Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

αῖον

  • 1 άιον

    ἄ̱ϊον, ἀίω 1
    perceive: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ἄ̱ϊον, ἀίω 1
    perceive: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
    ἄϊον, ἀίω 1
    perceive: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
    ἄϊον, ἀίω 1
    perceive: imperf ind act 1st sg (homeric ionic)
    ἄ̱ϊον, ἀίω 2
    perceive: imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > άιον

  • 2 ἄιον

    ἄ̱ϊον, ἀίω 1
    perceive: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ἄ̱ϊον, ἀίω 1
    perceive: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
    ἄϊον, ἀίω 1
    perceive: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
    ἄϊον, ἀίω 1
    perceive: imperf ind act 1st sg (homeric ionic)
    ἄ̱ϊον, ἀίω 2
    perceive: imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἄιον

  • 3 άιον

    ἄ̱ϊον, ἀίω 1
    perceive: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ἄ̱ϊον, ἀίω 1
    perceive: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
    ἄ̱ϊον, ἀίω 2
    perceive: imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > άιον

  • 4 αἰονάω

    A moisten, foment, Hp.Nat.Mul.44: [tense] fut.

    αἰονήσω BKT3.20

    : [tense] aor. 1

    ᾐόνησα A.Fr. 425

    :—[voice] Med., Lyc.1425.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰονάω

  • 5 αἰόνημα

    A fomentation, D.C.55.17, EM348.27.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰόνημα

  • 6 αἰόνησις

    A fomenting, Hp.Liqu.1, Poll.4.180, Gal.10.781.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰόνησις

  • 7 μνααίον

    μνᾱαῖον, μνααῖος
    of the weight of a: masc acc sg
    μνᾱαῖον, μνααῖος
    of the weight of a: neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > μνααίον

  • 8 μνααῖον

    μνᾱαῖον, μνααῖος
    of the weight of a: masc acc sg
    μνᾱαῖον, μνααῖος
    of the weight of a: neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > μνααῖον

  • 9 ἀΐω

    ἀΐω (A), [dialect] Ep. and Lyr. word, freq. used by Trag. in lyr., cf. Hermipp.47.7 (anap.); once only in dialogue (S.OC 304): only [tense] pres. and [tense] impf. ([tense] aor.
    A

    ἐπ-ήϊσα Hdt.9.93

    ):— perceive by the ear, hear, c. acc. rei,

    οὐκ ἀΐεις ἅ τέ φησι; Il.15.130

    , cf. 248;

    Νέστωρ δὲ πρῶτος κτύπον ἄϊε 10.532

    , cf. 21.388, Pi.Pae.6.8, A.Ag.55, Supp.59, E.Med. 148, etc.: c. gen.rei, Sapph.1.6, S.OC 304, Ph. 1410: c. gen. pers.,

    ἀΐει μου.. βασιλεύς A.Pers. 633

    ;—also, perceive by the eye, see, Od. 18.11, S.OC 181:—generally, perceive,

    οὐκ ἀΐεις ὡς Τρῶες.. ἥαται ἄγχι νεῶν; Il.10.160

    .
    2 c. gen., listen to, give ear to,

    δίκης Hes. Op. 213

    (dub. l.); obey, A.Pers. 874, Ar.Nu. 1166. (Cf. Skt. āvis 'clear', Lat. au-dio.) [Hom. uses [pron. full] always in [tense] pres., ᾰῐω; so A. Pers. 633, S.Ph. 1410; but ᾱῐεις

    , ᾱῐων A.Supp.59

    (prob.), S.OC 181, 304: [tense] impf. ᾱῐε Il.10.532, 21.388 (as always in Trag.), but ᾰῐεν Il.11.463, ᾰῐον 18.222:—ι is always short, except ᾰῑε in Hes.Op. 213 (dub. 1.), and perh.

