-
1 θαλπωρή
θαλπ-ωρή, ἡ,A warming: metaph., comfort, consolation,οὐ γὰρ ἔτ' ἄλλη θαλπωρή Il.6.412
, cf. Od.1.167; ἀντὶ δὲ θαλπωρᾶν [θῆκα γονεῦσι γόους] IG4.623 ([place name] Argos): pl., Tryph.128.—In late Prose, Jul.Or.8.243c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλπωρή
См. также в других словарях:
πληθώρα — η,ΝΜΑ μεγάλο πλήθος, αφθονία (α. «πληθώρα επιχειρημάτων» β. «πληθώρα αδικημάτων») νεοελλ. ιατρ. νοσηρή κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αύξηση τού όγκου τού αίματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια και προέρχεται από αύξηση τής μάζας τού πλάσματος ή… … Dictionary of Greek