-
1 ἐρέφω
Grammatical information: v.Meaning: `cover, give a roof' (Pi., Ar.)Compounds: somet. with prefix ἀμφ-, ἐπ-, κατ-, - As 2. member e. g. in ὑψ-όροφος `with high roof' (Hom.); also ὑψ-ερεφής, - ηρεφής `id.' (Hom.), κατ-ηρεφής `with a roof, vaulted' (Il.), πετρ-ηρεφής `vaulted with rocks' (A., E.) a. o.; cf. Schwyzer-Debrunner 475, Strömberg Prefix Studies 140.Derivatives: ἔρεψις `roofing' (Thphr.) with ἐρέψιμος (Pl.; vgl. Arbenz Die Adj. auf - ιμος 49); with ablaut ὄροφος m. `cover, roof' (Orac. ap. Hdt. 7, 140, A.), also `thatsch for a roof' (Ω 451), ὀροφή f. `roof', esp. `cover of a room' (Ion.-Att., Od.) with ὀροφίας name of a snake (Ar. V. 206), = ὄφις τῶν κατ' οἰκίαν H.; cf. Georgakas Μνήμης χάριν 1, 126; ὀρόφινος `covered with thatch' (Aen. Tact.), ὀροφ-ιαῖος, - ιος, - ικός `belonging to ὀροφή (ὄροφος)' (Att., hell.); denomin. verb ὀροφόω `roof' (hell.) with ὀρόφωμα, ὀρόφωσις.Etymology: The only agreements are the 2. member in OHG hirni-reba `skull' (prop. "brain-cover"), and the Germanic word for `rib' (as "roof of the breast"?) OHG rippa, rippi, OE ribb, OWNo. rif n., IE *h₁rebh-i̯o-, and also Russ. etc. rebró `id.' - Schrader KZ 30, 469f.; see Vasmer Russ. et. Wb. s. v. - Diff. Machek Listy filol. 68, 94ff. - The ὀ- ὀροφ- must be due to assimilation in *ἐροφ-.Page in Frisk: 1,556Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐρέφω
-
2 κισσηρεφής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κισσηρεφής
-
3 νυκτηρεφής
νυκτ-ηρεφής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυκτηρεφής
-
4 πετρηρεφής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πετρηρεφής
-
5 ἀμφηρεφής
ἀμφ-ηρεφής, ές ( ἐρέφω): covered at both ends, close-covered, closed, Il. 1.45†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμφηρεφής
-
6 ἐπηρεφής
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπηρεφής
-
7 κατηρεφής
κατ - ηρεφής, ές ( ἐρέφω): covered over, vaulted, overhanging.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κατηρεφής
-
8 πέτρᾱ
πέτρᾱ, -ηGrammatical information: f.Meaning: `rock, rocky mountain range, cliff, ridge; rock cavern, cave' (Il.), second. `boulder, stone' (hell.).Compounds: E.g. πετρ-ηρεφής `covered with rocks' (A., E.), πετρο-βόλος `throwing rocks' with - ία (X., Plb.); ὑπό-πετρος `rocky' (Hdt., Thphr.; Kretschmer Glotta 21, 221; not better Sommer A. u. Sprw. 20 f.).Derivatives: Also πέτρος m. (f.) `boulder, stone' (Il.). -- Several adj. with the meaning `rocky, belonging to rocks etc., stony': πετρ-αῖος (poet. since μ 231), also as surn. of Poseidon (Pi.; Nilsson Gr. Rel. 1, 447), - ήεις (Il.), - ινος (Ion. poet.), - ώδης (IA.), - ήρης (S.), - ώεις (Marc. Sid.). Dimin. - ίδιον n. (Arist.); adv. - ηδόν (Luc.). Design. of place πετρών, - ῶνος m. `rocky place' (Priene IIa). Denom. πετρόομαι, - όω, also w. κατα-, ὑπο-, `to be stoned, to be turned, to turn into stone' (E., X., Lyc. etc.) with πέτρωμα n. `stoning' (E.), also `heap of stones' (Paus.; from πέτρος enlarged, cf. Chantraine Form. 187). Several plantnames, after the position: πετρ-ίνη, - αία, - αῖον, - ώνιον, - ίς, ἐπί-πετρον etc. (Strömberg 116).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: On πέτρα as collectiv beside πέτρος Wackernagel Syntax 2, 14. -- Unexplained. After Porzig Satzinhalte 349 prop. *'collapse' (to πίπτω); hypothetical. Not better Wood ClassPhil. 3, 74ff. (to Lat. impetīgō; cf. W.-Hofmann s.v.); Güntert Labyrinth 20 f. (inversed from *τέπρα, to taberna; s. W.-H. s. v., Kretschmer Glotta 22, 253); still diff. (to πετάννυμι Groselj Živa Ant. 5, 111 f. Older attempts in Bq. - Furnée 370 adduces Basque petaŕ, s. also 272, 355. The word will be Pre-Greek.Page in Frisk: 2,522-523Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πέτρᾱ
