Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ταρσούς

См. также в других словарях:

  • Ταρσούς — Ταρσός frame of wicker work masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρσούς — ταρσός frame of wicker work masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάρσους — ταρσόω provide with a imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CRATES Harundineae — Graecis ταρσοί, dicebantur viminea texta; super quibus siccabantur casei, uti videre est supra, ubi de Caseo. Aliu i quid erant ταρσοὶ καλάμων, apud Herodot. Musâ 1. texta videl. cannarum seu cannicia, quae, in Babyloniis muris, singulis laterum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τετραονίδες — (Tetraonidae). Οικογένεια ορνιθόμορφων πτηνών, από μέτριο έως μεγάλο μέγεθος. Χαρακτηριστικό των πουλιών αυτών είναι το φτέρωμα, που έχουν στους ταρσούς των ποδιών τους και η δερμική πτυχή ανάμεσα στα δάκτυλά τους, που αυξάνει την επιφάνεια… …   Dictionary of Greek

  • ορνιθόμορφα — Λέγονται και ορνιθοειδή. Τάξη πουλιών που αποτελείται ολόκληρη σχεδόν από την υπόταξη των αλεκτόρων. Τα ο. περιλαμβάνουν μερικά είδη που εκτρέφονται από τον άνθρωπο και πολλά άγρια που υφίστανται κατά κανόνα εντατικό κυνήγι. Αν και οι διαστάσεις… …   Dictionary of Greek

  • LUTUM — I. LUTUM prima generis nostri nobilitas. Ex terra enim lutove, primum hominem factum, e sacra Historia cuivis liquet. Cui convenienter Philosophi, Ε᾿πὶ τε τοῦ ἀνθρώπου ἐκ χοὸς διαπλάσεως ἱςτάμενοι, γήϊνον μὲν παῤ ἕκαςτα τὸ σῶμα ἀναγορεύουτιν, ut… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PARIES — an ex par, quia semper duo pares: an ex paro, i. e. struo? Aeliô Gallô finitore, sive murus, sive maceria est, l. 157. ff. de verb. signif. Leoni Bapt. Alber. l. 1. omnis structura sic dicitur, quae a solo in altum surrexit ad ferendum onus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευθύταρσος — η, ο (για ίππους) αυτός που έχει τους ταρσούς καθέτως προς τα μετατάρσια χωρίς να σχηματίζεται η φυσική γωνία τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + ταρσός] …   Dictionary of Greek

  • εύταρσος — εὔταρσος, ον (Α) 1. (για σκέλος εντόμου) αυτός που έχει ωραίους ταρσούς, ωραία πόδια 2. αυτός που ανήκει σε ωραία πόδια («εὔταρσοι ἀστράγαλοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ταρσός] …   Dictionary of Greek

  • κοκκοθραύστης — (Coccothraustes coccothraustes). Πτηνό της οικογένειας των φριγγιλιδών ή σπιζιδών, της τάξης των στρουθιομόρφων. Το σώμα του, σε σύγκριση με το μήκος του, είναι μάλλον παχύ και μαζί με την ουρά φτάνει τα 19 εκ. Έχει στρογγυλό κεφάλι με ισχυρό και …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»