Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

η+κλίση

  • 1 κλίση

    1) aptitude
    2) inclination

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κλίση

  • 2 fertility gradient

    French\ \ gradient de fertilité
    German\ \ Fruchtbarkeitsgradient
    Dutch\ \ vruchtbaarheidsgradiënt
    Italian\ \ gradiente di fertilità (del terreno)
    Spanish\ \ gradiente de fertilidad
    Catalan\ \ gradient de fertilitat
    Portuguese\ \ gradiente de fertilidade
    Romanian\ \ fertilitate gradient
    Danish\ \ frugtbarhed gradient
    Norwegian\ \ fruktbarhet gradient
    Swedish\ \ fertilitetsgradient
    Greek\ \ κλίση γονιμότητας
    Finnish\ \ lannoitegradientti
    Hungarian\ \ termékenységi grádiens
    Turkish\ \ verimlilik değişimi
    Estonian\ \ sündimuse gradient; viljakuse gradient
    Lithuanian\ \ fertilumo gradientas
    Slovenian\ \ plodnost gradient
    Polish\ \ gradient urodzajności
    Ukrainian\ \ родючості градієнта
    Serbian\ \ плодност градијент
    Icelandic\ \ frjósemi halli
    Euskara\ \ ugalkortasun gradiente
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ الميل للخصوبة
    Afrikaans\ \ fertiliteitsgradiënt
    Chinese\ \ 人 口 生 育 梯 度 ( 变 化 曲 线 )
    Korean\ \ 출산력 기울기

    Statistical terms > fertility gradient

  • 3 slope ratio assay

    French\ \ comparaison de stimuli par le rapport des pentes des régressions; test du rapport des pentes
    German\ \ Neigungsverhältnisprüfung; Steigerungsverhältnisprüfung
    Dutch\ \ sterkteproef op hellingsverhouding
    Italian\ \ prova del rapporto delle pendenze
    Spanish\ \ ensayo de razón de la pendiente
    Catalan\ \ assaig de raó de pendents; prova de raó de pendents
    Portuguese\ \ ensaio da razão de declives
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ hældningskvotientanalyse
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ lutningskvots-assay
    Greek\ \ κλίση δοκιμασία δείκτη
    Finnish\ \ kulmakertoimien osamääräkoe
    Hungarian\ \ dölés arány elemzés
    Turkish\ \ eğim oranı denemesi
    Estonian\ \ tõususuhte proov
    Lithuanian\ \ nuolydžio koeficiento pavyzdys;nuolydžio koeficiento testas; posvyrio koeficiento pavyzdys; posvyrio koeficiento testas
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ układ doświadczenia typu stosunku współczynników kierunkowych
    Russian\ \ анализ углового коэффициента (прямой); анализ тангенса угла наклона (кривой)
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ halli hlutfall prófi
    Euskara\ \ -
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ المعايير بنسبة الميل
    Afrikaans\ \ hellingverhoudingsyking; hellingverhoudingsessai
    Chinese\ \ 斜 率 比 测 定
    Korean\ \ 기울기비시험

    Statistical terms > slope ratio assay

См. также в других словарях:

  • κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… …   Dictionary of Greek

  • κλίση — η 1. μετάθεση από την κάθετη ή οριζόντια θέση στην πλάγια, λύγισμα, γέρσιμο: Οι στρατιώτες έκαναν κλίση της κεφαλής δεξιά. 2. σχηματισμός των τύπων κλιτού μέρους του λόγου: Να μας πεις την κλίση του ονόματος το κρέας. 3. ροπή: Έχει κλίση στη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • κεκλιμένο επίπεδο — Απλή μηχανή, που αποτελείται από ένα σταθερό επίπεδο, που σχηματίζει οξεία γωνία με μια οριζόντια επιφάνεια. Ένα σώμα τοποθετημένο πάνω στο κ.ε. κινείται από τη δράση της συνιστώσας του βάρους που είναι παράλληλη προς αυτό το επίπεδο ενώ η κάθετη …   Dictionary of Greek

  • ισοκλινής — ές (Α ἰσοκλινής, ές) αυτός που έχει ίση κλίση, αυτός που κλίνει με όμοιο τρόπο προς όλες τις πλευρές, ισόρροπος νεοελλ. 1. φυσ. αυτός που παρουσιάζει την ίδια μαγνητική έγκλιση («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» γραμμές πάνω σε χάρτη οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»