Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η+κλίση

  • 121 жилка

    θ.
    1. φλεβίταα.
    2. ίνα (στα φύλλα των φυτών και φτερούγες εντόμων).
    3. ράβδωση (σε μάρμαρο, μέταλλο).
    4. μτφ. κλίση, ταλέντο•

    поэтическая жилка ποιητική φλέβα•

    литературная жилка λογοτεχνική φλέβα.

    εκφρ.
    попасть в -у – τα καταφέρω θαύμα, ευοδώνω.

    Большой русско-греческий словарь > жилка

  • 122 жуликоватость

    θ.
    κλίση (τάση) για λωποδυσία.

    Большой русско-греческий словарь > жуликоватость

  • 123 задаток

    -тка α.
    1. καπάρος, προκαταβολή•

    дать задаток καπαρώνω, δίνω καπάρο.

    2. πλθ. -тки κλίση, ροπή, φυσικές ικανότητες.

    Большой русско-греческий словарь > задаток

  • 124 именной

    επ.
    ονομαστικός-- пригласительный билет ονομαστική έγγραφη πρόσκληση ή ονομαστικό προσκλητήριο•

    именной список ονομαστικός κατάλογος•

    -ое кольцо δαχτυλίδι ονοματισμένο.

    || (γραμμ.) ονοματικός, του ονόματος•

    -ое склонение η κλίση των ονομάτων•

    -ое сказуемое ονοματικό κατηγόρημα.

    εκφρ.
    именной указ – βασιλικό διάταγμα, κυβερνητική διάταξη υπογραμμένη από το βασιλιά.

    Большой русско-греческий словарь > именной

  • 125 кивать

    ρ.δ.
    1. χαιρετώ με κλίση του κεφαλιού.
    2. γνέφω, γνεύω.
    3. κουνώ το κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > кивать

  • 126 крен

    α.
    1. πλευρική κλίση σκάφους.
    2. μτφ. στροφή, αλλαγή (για σκοπό, σκέψη κ.τ.τ..),

    Большой русско-греческий словарь > крен

  • 127 музыка

    θ.
    1. μουσική•

    инструментальная музыка ενόργανη μουσική•

    вокальная -• η φωνητική μουσική•

    симфоническая музыка συμφωνική μουσική•

    камерная музыка μουσική δωματίου•

    танцевальная -μουσική χορού•

    духовная музыка εκκλησιαστική μουσική•

    духовая музыка μουσική πνευστών οργάνων•

    похороны с -ой κηδεία με μουσική•

    положить на -у μελοποιώ•

    склонность к -е κλίση προς τη μουσική.

    2. ορχήστρα•

    военная музыка η στρατιωτική μουσική.

    || μουσικό όργανο.
    3. υπόθεση, ασχολία πολυσύνθετη και παρατραβηγμένη.
    εκφρ.
    музыка не та ή другая – εντελώς διαφορετικά, άλλο βιολί, όχι, το ίδιο βιολί.

    Большой русско-греческий словарь > музыка

  • 128 наклонение

    ουδ.
    1. κλίση, κάμψη, λύγισμα• σκύψιμο, γέρμα•

    наклонение головы γέρμα του κεφαλιού.

    2. (γραμμ.) έγκλιση•

    изъявительное -οριστική έγκλιση•

    повелительное наклонение προστακτική έγκλιση.

    Большой русско-греческий словарь > наклонение

См. также в других словарях:

  • κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… …   Dictionary of Greek

  • κλίση — η 1. μετάθεση από την κάθετη ή οριζόντια θέση στην πλάγια, λύγισμα, γέρσιμο: Οι στρατιώτες έκαναν κλίση της κεφαλής δεξιά. 2. σχηματισμός των τύπων κλιτού μέρους του λόγου: Να μας πεις την κλίση του ονόματος το κρέας. 3. ροπή: Έχει κλίση στη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • κεκλιμένο επίπεδο — Απλή μηχανή, που αποτελείται από ένα σταθερό επίπεδο, που σχηματίζει οξεία γωνία με μια οριζόντια επιφάνεια. Ένα σώμα τοποθετημένο πάνω στο κ.ε. κινείται από τη δράση της συνιστώσας του βάρους που είναι παράλληλη προς αυτό το επίπεδο ενώ η κάθετη …   Dictionary of Greek

  • ισοκλινής — ές (Α ἰσοκλινής, ές) αυτός που έχει ίση κλίση, αυτός που κλίνει με όμοιο τρόπο προς όλες τις πλευρές, ισόρροπος νεοελλ. 1. φυσ. αυτός που παρουσιάζει την ίδια μαγνητική έγκλιση («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» γραμμές πάνω σε χάρτη οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»