-
1 αμβρόσιος
-
2 ἀμβρόσιος
-
3 Αμβρόσιος
-
4 Ἀμβρόσιος
-
5 ἀμβρόσιος
1 divine, heavenlyὥρα πότνια, κάρυξ Ἀφροδίτας ἀμβροσιᾶν φιλοτάτων N. 8.1
λέχει πέλας ἀμβροσίῳ Μελίας Pae. 9.35
μελιγαθὲς ἀμβρόσιον ὕδωρ Τιλφώσσας ἀπὸ καλλικράνου fr. 198b. εὗρε παγὰν ἀμβροσίων ἐπέων i. e. of poetry P. 4.299 -
6 ἀμβρόσιος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμβρόσιος
-
7 ἀμβρόσιος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀμβρόσιος
-
8 ἀμβρόσιος
-α,-ον A 0-0-0-0-1=1 Wis 19,21divine, heavenlyCf. LARCHER 1985, 1092 -
9 ἀμβρόσιος
A immortal, divine, rarely of persons, :—in [dialect] Ep., epith. of everything belonging to gods, as hair, Il.1.529, etc.; robes, sandals, etc., 5.338, 21.507, 24.341, al.; anointing oil, 14.172, 23.187; voice and song, h.Hom.27.18, Hes.Th.69; fodder and mangers of horses, Il.5.369 8.434; of night and sleep, as divine gifts, Od. 4.429, etc.;ὕδωρ Hom.Epigr.1.4
; :—of things divinely excellent or beautiful,κάλλος Od.18.193
; of verses, Pi.P.4.299;Ἀφροδίτας ἀ. φιλοτάτων Id.N.8.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμβρόσιος
-
10 αμβρόσι'
ἀμβρόσια, ἀμβρόσιοςimmortal: neut nom /voc /acc plἀμβρόσια, ἀμβρόσιοςimmortal: neut nom /voc /acc plἀμβρόσιε, ἀμβρόσιοςimmortal: masc voc sgἀμβρόσιε, ἀμβρόσιοςimmortal: masc /fem voc sgἀμβρόσιαι, ἀμβρόσιοςimmortal: fem nom /voc plἀμβρόσιαι, ἀμβροσίαimmortality: fem nom /voc pl -
11 ἀμβρόσι'
ἀμβρόσια, ἀμβρόσιοςimmortal: neut nom /voc /acc plἀμβρόσια, ἀμβρόσιοςimmortal: neut nom /voc /acc plἀμβρόσιε, ἀμβρόσιοςimmortal: masc voc sgἀμβρόσιε, ἀμβρόσιοςimmortal: masc /fem voc sgἀμβρόσιαι, ἀμβρόσιοςimmortal: fem nom /voc plἀμβρόσιαι, ἀμβροσίαimmortality: fem nom /voc pl -
12 αμβροσίως
ἀμβρόσιοςimmortal: adverbialἀμβρόσιοςimmortal: masc acc pl (doric)ἀμβρόσιοςimmortal: adverbialἀμβρόσιοςimmortal: masc /fem acc pl (doric) -
13 ἀμβροσίως
ἀμβρόσιοςimmortal: adverbialἀμβρόσιοςimmortal: masc acc pl (doric)ἀμβρόσιοςimmortal: adverbialἀμβρόσιοςimmortal: masc /fem acc pl (doric) -
14 αμβρόσιον
ἀμβρόσιοςimmortal: masc acc sgἀμβρόσιοςimmortal: neut nom /voc /acc sgἀμβρόσιοςimmortal: masc /fem acc sgἀμβρόσιοςimmortal: neut nom /voc /acc sg -
15 ἀμβρόσιον
ἀμβρόσιοςimmortal: masc acc sgἀμβρόσιοςimmortal: neut nom /voc /acc sgἀμβρόσιοςimmortal: masc /fem acc sgἀμβρόσιοςimmortal: neut nom /voc /acc sg -
16 αμβροσία
ἀμβροσίᾱ, ἀμβρόσιοςimmortal: fem nom /voc /acc dualἀμβροσίᾱ, ἀμβρόσιοςimmortal: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἀμβροσίᾱ, ἀμβροσίαimmortality: fem nom /voc /acc dualἀμβροσίᾱ, ἀμβροσίαimmortality: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἀμβροσίᾱ, ἀμβροσίηfem nom /voc /acc dualἀμβροσίᾱ, ἀμβροσίηfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀμβροσίᾱͅ, ἀμβρόσιοςimmortal: fem dat sg (attic doric aeolic)ἀμβροσίᾱͅ, ἀμβροσίαimmortality: fem dat sg (attic doric aeolic)ἀμβροσίαι, ἀμβροσίηfem nom /voc plἀμβροσίᾱͅ, ἀμβροσίηfem dat sg (attic doric aeolic) -
17 αμβροσίων
ἀμβρόσιοςimmortal: fem gen plἀμβρόσιοςimmortal: masc /neut gen plἀμβρόσιοςimmortal: masc /fem /neut gen pl -
18 ἀμβροσίων
ἀμβρόσιοςimmortal: fem gen plἀμβρόσιοςimmortal: masc /neut gen plἀμβρόσιοςimmortal: masc /fem /neut gen pl -
19 αμβροσίας
ἀμβροσίᾱς, ἀμβρόσιοςimmortal: fem acc plἀμβροσίᾱς, ἀμβρόσιοςimmortal: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀμβροσίᾱς, ἀμβροσίαimmortality: fem acc plἀμβροσίᾱς, ἀμβροσίαimmortality: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀμβροσίᾱς, ἀμβροσίηfem acc plἀμβροσίᾱς, ἀμβροσίηfem gen sg (attic doric aeolic) -
