-
1 θαλπωρή
θαλπωρή, ἡ, Erwärmung, Hesych. ϑάλψις. Gew. übertr., Erquickung, Stärkung des Gemüthes, Ermuthigung, Trost u. Hoffnung, οὐ γὰρ ἔτ' ἄλλη ϑαλπωρή, Il. 6, 411, vgl. 10, 223 Od. 1, 167; ϑαλπωραί Tryphiod. 128.
-
2 θαλπωρή
-
3 θαλπωρῇ
-
4 θαλπωρη
ἥ досл. тепло, перен. утешение, утеха, отрадаοὐκ ἔτ΄ ἄλλη ἔσται θ., ἐπεὴ ἂν σύγε πότμον ἐπίσπῃς Hom. — не будет (мне) больше отрады, если ты погибнешь;
μᾶλλον θ. ἔσται Hom. — тем приятнее (мне) будет -
5 θαλπωρή
θαλπωρήwarming: fem nom /voc sg (epic ionic) -
6 θαλπωρή
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θαλπωρή
-
7 θαλπωρή
θαλπωρή, ἡ, Erwärmung. Gew. übertr., Erquickung, Stärkung des Gemütes, Ermutigung, Trost u. Hoffnung -
8 θαλπωρή
θαλπ-ωρή, ἡ,A warming: metaph., comfort, consolation,οὐ γὰρ ἔτ' ἄλλη θαλπωρή Il.6.412
, cf. Od.1.167; ἀντὶ δὲ θαλπωρᾶν [θῆκα γονεῦσι γόους] IG4.623 ([place name] Argos): pl., Tryph.128.—In late Prose, Jul.Or.8.243c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλπωρή
-
9 θαλπωρή
η теплота, забота, внимание -
10 θαλπωραί
θαλπωρήwarming: fem nom /voc pl -
11 θαλπωρήν
θαλπωρήwarming: fem acc sg (epic ionic) -
12 θαλπωρά
θαλπωρά̱, θαλπωρήwarming: fem nom /voc /acc dualθαλπωρά̱, θαλπωρήwarming: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
13 ἔτι
ἔτι, no ch, – 1) Von der Zeit, – a) mit dem praes., noch jetzt, ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστιν Il. 5, 254; ἔτι καὶ νῦν, auch jetzt noch, 1, 455; νῦν δ' ἔτι ζεῖ Aesch. Spt. 690; Ag. 792; ἕως ἔτ' ἔμφρων εἰμί Ch. 1022; εἰ Ζεὺς ἔτι Ζεύς Soph. O. C. 629, wie εἴπερ ἴσχει Ζεὺς ἔτ' ἐξ ἐμοῦ σέβας; Eur. u. Folgde; ἔτι καὶ ἐκ τῶν παρόντων ἐλπίδα χρὴ ἔχειν, noch immer, Thuc. 7, 77; νέος ἔτι, er ist noch ein junger Mann, Plat. Phaedr. 279 a; ἔτι καὶ νυνί Conv. 215 d; ἔτι ὡραῖος ὤν Xen. An. 2, 6, 28. Mit der Negation, nicht mehr, σὺ δὲ μαίνεαι οὐκ ἔτ' ἀνεκτῶς Od. 9, 350; ὡς ἔτ' οὐκ ὤν Soph. Tr. 161; in Prosa, vgl. οὐκέτι. – b) mit praeterit. seltner, λείαν, ἥπερ δορίληπτος ἔτ' ἦν λοιπή Soph. Ai. 146, die (damals) noch übrig war; vgl. El. 800; häufiger mit der Negation, οὐδ' ἔτι δὴν ἦν, er lebte nicht lange mehr, Il. 6, 139; ϑάλασσα δ' οὐκ ἔτ' ἦν ἰδεῖν Aesch. Pers. 411; κοὐκ ἦν ἔτ' ἀργὸν οὐδέν Soph. O. C. 1601; in Prosa, ἔτι καὶ δὴ ἐμάχοντο Her. 9, 102; καὶ ἔτι μὲν ἐνεχείρησα Plat. Prot. 310 c; vgl. Xen. An. 5, 10, 15 ἔτι μὲν ἐπεχείρησεν, eine Zeitlang, noch dachte er daran; auch mit folgdm ἐπεὶ δέ, Hell. 2, 4, 11. – c) mit fut., noch ferner, fernerhin, ἄλγε' ἔδωκεν ἑκηβόλος ἠδ' ἔτι δώσει Il. 1, 96; Od. 15, 305; ἦ μὴν ἔτι Ζεὺς – ἔσται ταπεινός, dereinst noch einmal, Aesch. Prom. 909; τίς ἔτι τέρψις ἐπέσται Soph. Ai. 1194; οὐδὲ σοῦ φωνῆς ἔτι γενήσομαι πρόςφϑεγκτος Phil. 1055; τίνι οὐν ἔτι πιστεύσομεν λόγῳ Plat. Phaed. 88 c; μέγαν ἔτι ἔσεσϑαι αὐτόν, dereinst noch, Xen. An. – 2) überdies noch, noch dazu, außerdem, ἕτερόν γ' ἔτι Od. 14, 325; οὐ γὰρ ἔτ' ἄλλη ϑαλπωρή Il. 6, 411; τίν' οὖν κικλήσκω τῶνδε δαιμόνων ἔτι Aesch. Suppl. 214; τίν' οὖν ἔτ' ἄλλον – λέγεις 313; τίς ἔτ' ἄλλος Ch. 112; Soph. Phil. 647 u. A.; πρὸς τοῖςδ' ἔτι Soph. Phil. 1323, wie Ar. Nubb. 720; ἔτι δὲ καί Soph. O. R. 1345; dem πρῶτον μέν entspricht ἔτι δέ Plat. Rep. I, 352 a; πρὸς δ' ἔτι Xen. An. 3, 2, 2; das einfache ἔτι δέ, wenn schon Etwas aufgezählt ist, Cyr. 1, 2, 9; πρῶ-τον μὲν – ἔπειτα δὲ – ἔτι δέ, An. 6, 4, 13. – 3) mit dem comparat., noch, ἔτι μᾶλλον Il. 14, 97; Pind. Ol. 1, 109; καὶ τίς γένοιτ' ἂν τῆςδ' ἔτ' ἐχϑίων τύχη; Aesch. Pers. 430; Prom. 936; κἄτι τῶνδ' ἀλγίονα Soph. Ant. 64; vgl. 1266; ταῦτ' ἔτι χαλεπώτερα Plat. Polit. 298 e; auch ἔτι πρόσϑεν, noch früher, Plat. Soph. 242 d; ἔτι ἄνω, Xen. An. 7, 5, 9 [ι wird in der Arsis lang, Il. 6, 139].
