-
1 тепло
тепл||о Iс ἡ ζέστη, ἡ ζεστασιά, ἡ θερμότητα:количество \теплоа τό ποσό θερμό-τητος· сегодня десять градусов \теплоа ἡ θερμοκρασία εἶναι σήμερα δέκα βαθμοί πάνω ἀπό τό μηδέν сидеть в \теплое κάθομαι στή ζεστασιά.тепло II1. нареч ζεστά/ перен θερμά, ἐνθερμα, ἐγκάρδια:одеваться \тепло ντύνομαι ζεστά· \тепло встретить кого-л. ὑποδέχομαι κάποιον θερμά·2. предик безл κάνει ζέστη/ αἰσθάνομαι θαλπωρή, νοιώθω ζεστασιά:в комнате \тепло στό δωμάτιο κάνει ζέστη· сегодня \тепло σήμερα εἶναι ζεστή μέρα· мне \тепло ζεσταίνομαι. -
2 homeliness
noun οικογενειακή θαλπωρή/απλότητα -
3 snug
-
4 оттепель
-и θ.πρώιμη ανοιξιάτικη ζέστη (θαλπωρή). -
5 тепло
тепло 1-а ουδ.βλ. теплота (1 σημ.).1. θερμοκρασία άνω του μηδενός (0°). || καιρός ζεστός.2. μτφ. καλοσύνη, εγκαρδιότητα, θαλπωρή.тепло 2επίρ..1. θερμά• ζεστά.2. μτφ. εγκάρδια, φιλόφρονα•тепло встретить кого-Η. καλοδέχομαι κάποιον.
3. μτφ. ευχάριστα, ευάρεστα.4. (ως κατηγ.) είναι ζέστα•на улице тепло έξω κάνει ζέστα•
мне тепло έχω ζέστα.
|| μτφ. αισθάνομαι ευχάριστα. -
6 теплота
-ы θ.1. θερμότητα•единица измерения -ы μονάδα μέτρησης θερμότητας•
превращение химической энергии в -у μετατροπή της χημικής ενέργειας σε θερμότητα.
|| θερμοκρασία•теплота воздуха η θερμοκρασία του αέρα•
теплота плавления θερμοκρασία (βαθμός) τήξης.
2. ζέστη, ζεστασιά• θαλπωρή•он любит -у αυτός αγαπά τη ζέστη.
3. βλ. теплсг (2 σημ.). -
7 sevgi
αγάπη, (sefkat) θαλπωρή, στοργή -
8 şefkati
στοργή, θαλπωρή, τρυφεράδο
См. также в других словарях:
θαλπωρῇ — θαλπωρή warming fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλπωρή — warming fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλπωρή — η (AM θαλπωρή) 1. ευχάριστη θερμοκρασία, ζεστασιά («η θαλπωρή τού χειμερινού ήλιου») 2. εγκαρδίωση, στοργή, παρηγοριά (α. «η θαλπωρή τής μητρικής αγκαλιάς» β. «οὐ γάρ ἔτ ἄλλη ἔσται θαλπωρή, ἐπεὶ ἄν σύ γε πότμον ἐπίσπῃς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
θαλπωρή — η 1. ζεστασιά ήπια και ευχάριστη. 2. μτφ., ζεστή και φιλική ατμόσφαιρα: Οικογενειακή θαλπωρή. 3. συναίσθημα που γεννιέται απ αυτήν τη ζεστή ατμόσφαιρα, εμψύχωση: Ένιωσε θαλπωρή με τα παρηγορητικά λόγια που άκουσε. 4. περίθαλψη: Δε βρήκε στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαλπωραί — θαλπωρή warming fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλπωρῆς — θαλπωρή warming fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλπωρήν — θαλπωρή warming fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλπωρά — θαλπωρά̱ , θαλπωρή warming fem nom/voc/acc dual θαλπωρά̱ , θαλπωρή warming fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… … Dictionary of Greek
αθαλπής — ἀθαλπής, ές (AM) [θάλπος] ο χωρίς θαλπωρή, ζεστασιά επίρρ. ἀθαλπέως … Dictionary of Greek
ζέστη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 144 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράς Πόλης Μεσολογγίου. * * * και ζέστα, η (Μ ζέστη) θερμότητα, υψηλή θερμοκρασία νεοελλ. 1. θαλπωρή 2. (για… … Dictionary of Greek