-
41 бордюр
1. (дорожный) το κράσπεδο, το πεζούλι 2. (кайма) η μπορντούρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бордюр
-
42 выпуклость
η κυρτότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выпуклость
-
43 градиент
физ. η βαθμίδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > градиент
-
44 завал
1. горн. το φράγμα, ο σωρός (από πέτρες, χιόνι, ξύλα κ.λπ.), το σώριασμα 2. (бортов судна) το κεκλιμένο προς τα έσω (κλίση πλευρών/γραμμών σκάφους) 3. (вер-шины импульса) η πτώση (της οροφής του παλμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завал
-
45 залегать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > залегать
-
46 зеркало
1. (специально изготовленное стекло, отражающее находящиеся перед ним предметы) το κάτοπτρο, ο καθρέπτηςушное - (отоскоп) мед. το ωτοσκόπιο2. рад. о ανακλαστήραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зеркало
-
47 зуммер
1. (устройство) о βομβητής - для фонического вызова абонента - για ηχητική κλίση του συνδρομητή, ламповый - μέσω λυχνιών 2. (тон) το (ηχητικό) σήμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зуммер
-
48 крен
(ав., мор.) η κλίση (του σκάφους), ο (δια)τοιχισμόςидти с - ом 5° на левый борт πορεύομαι με - 5° στην αριστερή πλευράпродольный - ο προνευστασμός, το σκα-μπανεύασμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крен
-
49 кренование
η τεχνητή κλίση του πλοίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кренование
-
50 мачта
ο ιστ/ός, το κατάρτιкрепить - у растяжками στηρίζω τον - ό με σύρμα-τα/αντηρίδεςбизань - του επιδρομίσκου, η μετζάναзаваливающаяся мор. - σπαστός -запасная - αμοιβός -, το άλμπουρο του ρεσπέτουкороткая (однодеревка) - κοντός -, βραχύς -радиолокационная - του ραντάρ/ραδιοεντοπιστήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мачта
-
51 набор
1. (комплект) το σύνολο, η συλλογήτο σετ (ξεν.)шрифтовый - των γραμμάτων/στοιχείων2. (тлф.) η κλίση 3. мат. η συλλογή 4. полигр. η στοιχειοθέτηση 5. (корпуса судна) οι ενισχύσειςτα ενισχυτικά (του πλοίου)- корпуса судна продольный το διάμηκες σύστημα ενίσχυσης (του πλοίου) б.(высоты) ав. η άνοδος, η αναρρίχηση7. (скорости) (ав., авто) η αύξηση (της ταχύτητας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > набор
-
52 наклон
η κλίσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наклон
-
53 наклонение
1. физ. η έγκλιση 2. косм. η κλίση 3. грам. η έγκλισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наклонение
-
54 наклонность
η ροπήη κλίσηη τάσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наклонность
-
55 откос
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > откос
-
56 предрасположенность
η προδιάθεση, η κλίση, η τάσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > предрасположенность
-
57 профилировать
1. (грунт) δίνω/προσδίδω κλίση (στον δρόμο, στο έδαφος) 2. мет. διαμορφώνω, μορφοποιώ, δίνω/προσδίδω μορφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > профилировать
-
58 сиденье
το κάθισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сиденье
-
59 скат
I. 1. (наклонная поверхность) η κλίση 2. (комплект резиновых деталей автомобильного колеса) о τροχός του αυτοκινήτου (με όλα τα εξαρτήματα). II.(рыба) зоол. το σαλάχιэлектрический - η μουδιάστρα, η νάρκη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скат
-
60 склон
η κλίση, η κατωφέρεια, η κλιτύς, ο κατήφοροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > склон
См. также в других словарях:
κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… … Dictionary of Greek
κλίση — η 1. μετάθεση από την κάθετη ή οριζόντια θέση στην πλάγια, λύγισμα, γέρσιμο: Οι στρατιώτες έκαναν κλίση της κεφαλής δεξιά. 2. σχηματισμός των τύπων κλιτού μέρους του λόγου: Να μας πεις την κλίση του ονόματος το κρέας. 3. ροπή: Έχει κλίση στη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
κεκλιμένο επίπεδο — Απλή μηχανή, που αποτελείται από ένα σταθερό επίπεδο, που σχηματίζει οξεία γωνία με μια οριζόντια επιφάνεια. Ένα σώμα τοποθετημένο πάνω στο κ.ε. κινείται από τη δράση της συνιστώσας του βάρους που είναι παράλληλη προς αυτό το επίπεδο ενώ η κάθετη … Dictionary of Greek
ισοκλινής — ές (Α ἰσοκλινής, ές) αυτός που έχει ίση κλίση, αυτός που κλίνει με όμοιο τρόπο προς όλες τις πλευρές, ισόρροπος νεοελλ. 1. φυσ. αυτός που παρουσιάζει την ίδια μαγνητική έγκλιση («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» γραμμές πάνω σε χάρτη οι οποίες… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek