Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η+κλίση

  • 21 склонение

    склонение с грам. η κλίση
    * * *
    с грам.
    η κλίση

    Русско-греческий словарь > склонение

  • 22 склонность

    склонность ж η κλίση, η διάθεση
    * * *
    ж
    η κλίση, η διάθεση

    Русско-греческий словарь > склонность

  • 23 спряжение

    спряжение с η κλίση
    * * *
    с
    η κλίση

    Русско-греческий словарь > спряжение

  • 24 вкус

    вкус
    м
    1. (ощущение) ἡ γεύση [-ις], ἡ οὐσία, ἡ νοστιμάδα:
    приятный на \вкус εὐχάριστος στή γεύση· пробовать на \вкус δοκιμάζω τή γεύση· без \вкуса ἀνοστος·
    2. (чувство изящного) τό γούστο, ἡ καλαισθησία, ἡ φιλοκαλία:
    плохой \вкус τό κακό γούστο, ἡ ἀκαλαισθησία· иметь хороший \вкус ἔχω καλό γούστο· быть одетым со \вкусом εἶμαι ντυμένος μέ γούστο·
    3. (склонность) ἡ ορεξη [-ις], τό γούστο, ἡ κλίση[-ις] (πρός), ἡ ἐπιθυμία:
    \вкус к поэзии ἡ κλίση πρός τήν ποίηση· это дело \вкуса εἶναι ζήτημα γούστου· на \вкус и на цвет товарищей нет посл. περί ὁρέξεως οὐδείς λόγος, ὁ καθ' ἕνας μέ τό γούστο του·
    4. (стиль, манера) τό στυλ, τό ϋφος, ἡ μανιέρα:
    это не в моем \вкусе αὐτό δέν εἶναι τοῦ γούστου μου· ◊ войти во \вкус γλυκαίνουμαι, ἀρχίζω νά νιώθω (или νά καταλαβαίνω), ἀρχίζει νά μου ἀρέσει κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > вкус

  • 25 влечение

    влечение
    с ἡ κλίση [-ις], ἡ τάση [-ις], ἡ ροπή:
    страстное \влечение τό πάθος· иметь \влечение κ чему-л. ἔχω κλίση γιά κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > влечение

  • 26 наклонность

    накло́нност||ь
    ж
    1. ἡ ροπή, ἡ κλίση, ἡ τάση / ἡ ἐξις, ἡ συνήθεια (привычка):
    иметь \наклонностьи к чему́-л. ἔχω κλίση γιά κάτι, ἔχω τάση προς κάτι·
    2. \наклонностьи мн. οἱ ἐξεις, οἱ συνήθειες:
    дурные \наклонностьи οἱ κακές συνήθειες.

    Русско-новогреческий словарь > наклонность

  • 27 призвание

    призвание
    с
    1. ἡ κλίση [-ις], ἡ τάση [-ις]:
    \призвание к музыке ἡ κλίση στή μουσική·
    2. (роль, задача) ὁ προορισμός / ἡ ἀποστολή (миссия):
    высокое \призвание ὁ ὑψηλός προορισμός.

    Русско-новогреческий словарь > призвание

  • 28 тяга

    тяга
    ж
    1. (в трубе и т. п.) τό τράβηγμα, ὁ ἐλκυσμός:
    в печи́ хорошая \тяга ἡ θερμάστρα τραβάει καλά·
    2. (тянущая сила) ἡ ἐλξη [-ις], ἡ ἐλκυση [-ις]:
    конная \тяга ἡ ἔλξις δι· ἱππων
    3. перен (влечение) ἡ δἰψα, ἡ ἐπιθυμία/ ἡ κλίση [-ις] (склонность):
    \тяга к культуре (к образованию) ἡ δἰψα γιά πολιτισμό (γιά τά γράμματα)· \тяга к музыке ἡ κλίση γιά τή μουσική.

    Русско-новогреческий словарь > тяга

  • 29 inclination

    [inklə'neiʃən]
    1) (a tendency or slight desire to do something: Has he any inclinations towards engineering?; I felt an inclination to hit him.) κλίση/τάση,διάθεση
    2) ((an act of) bowing (the head etc).) κλίση

    English-Greek dictionary > inclination

  • 30 вкус

    α.
    1. γεύση•

    горький вкус πικρή γεύση•

    кислый вкус ξυνή γεύση•

    органы -а τα όργανα της γεύσης•

    приятный вкус ευχάριστη γεύση•

    пробовать на вкус γεύομαι, δοκιμάζω τη γεύση.

    2. κλίση, τάση•

    вкус к поэзии κλίση στην ποίηση.

    || γούστο, αρέσκεια•

    на мой вкус κατά το γούστο μου•

    он был одетым со вкусом ήταν ντυμένος με γούστο, γουστόζικα•

    у нее хороший вкус αυτή είναι νόστιμη, -μούλα•

    приобрести вкус αποκτώ καλή συνήθεια•

    это дело -а αυτό είναι κατά το γούστο του καθενός.

    3. τρόπος, στυλ•

    ваза в античном -е δοχείο αρχαίου στυλ.

    εκφρ.
    о -ах не спорят – περί ορέξεως ουδείς λόγος•
    войти во вкус – ορέγομαι, επιδίδομαι, με πάθος•
    входить во вкус – αρχίζω να γεύομαι, να αισθάνομαι ικανοποίηση.

    Большой русско-греческий словарь > вкус

  • 31 влечение

    ουδ.
    τράβηγμα, έλξη, κλίση, πάθος προς κάτι•

    влечение к математике κλίση στα μαθηματικά.

    Большой русско-греческий словарь > влечение

  • 32 жуликоватый

    επ., βρ: -ват, -а, -о
    λωπο-δύτικος•

    жуликоватый вид λωποδΰτικη όψη.

    || με λωποδύ-τικη κλίση•

    жуликоватый человек άνθρωπος με λωποδύτικη κλίση.

    Большой русско-греческий словарь > жуликоватый

  • 33 наклон

    α.
    κλίση, επίκλιση κάμψη• πλαγιά (βουνού).
    εκφρ.
    в наклон – με κλίση, λοζά, πλάγια.

    Большой русско-греческий словарь > наклон

  • 34 откос

    α.
    1. πλαγιά, κλιτύς κλίση, κατωφέρεια•

    откос холма η πλαγιά του λόφου.

    || η πλευρική κλίση του όρόμου.
    2. επικλινές μέρος•

    оконный откос το επικλινές μέρος του παράθυρου.

    3. πλαγιότητα, λοξότητα.
    εκφρ.
    пустить поезд под откос – εκτροχιάζω το τρένο στην πλαγιά.

    Большой русско-греческий словарь > откос

  • 35 охота

    θ.
    κυνήγι, θήρα•

    медвежья охота κυνήγι αρκούδων•

    охота на волков κυνήγι λύκων•

    идти (ехать) на -у πηγαίνω κυνήγι•

    пристраститься к -е με πιάνει μανία κυνηγιού•

    псовая охота κυνήγι με σκυλιά;

    τα μέσα κυνηγιού (σκυλιά, γεράκια, παγίδες κ.τ.τ.).
    θ.
    επιθυμία, διάθεση, όρεξη, αποθυμιά• κλίση, τάση, ζήλος•

    у него большая охота учиться αυτός έχει μεγάλο ζήλο για γράμματα•

    у него нет -ы к музыке αυτός δεν έχει κλίση στη μουσική•

    отбить -у κόβω την όρεξη (διάθεση)•

    он всё делает с -ой αυτός όλα τα κάνει πρόθυμα.

    εκφρ.
    охота тебе (делать что) – γιατί, τι σου αρέσει, τι θέλεις•
    что за охота – τι σας αρέσει•
    α) όσο θέλω, κατά βούληση, με την ψυχή μου• отдыхай в -у – ξεκουράσου όσο θέλεις• спи в -у – κοιμήσου όσο θέλεις•
    β) ως κατηγ. θέλω, μου αρέσει• вам уже надоело, а ему в -у посмотреть – εσείς πια βαρεθήκατε, αυτός όμως θέλει να κοιτάξει.

    Большой русско-греческий словарь > охота

  • 36 призвание

    ουδ.
    1. παλ. κάλεσμα, πρόσκληση, επίκληση (για βοήθεια).
    2. κλίση, τάση•

    призвание к музыке κλίση προς τη μουσική.

    Большой русско-греческий словарь > призвание

  • 37 расположение

    ουδ.
    1. διευθέτηση, τακτοποίηση• διαρύθμιση• διάταξη. || σειρά, τάξη • παράταξη•

    расположение слов в предложении η κανονική σειρά των λέξεων στην πρόταση.

    2. εγκατάσταση, τοποθέτηση•

    расположение лагерем στρατοπέδευση• καταυλισμός.

    (στρατ.) διάταξη•

    войск διάταξη των στρατευμάτων.

    3. διάθεση•

    доброе расположение καλή (ευνοϊκή) διάθεση.

    || κλίση, όρεξη• επιθυμία•

    у него никакого -я к медицине αυτός δεν έχει καμιά διάθεση (κλίση)για γιατρός•

    у меня нет -я ехать завтра δεν είμαι διατεθημένος να αναχωρήσω αύριο.

    || εύνοια, συμπάθεια. || προδιάθεση•

    расположение к болезням προδιάθεση για ασθένειες.

    Большой русско-греческий словарь > расположение

  • 38 склонность

    θ.
    1. κλίση•

    склонность к музыке κλίση προς τη μουσική.

    2. ροπή τάση, επιρρέπεια. || συμπάθεια, αγάπη.

    Большой русско-греческий словарь > склонность

  • 39 способность

    θ.
    1. ικανότητα•

    способность к раз-множеншо ικανότητα για αναπαραγωγή•

    умственныеспособностьи πνευματικές ικανότητες.

    || δυνατότητα•

    покупательная способность αγοραστική δύναμη.

    2. πλθ. способностьи έμφυτες ικανότητες, κλίση•

    способность к музыке κλίση προς τη μουσική.

    Большой русско-греческий словарь > способность

  • 40 тяготение

    ουδ.
    1. έλξη, τράβηγμα•

    сила -я η δύναμη της έλξης•

    закон всемирного -я ο νόμος της παγκόσμιας έλξης•

    земное тяготение η έλξη της γης.

    2. τάση, κλίση, ροπή•

    тяготение к музыке κλίση προς τη μουσική.

    || μτφ. κράτος, εξουσία, ισχύς.

    Большой русско-греческий словарь > тяготение

См. также в других словарях:

  • κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… …   Dictionary of Greek

  • κλίση — η 1. μετάθεση από την κάθετη ή οριζόντια θέση στην πλάγια, λύγισμα, γέρσιμο: Οι στρατιώτες έκαναν κλίση της κεφαλής δεξιά. 2. σχηματισμός των τύπων κλιτού μέρους του λόγου: Να μας πεις την κλίση του ονόματος το κρέας. 3. ροπή: Έχει κλίση στη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • κεκλιμένο επίπεδο — Απλή μηχανή, που αποτελείται από ένα σταθερό επίπεδο, που σχηματίζει οξεία γωνία με μια οριζόντια επιφάνεια. Ένα σώμα τοποθετημένο πάνω στο κ.ε. κινείται από τη δράση της συνιστώσας του βάρους που είναι παράλληλη προς αυτό το επίπεδο ενώ η κάθετη …   Dictionary of Greek

  • ισοκλινής — ές (Α ἰσοκλινής, ές) αυτός που έχει ίση κλίση, αυτός που κλίνει με όμοιο τρόπο προς όλες τις πλευρές, ισόρροπος νεοελλ. 1. φυσ. αυτός που παρουσιάζει την ίδια μαγνητική έγκλιση («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» γραμμές πάνω σε χάρτη οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»