См. также в других словарях:
κατηρεφής — κατηρεφής, ές (Α) 1. καλά στεγασμένος, σκεπασμένος, καλυμμένος («σπέος... δάφνῃσι κατηρεφές», Ομ. Οδ.) 2. θολωτός, κυρτός (α. «εὕδοντ ἐν κατηρεφεῑ πέτρῳ», Σοφ. β. «στέγην γὰρ ἧς κατηρεφεῑς δόμοι», Ευρ.) 3. (για δέντρα) αυτός που έχει πυκνό… … Dictionary of Greek
κισσηρεφής — ές (Α κισσηρεφής, ές) ο καλυμμένος με κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + ηρεφής (< ἐρέφω «καλύπτω»), πρβλ. νυκτ ηρεφής, πετρ ηρεφής. Το η λόγω τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
νυκτηρεφής — νυκτηρεφής, ές (Α) 1. αυτός ο οποίος καλύπτεται από τη νύχτα, σκοτεινός 2. μτφ. λυπηρός («μένει δ ἀκοῡσαι τί μου μέριμνα νυκτηρεφές», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ηρεφής (< ἐρέφω), πρβλ. πετρ ηρεφής. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση εν … Dictionary of Greek
πετρηρεφής — ές, Α με στέγη από πέτρα, σκεπασμένος από βράχο («ἄντρα πετρηρεφή», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + ηρεφής (< ἐρέφω «στεγάζω, καλύπτω με στέγη»), πρβλ. νυκτ ηρεφης. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
συνηρεφής — ές, Α 1. πυκνά καλυμμένος με δέντρα 2. αυτός που έχει συμπαγή σύσταση, πυκνή μάζα, συμπαγής 3. (με ενεργ. σημ.) αυτός που καλύπτει κάτι καλά 4. μτφ. σκυθρωπός, κατσουφιασμένος 5. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνηρεφές σύσκιος τόπος, ησκιάδα. επίρρ...… … Dictionary of Greek
υψερεφής — και ὑψηρεφής, ές, Α 1. αυτός που έχει ψηλή οροφή, ψηλοτάβανος («ὑψερεφές μέγα δῶμα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ερεφής / ηρεφής (< ἐρέφω), πρβλ. ἀμφ ηρεφής] … Dictionary of Greek
φυλληρεφής — ές, Ν (λόγιος τ.) καλυμμένος από φυλλώματα δένδρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο + ηρεφής (< ἐρέφω «στεγάζω, καλύπτω με στέγη»), πρβλ. νυκτ ηρεφής. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
αμφηρεφής — ἀμφηρεφής, ές (ΑΜ) στεγασμένος αρχ. (για τη φαρέτρα τού Απόλλωνος) αυτή που είναι κλεισμένη και από τις δύο πλευρές, επάνω και κάτω κλειστή, καλά κλεισμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ηρεφὴς < ἐρέφω «καλύπτω με στέγη» (πρβλ. ὑψηρεφής, πετρηρεφής … Dictionary of Greek
δαφνηρεφής — δαφνηρεφής, ές (Α) σκεπασμένος με δάφνες. [ΕΤΥΜΟΛ. δάφνη + ηρεφής < ερέφω «καλύπτω με στέγη» (πρβλ. αμφηρεφής, υψηρεφής)] … Dictionary of Greek
επηρεφής — ἐπηρεφής ές (Α) 1. αυτός που κρέμεται από ψηλά, που προεξέχει («κρημνοὶ ἐπηρεφέες», Ομ. Ιλ.) 2. σκεπαστός, θολωτός 3. καλυμμένος, σκεπασμένος με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηρεφής (< ερέφω «σκεπάζω, στεγάζω»)] … Dictionary of Greek
ερέφω — ἐρέφω και ἐρέπτω (Α) 1. στεγάζω, καλύπτω με στέγη, σκεπάζω («ξύλοις ἤρεψεν τὴν οἰκίαν», Δημοσθ.) 2. επιστέφω, στεφανώνω, καλύπτω με στεφάνι 3. διακοσμώ, στολίζω κάτι σαν με στεφάνι ή με άνθη («κρανίοις... ναόν... ἐρέφοντα», Πίνδ.) 4. καλύπτω,… … Dictionary of Greek