-
61 склонность
η τάση, η κλίση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > склонность
-
62 спряжение
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спряжение
-
63 тенденция
η τάση, η ροπή, η κλίση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тенденция
-
64 тяготение
1. физ. η βαρύτηταη βα-ρύτηςη έλξη2. (влечение, стремление) η τάση, η κλίσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тяготение
-
65 уклон
1. (склон, отклонение) η κλίση- - дренажной трубы - του σωλήνα αποστράγγισης 2. (устремлённость в одну сторону какой-л. специализации) η τάση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уклон
-
66 фацет
1. (полигр) η (λοξή) κλίση 2. см. фасет.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фацет
-
67 фацетирование
полигр. η κλίση (λοξή κοπή), το μπιζουτάρισμα (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фацетирование
-
68 веяние
веяниес1. ἡ πνοή, τό φύσημα·2. перен ἡ τάση [-ις], ἡ κλίση [-ις], ἡ ροπή:\веяние времени τό πνεύμα τοῦ καιρού, ἡ τάση τῆς ἐποχής·3. (зерна) τό λίχνισμα. -
69 ворс
ворсм ἡ τρίχα, τό χνούδι:по \ворсу κατά τή διεύθυνση των τριχών против \ворса ἀντίθετα προς τήν κλίση τών τριχών κόντρα. -
70 деривация
деривацияж в разн. знач. ἡ παρέκ-κλιση [-ις], ἡ ἀπόκλιση [-ις], ἡ παροχέτευση [-ις], ἡ παραγωγή (λέξεων):\деривация снаряда ἡ ἀπόκλιση (или ἡ παρέκκλιση) βλήματος. -
71 жилка
жилкаж1. (листа и т. п.) ἡ νεύ-ρωση [-ις]·2. (прожилка) ἡ φλέβα, ἡ φλέψ (в дереве, металле)/ ἡ φλέβα (в мраморе)·3. (склонность) ἡ κλίση [-ις], ἡ ροπή. -
72 загиб
загибм1. (изгиб) ἡ κλίση [-ις], ἡ καμπή, ἡ πτυχή·2. перен ἡ ὑπερβολή, ἡ παρέκκλιση. -
73 крен
кренм1. (судна, самолета) ἡ κλίση[-ις] σκάφους, ἡ ἐτερορροπία:давать \крен γέρνω, κλίνω·2. перен ἡ παρέκκλιση[-ις1. -
74 наклон
наклонм1. ἡ κλίση [-ις], ἡ ἀπόκλιση[-ις]·2. · (наклонное положение) τό γέρσιμο, ἡ κλιτὐς, ἡ κατωφέρεια / ὁ κατήφορος (склон). -
75 наклонение
наклонениес1. (действие) ἡ κλίση [-ις], ἡ ἀπόκλιση [-ις]·2. гран. ἡ ἐγκλιση[-ις]:изъявительное \наклонение ἡ ὁριστική (έγκλιση)· повелительное \наклонение ἡ προστακτική (έγκλιση). -
76 отвес
отвесм1. тех. ἡ στάθμη, τό ἀλφάδι·2. (склон, направление) ἡ κλίση [-ις]:по \отвесу κάθετα, καθέτως. -
77 откос
откосм ἡ κλίση [-ις], ἡ κλιτύς, ἡ πλαγιά, ἡ κατωφέρεια, τό πρανές:береговой \откос ἡ απότομη δχθη ποταμού· пускать под \откос ἐκτροχιάζω. -
78 отлогость
отлог||остьж ἡ κλίση, ἡ κλιτύς, ἡ κατωφέρεια. -
79 предрасположение
предраспол||ожениес ἡ κλίση, ἡ τάση [-ις] / ἡ προ-διάθεση [-ις] (тж. к болезни). -
80 приверженность
привержен||ностьж1. (преданность) ἡ ἀφοσίωση [-ις] / ἡ πίστη (верность)·2. (склонность) ἡ κλίση [-ις], ἡ ροπή, ἡ διάθεση [-ις].
См. также в других словарях:
κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… … Dictionary of Greek
κλίση — η 1. μετάθεση από την κάθετη ή οριζόντια θέση στην πλάγια, λύγισμα, γέρσιμο: Οι στρατιώτες έκαναν κλίση της κεφαλής δεξιά. 2. σχηματισμός των τύπων κλιτού μέρους του λόγου: Να μας πεις την κλίση του ονόματος το κρέας. 3. ροπή: Έχει κλίση στη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
κεκλιμένο επίπεδο — Απλή μηχανή, που αποτελείται από ένα σταθερό επίπεδο, που σχηματίζει οξεία γωνία με μια οριζόντια επιφάνεια. Ένα σώμα τοποθετημένο πάνω στο κ.ε. κινείται από τη δράση της συνιστώσας του βάρους που είναι παράλληλη προς αυτό το επίπεδο ενώ η κάθετη … Dictionary of Greek
ισοκλινής — ές (Α ἰσοκλινής, ές) αυτός που έχει ίση κλίση, αυτός που κλίνει με όμοιο τρόπο προς όλες τις πλευρές, ισόρροπος νεοελλ. 1. φυσ. αυτός που παρουσιάζει την ίδια μαγνητική έγκλιση («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» γραμμές πάνω σε χάρτη οι οποίες… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek