПНЧ XIV, 93г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εξελίσσω — (Α ἐξελίσσω, αττ. τ. ἐξελίττω) με αλλεπάλληλες μεταβολές μετασχηματίζω κάτι («η βιομηχανία εξελίχθηκε ραγδαία») νεοελλ. μετατρέπομαι, αλλάζω («ἐξελίσσεται σὲ λαμπρὸ ἐπιστήμονα») αρχ. 1. ξετυλίγω, ανοίγω («ἐξελίξας περιβολὰς σφραγισμάτων», Ευρ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • θέσπισμα — το (ΑΜ θέσπισμα) [θεσπίζω] νεοελλ. 1. νομοθέτημα 2. (κατ επέκτ.) διάταγμα 3. πράξη ή απόφαση πανεπιστημιακής συγκλήτου 4. στον πληθ. τα θεσπίσματα εκτελεστικά διατάγματα που εκδόθηκαν από την προσωρινή κυβέρνηση μετά την μεταπολίτευση τού 1862 5 …   Dictionary of Greek

  • θεοδόσιος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Θ. ο Μέγας (Ισπανία 346 – Μιλάνο 395). Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (379 395) και μετά το 388 και της Δυτικής. Στην Ανατολή διαδέχθηκε τον Βαλέντιο –που βρήκε τραγικό τέλος στην… …   Dictionary of Greek

  • ИКОНОМИЯ — [греч. οἰκονομία, букв. «домостроительство»], один из важнейших принципов церковного правотворчества, правоприменительной практики и душепопечения. В наст. время под И. понимается обычно отступление от безусловного и точного исполнения… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»