20 ἀμβροσίας
ἀμβροσίᾱς, ἀμβρόσιοςimmortal: fem acc plἀμβροσίᾱς, ἀμβρόσιοςimmortal: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀμβροσίᾱς, ἀμβροσίαimmortality: fem acc plἀμβροσίᾱς, ἀμβροσίαimmortality: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀμβροσίᾱς, ἀμβροσίηfem acc plἀμβροσίᾱς, ἀμβροσίηfem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἀμβρόσιος — immortal masc nom sg ἀμβρόσιος immortal masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμβρόσιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμβρόσιος — I (Saint Ambrose, Τρέβιρα 340 – Μιλάνο 397 μ.Χ.). Άγιος και διδάσκαλος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γιος Ιταλών χριστιανών, σπούδασε στη Ρώμη νομικά, λατινική και ελληνική φιλολογία και διορίστηκε διοικητής της Λιγυρίας Εμιλίας με έδρα το Μιλάνο … Dictionary of Greek
Γραδενίγος, Αλοΐσιος Αμβρόσιος — (Χανιά 1616 – Βενετία 1680).Λόγιος κληρικός, δάσκαλος και εκδότης. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τα νεανικά του χρόνια. Όταν άρχισε πάντως ο Κρητικός πόλεμος με την απόβαση των Τούρκων στη Κρήτη (1645), ο Γ. ήταν ήδη πρωτοπαπάς των Χανίων και με… … Dictionary of Greek
Έμπορος, Αμβρόσιος — (17ος αι.). Μοναχός και ζωγράφος. Καταγόταν από τα Χανιά. Είναι γνωστός από δύο εικόνες με θέμα τη Δευτέρα Παρουσία, οι οποίες βρίσκονται η μία στα Χανιά και η άλλη στο Φαμπριάνο της Ιταλίας. Ο Έ. είναι συντηρητικότερος στη μορφολογία από τα… … Dictionary of Greek
Κράλης, Αμβρόσιος — Ιερομόναχος και αγωνιστής του 1821 από την Άνδρο. Ανήκε στους πρώτους που ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης στη γενέτειρά του. Σκότωσε τον αγά του Κάτω Κάστρου Άνδρου μαζί με δύο άλλους μοναχούς, τον Νικηφόρο Σκόρδο και τον Καλλίνικο Μάθα, και… … Dictionary of Greek
Πάμπερις, Αμβρόσιος — Λόγιος του 18ου αι. από τη Μοσχόπολη. Ο Π. ήταν ιερομόναχος και διετέλεσε εφημέριος της ελληνικής εκκλησίας της Λειψίας. Περιηγήθηκε τη Μολδοβλαχία και την Ουγγαρία. Έγραψε το Ποίημα καρκινικόν καθώς και Διδαχές, που εκδόθηκαν στη Βιέννη το 1802 … Dictionary of Greek
Παρέ, Αμβρόσιος — (Parιé Ambroise, Μπουργκ Ερσέν 1517 – Παρίσι 1590). Γάλλος χειρουργός της Αναγέννησης. Δεν είχε ακαδημαϊκή μόρφωση και ανήκε στη συντεχνία των κουρέων. Το 1563 έγινε χειρουργός του βασιλιά και διευθυντής του χειρουργικού τμήματος στο νοσοκομείο… … Dictionary of Greek
Σπέρι, Έλμερ Αμβρόσιος — (Sperry). Αμερικανός εφευρέτης και βιομήχανος (1860 1930). Μετά από συστηματικές έρευνες στον τομέα της ηλεκτροτεχνίας κατασκεύασε μια ηλεκτροκίνητη σιδηροδρομική μηχανή και συνέβαλε αποφασιστικά στην προαγωγή της τεχνικής εφαρμογής του φωτισμού… … Dictionary of Greek
Ταρντιέ, Oγκίστ Αμβρόσιος — (Tardieu, 1818 – 1879). Γάλλος ιατροδικαστής. Διετέλεσε καθηγητής της ιατροδικαστικής και ακαδημαϊκός. Έγραψε Λεξικό δημόσιας υγιεινής και υγιεινολογίας, Ιατροδικαστική μελέτη περί προσβολής των ηθών, Ιατροδικαστική μελέτη άμβλωσης, Μελέτη περί… … Dictionary of Greek
Φραντζής, Αμβρόσιος — (1771 – 1851). Κληρικός και αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το Μεσορούγι των Καλαβρύτων και ήταν από τους πρώτους απομνημονευματογράφους του Αγώνα. Έγινε μοναχός σε πολύ νεαρή ηλικία και μόνασε στο Μέγα Σπήλαιο. Το 1810 αναδείχτηκε… … Dictionary of Greek