Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

θαλπωρή

  • 1 тепло

    тепл||о I
    с ἡ ζέστη, ἡ ζεστασιά, ἡ θερμότητα:
    количество \теплоа τό ποσό θερμό-τητος· сегодня десять градусов \теплоа ἡ θερμοκρασία εἶναι σήμερα δέκα βαθμοί πάνω ἀπό τό μηδέν сидеть в \теплое κάθομαι στή ζεστασιά.
    тепло II
    1. нареч ζεστά/ перен θερμά, ἐνθερμα, ἐγκάρδια:
    одеваться \тепло ντύνομαι ζεστά· \тепло встретить кого-л. ὑποδέχομαι κάποιον θερμά·
    2. предик безл κάνει ζέστη/ αἰσθάνομαι θαλπωρή, νοιώθω ζεστασιά:
    в комнате \тепло στό δωμάτιο κάνει ζέστη· сегодня \тепло σήμερα εἶναι ζεστή μέρα· мне \тепло ζεσταίνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > тепло

  • 2 homeliness

    noun οικογενειακή θαλπωρή/απλότητα

    English-Greek dictionary > homeliness

  • 3 snug

    1) (warm, comfortable; sheltered from the cold: The house is small but snug.) γεμάτος θαλπωρή
    2) ((of clothes etc) fitting closely: This jacket is a nice snug fit.) εφαρμοστός
    - snugly
    - snugness

    English-Greek dictionary > snug

  • 4 оттепель

    θ.
    πρώιμη ανοιξιάτικη ζέστη (θαλπωρή).

    Большой русско-греческий словарь > оттепель

  • 5 тепло

    ουδ.
    βλ. теплота (1 σημ.).
    1. θερμοκρασία άνω του μηδενός (0°). || καιρός ζεστός.
    2. μτφ. καλοσύνη, εγκαρδιότητα, θαλπωρή.
    επίρ..
    1. θερμά• ζεστά.
    2. μτφ. εγκάρδια, φιλόφρονα•

    тепло встретить кого-Η. καλοδέχομαι κάποιον.

    3. μτφ. ευχάριστα, ευάρεστα.
    4. (ως κατηγ.) είναι ζέστα•

    на улице тепло έξω κάνει ζέστα•

    мне тепло έχω ζέστα.

    || μτφ. αισθάνομαι ευχάριστα.

    Большой русско-греческий словарь > тепло

  • 6 теплота

    θ.
    1. θερμότητα•

    единица измерения -ы μονάδα μέτρησης θερμότητας•

    превращение химической энергии в -у μετατροπή της χημικής ενέργειας σε θερμότητα.

    || θερμοκρασία•

    теплота воздуха η θερμοκρασία του αέρα•

    теплота плавления θερμοκρασία (βαθμός) τήξης.

    2. ζέστη, ζεστασιά• θαλπωρή•

    он любит -у αυτός αγαπά τη ζέστη.

    3. βλ. теплсг (2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > теплота

  • 7 sevgi

    αγάπη, (sefkat) θαλπωρή, στοργή

    Türkçe-Yunanca Sözlük > sevgi

  • 8 şefkati

    στοργή, θαλπωρή, τρυφεράδο

    Türkçe-Yunanca Sözlük > şefkati

См. также в других словарях:

  • θαλπωρῇ — θαλπωρή warming fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλπωρή — warming fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλπωρή — η (AM θαλπωρή) 1. ευχάριστη θερμοκρασία, ζεστασιά («η θαλπωρή τού χειμερινού ήλιου») 2. εγκαρδίωση, στοργή, παρηγοριά (α. «η θαλπωρή τής μητρικής αγκαλιάς» β. «οὐ γάρ ἔτ ἄλλη ἔσται θαλπωρή, ἐπεὶ ἄν σύ γε πότμον ἐπίσπῃς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • θαλπωρή — η 1. ζεστασιά ήπια και ευχάριστη. 2. μτφ., ζεστή και φιλική ατμόσφαιρα: Οικογενειακή θαλπωρή. 3. συναίσθημα που γεννιέται απ αυτήν τη ζεστή ατμόσφαιρα, εμψύχωση: Ένιωσε θαλπωρή με τα παρηγορητικά λόγια που άκουσε. 4. περίθαλψη: Δε βρήκε στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαλπωραί — θαλπωρή warming fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλπωρῆς — θαλπωρή warming fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλπωρήν — θαλπωρή warming fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλπωρά — θαλπωρά̱ , θαλπωρή warming fem nom/voc/acc dual θαλπωρά̱ , θαλπωρή warming fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… …   Dictionary of Greek

  • αθαλπής — ἀθαλπής, ές (AM) [θάλπος] ο χωρίς θαλπωρή, ζεστασιά επίρρ. ἀθαλπέως …   Dictionary of Greek

  • ζέστη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 144 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράς Πόλης Μεσολογγίου. * * * και ζέστα, η (Μ ζέστη) θερμότητα, υψηλή θερμοκρασία νεοελλ. 1. θαλπωρή 2. (για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»