    ἀϊόντεσσι Od.1.352

    .]
    ------------------------------------
    ἀΐω (B), [ᾱ],
    A = ἄημι, breathe, (dub.) once in [tense] impf., ἐπεὶ φίλον ἄϊον ἦτορ when I was breathing out my life, Il.15.252.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀΐω

  • 10 ἐπικεφάλαιος

    A of or for the head,

    κόσμος Suid.

    s.v. τιάρα, EM758.4.
    II. Subst. -αιον, τό, = ἐπικεφάλιον, Arist. Oec. 1346a4, POxy.1157.14 (iii A.D.);

    - αιον τέλος SIG1009.4

    (Chalcedon, iii/ii B.C.).
    2. list, register, PTeb.174 (ii B.C.), etc.
    3. measure of weight, = two δίδραγμα, Hero *Mens.60.4.
    III. Adv. - αίως with brief headings, summarily, Gal.17(2).207.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικεφάλαιος

  • 11 ἀίω

    1. ἀίω (1) ( ἀϝίω), only pres. and ipf. ἄιον: (1) hear; abs., and w. gen. or acc. — (2) mark, perceive, never inconsistently with the sense of hearing, πληγῆς ἀίοντες, the horses hear the lash as well as feel the stroke, Il. 11.532 .— οὐκ ἀίεις (= ἀκούεις;); or, sometimes, ‘markest thou not?’ ‘remarkest,’ Il. 15.248, Od. 1.298.
    2. ἀίω (2) (cf. ἄϝημι): breathe out; φίλον ἄιον ἦτορ, ‘was (near) breathing my last,’ Il. 15.252†.

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀίω

  • 12 ἀπνευ-

    ἀπνευ- frag. ]
    1

    αιον δόλον απνευ[ Pae. 8.87

    Lexicon to Pindar > ἀπνευ-

  • 13 δόλος

    1 cunning, treachery φῶτας δ' ὀξυρεπεῖ δόλῳ ἀπτωτὶ δαμάσσαις in wrestling O. 9.91 θυγατέρι ἅντε δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι, καλὸν πῆμα (= ψεῦδος γλυκύ v. 37) P. 2.39

    καὶ τότε γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα ξεινίαν κοίταν ἄθεμίν τε δόλον P. 3.32

    τὸν δὴ (sc. Ὀρέσταν) —

    Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος P. 11.18

    ὥς τέ νιν (= Πηλέα) —

    Ἱππολύτα δόλῳ πεδᾶσαι ἤθελε N. 5.26

    ]

    αιον δόλον ἀπνευ[ Pae. 8.87

    Lexicon to Pindar > δόλος

  • 14 μοῖσα

    μοῑσα (μοῖσαν; Μοῖσα, -αν, -α, -αι, -ᾶν, -αιςι), - αι.)
    1 art of the muse γινώσκομαι δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων ἅλις a chorus of Keans speaks; a ref. to Simonides and Bacchylides? Πα. 4. 24, cf. 2. a. β. infra.
    2 Muses, the nine daughters of Mnemosyne by Zeus, v. Πα. 12. 2, Πα. 6. 56, patrons of the arts, cf. Κλεώ, Πιερίδες, Ἑλικωνιάδες, Χάριτες, Τερψιχόρα, Καλλιόπα.
    a sing.
    I semi-personified as the provider of inspiration and song.

    ἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει O. 1.112

    Μοῖσα δ' παρέστα μοι νεοσίγαλον εὑρόντι τρόπον O. 3.4

    ὦ Μοῖσ, ἀλλὰ σὺ καὶ θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός O. 10.3

    Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι P. 1.58

    Μοῖσα P. 4.3

    Μοῖσα, τὸ δὲ τεὸν P. 11.41

    ὦ πότνια Μοῖσα, μᾶτερ ἁμετέρα, λίσσομαι N. 3.1

    εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα N. 6.28

    Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν N. 7.77

    ὦ Μοῖσα I. 6.57

    αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν I. 8.6

    Μοῖσ, ἀνέγειρ' ἐμέ fr. 6a. e. ἐμὲ δ' ἐξαίρετον κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ Δ. 2. 2. μαντεύεο, Μοῖσα fr. 150. Μοῖσ' ἀνέηκέ με fr. 151.
    II the art of the muses, music

    ἐν δὲ Μοῖσ' ἁδύπνοος, ἐν δ Ἄρης ἀνθεῖ O. 13.22

    αὔξεται καὶ Μοῖσα δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279

    δίδωσί τε Μοῖσαν, οἷς ἂν ἐθέλῃ sc.

