Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θαυμαστά

См. также в других словарях:

  • θαυμαστά — θαυμαστά̱ , θαυμαστής admirer masc nom/voc/acc dual θαυμαστής admirer masc voc sg θαυμαστής admirer masc nom sg (epic) θαυμαστός wonderful neut nom/voc/acc pl θαυμαστά̱ , θαυμαστός wonderful fem nom/voc/acc dual θαυμαστά̱ , θαυμαστός wonderful… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμάσθ' — θαυμαστά̱ , θαυμαστής admirer masc nom/voc/acc dual θαυμαστά , θαυμαστής admirer masc voc sg θαυμαστά , θαυμαστής admirer masc nom sg (epic) θαυμασταί , θαυμαστής admirer masc nom/voc pl θαυμαστά , θαυμαστός wonderful neut nom/voc/acc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμάστ' — θαυμαστά̱ , θαυμαστής admirer masc nom/voc/acc dual θαυμαστά , θαυμαστής admirer masc voc sg θαυμαστά , θαυμαστής admirer masc nom sg (epic) θαυμασταί , θαυμαστής admirer masc nom/voc pl θαυμαστά , θαυμαστός wonderful neut nom/voc/acc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμαστάς — θαυμαστά̱ς , θαυμαστής admirer masc acc pl θαυμαστά̱ς , θαυμαστής admirer masc nom sg (epic doric aeolic) θαυμαστά̱ς , θαυμαστός wonderful fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμαστάν — θαυμαστά̱ν , θαυμαστής admirer masc acc sg (epic doric aeolic) θαυμαστής admirer masc acc sg θαυμαστά̱ν , θαυμαστός wonderful fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμαστός — ή, ό (AM θαυμαστός, Μ και θαμαστός, Α ιων. τ. θωμαστός, ή, όν) [θαυμάζω] αυτός που προκαλεί τον θαυμασμό, αξιοθαύμαστος, θαυμάσιος, εξαίρετος (α. «κατορθώματά τε θαυμαστὰ πραχθέντα ἔξ ἐκείνων», Διγεν.Ακρ. β. «ἔργα μεγάλα τε καὶ θωμαστά», Ηρόδ. γ …   Dictionary of Greek

  • ВОДООСВЯЩЕНИЕ — [греч. ἁγιασμὸς (τῶν ὑδάτων); лат. aquae benedictio], церковное священнодействие, посредством к рого вода как один из первоэлементов тварного мира получает Божие благословение и освящение. Совершение В. свидетельствует об обновлении и… …   Православная энциклопедия

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • θέα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 62 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στις ανατολικές απολήξεις του Μακρού Όρους, 41 χλμ. ΒΔ της Αθήνας. Υπάγεται διοικητικά στον …   Dictionary of Greek

  • θαυμάσιος — (Αστρον.). Ο πρώτος γνωστός μεταβλητός αστέρας. Το φαινόμενο μέγεθός του κυμαίνεται από ένα ελάχιστο 9 ή και μικρότερο, μέχρι 4 ή και 3 το μέγιστο. Μία φορά, το 1779 έλαμψε με μέγεθος σχεδόν 1. Η περίοδος της μεταβολής της φωτεινότητάς του είναι… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»