-
14 тепло
тепл||о Iс ἡ ζέστη, ἡ ζεστασιά, ἡ θερμότητα:количество \теплоа τό ποσό θερμό-τητος· сегодня десять градусов \теплоа ἡ θερμοκρασία εἶναι σήμερα δέκα βαθμοί πάνω ἀπό τό μηδέν сидеть в \теплое κάθομαι στή ζεστασιά.тепло II1. нареч ζεστά/ перен θερμά, ἐνθερμα, ἐγκάρδια:одеваться \тепло ντύνομαι ζεστά· \тепло встретить кого-л. ὑποδέχομαι κάποιον θερμά·2. предик безл κάνει ζέστη/ αἰσθάνομαι θαλπωρή, νοιώθω ζεστασιά:в комнате \тепло στό δωμάτιο κάνει ζέστη· сегодня \тепло σήμερα εἶναι ζεστή μέρα· мне \тепло ζεσταίνομαι. -
15 θαλπωρής
-
16 θαλπωρῆς
-
17 homeliness
noun οικογενειακή θαλπωρή/απλότητα -
18 snug
-
19 оттепель
-и θ.πρώιμη ανοιξιάτικη ζέστη (θαλπωρή). -
20 тепло
тепло 1-а ουδ.βλ. теплота (1 σημ.).1. θερμοκρασία άνω του μηδενός (0°). || καιρός ζεστός.2. μτφ. καλοσύνη, εγκαρδιότητα, θαλπωρή.тепло 2επίρ..1. θερμά• ζεστά.2. μτφ. εγκάρδια, φιλόφρονα•тепло встретить кого-Η. καλοδέχομαι κάποιον.
3. μτφ. ευχάριστα, ευάρεστα.4. (ως κατηγ.) είναι ζέστα•на улице тепло έξω κάνει ζέστα•
мне тепло έχω ζέστα.
|| μτφ. αισθάνομαι ευχάριστα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θαλπωρῇ — θαλπωρή warming fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλπωρή — warming fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλπωρή — η (AM θαλπωρή) 1. ευχάριστη θερμοκρασία, ζεστασιά («η θαλπωρή τού χειμερινού ήλιου») 2. εγκαρδίωση, στοργή, παρηγοριά (α. «η θαλπωρή τής μητρικής αγκαλιάς» β. «οὐ γάρ ἔτ ἄλλη ἔσται θαλπωρή, ἐπεὶ ἄν σύ γε πότμον ἐπίσπῃς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
θαλπωρή — η 1. ζεστασιά ήπια και ευχάριστη. 2. μτφ., ζεστή και φιλική ατμόσφαιρα: Οικογενειακή θαλπωρή. 3. συναίσθημα που γεννιέται απ αυτήν τη ζεστή ατμόσφαιρα, εμψύχωση: Ένιωσε θαλπωρή με τα παρηγορητικά λόγια που άκουσε. 4. περίθαλψη: Δε βρήκε στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαλπωραί — θαλπωρή warming fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλπωρῆς — θαλπωρή warming fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλπωρήν — θαλπωρή warming fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλπωρά — θαλπωρά̱ , θαλπωρή warming fem nom/voc/acc dual θαλπωρά̱ , θαλπωρή warming fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… … Dictionary of Greek
αθαλπής — ἀθαλπής, ές (AM) [θάλπος] ο χωρίς θαλπωρή, ζεστασιά επίρρ. ἀθαλπέως … Dictionary of Greek
ζέστη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 144 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράς Πόλης Μεσολογγίου. * * * και ζέστα, η (Μ ζέστη) θερμότητα, υψηλή θερμοκρασία νεοελλ. 1. θαλπωρή 2. (για… … Dictionary of Greek