Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θαλπ-ωρή

См. также в других словарях:

  • πληθώρα — η,ΝΜΑ μεγάλο πλήθος, αφθονία (α. «πληθώρα επιχειρημάτων» β. «πληθώρα αδικημάτων») νεοελλ. ιατρ. νοσηρή κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αύξηση τού όγκου τού αίματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια και προέρχεται από αύξηση τής μάζας τού πλάσματος ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»