Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

θάνῃ

См. также в других словарях:

  • θανή — η (Μ θανή) ο θάνατος νεοελλ. κηδεία, ενταφιασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το έναρθρο απαρμφ. το θανείν κατ αναλογία προς το ταφή] …   Dictionary of Greek

  • θανή — η 1. θάνατος: Ακατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη ή τη θανή (Σολωμός). 2. κηδεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θανῇ — θνήσκω fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάνῃ — θνήσκω aor subj mp 2nd sg θνήσκω aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάνηι — θάνῃ , θνήσκω aor subj mp 2nd sg θάνῃ , θνήσκω aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανῆι — θανῇ , θνήσκω fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 454 κάτ.) της Λήμνου. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νότιου τμήματος του νησιού, 4 χλμ. ΝΑ της Μύρινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύρινας του νομού Λέσβου. * * * ο η θανή, ο θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θανή με… …   Dictionary of Greek

  • αντιπαλεύω — (AM ἀντιπαλαίω) παλεύω εναντίον κάποιου, αγωνίζομαι («Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου με ορμή, που ακατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη ή τη θανή», Δ. Σολωμός) αρχ. μσν. κάνω αγώνα πάλης με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • ούτοι — οὔτοι και οὔ τοι (Α) επίρρ. 1. βεβαίως όχι, πραγματικά όχι («χερσὶ μὲν οὔτοι ἐγὼ γε μαχήσομαι εἵνεκα κούρης», Ομ. Ιλ.) 2. (με το πότε) όντως ουδέποτε («ούτοι ποθ ουχθρούς, ουδ όταν θάνῃ», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • κηδεία — η εκφορά νεκρού για ενταφιασμό, η θανή του: Στην κηδεία του παραβρέθηκε πολύς κόσμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»