    Ἀπόλλων P. 5.65

    Μοῖσα δ' οὐκ ἀποδαμεῖ P. 10.37

    μεγάλων δ' ἀέθλων Μοῖσα μεμνᾶσθαι φιλεῖ N. 1.12

    Αἰακῷ σε (= θυμόν) φαμὶ γένει τε Μοῖσαν φέρειν N. 3.28

    ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις I. 2.6

    ἔνθα ἀριστεύοισιν καὶ χοροὶ καὶ Μοῖσα καὶ Ἀγλαία at Sparta fr. 199. 3.
    III frag.

    λίγεια μὲν Μοῖσ' ἀφα[ Pae. 14.32

    b pl., as goddesses and patrons of the arts.

    τοῦτό γέ οἱ σαφέως μαρτυρήσω· μελίφθογγοι δ' ἐπιτρέψοντι Μοῖσαι O. 6.21

    ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός, ἠυκόμων σκυτάλα Μοισᾶν the chorus leader, Aineas O. 6.91

    νέκταρ χυτόν, Μοισᾶν δόσιν O. 7.7

    ἑκαταβόλων Μοισᾶν ἀπὸ τόξων O. 9.5

    ἐν Μοισᾶν δίφρῳ O. 9.81

    ἐγγυάσομαι ὔμμιν, ὦ Μοῖσαι O. 11.17

    Μοίσαις γὰρ ἀγλαοθρόνοις ἑκὼν Ὀλιγαιθίδαισίν τ' ἔβαν ἐπίκουρος O. 13.96

    χρυσέα φόρμιγξ, Ἀπόλλωνος καὶ ἰοπλοκάμων σύνδικον Μοισᾶν κτέανον P. 1.2

    ἀμφί τε Λατοίδα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν P. 1.12

    χρυσαμπύκων μελπομενᾶν ἐν ὄρει Μοισᾶν καὶ ἐν ἑπταπύλοις ἄιον Θήβαις sc. Peleus and Kadmos, on the occasion of their marriages (cf. N. 5.23) P. 3.90 ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω (cf. N. 10.26) P. 4.67 ἔν τε Μοίσαισι ποτανὸς ἀπὸ ματρὸς φίλας Arkesilas, soaring among the arts P. 5.114

    αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες ἀοιδαὶ N. 4.3

    πρόφρων δὲ καὶ κείνοις ἄειδ' ἐν Παλίῳ Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός at the marriage of Peleus and Thetis N. 5.23

    μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε N. 7.12

    κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε, Μοῖσαι, τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν N. 9.1

    ἀκοντίζων σκοποἶ ἄγχιστα Μοισᾶν N. 9.55

    ( Θεαῖος) Μοίσαισί τ' ἔδωκ ἀρόσαι (τουτέστι τοὺς στεφάνους διὰ τὸν ὕμνον Σ.) N. 10.26

    χρυσαμπύκων ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον κλυτᾷ φόρμιγγι συναντόμενοι I. 2.2

    προφρόνων Μοισᾶν τύχοιμεν I. 4.43

    φλέγεται δ' ἰοπλόκοισι Μοίσαις Strepsiadas I. 7.23 ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ' ἀέθλων the citizens of Aigina I. 9.8

    ἀλλὰ παρθένοι γάρ, ἴσθ' ὅτι, Μοῖσαι, πάντα Pae. 6.54

    Μοισᾶν[ Pae. 6.181

    πο]τανὸν ἅρμα μοισα[ Πα. 7B. 14.

    ὦ Μοῖσαι Pae. 8.65

    ἐννέ[α Μοί]σαις Pae. 12.2

    εὐάμπυκες [ ἀέ]ξετ' ἔτι, Μοῖσαι, θάλος ἀοιδᾶν Δ. 1. 1. τί ἔρδων φίλος σοί τε, καρτερόβρεντα Κρονίδα, φίλος δὲ Μοίσαις, Εὐθυμίᾳ τε μέλων εἴην; fr. 155. 2. οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198. εὔδ]οξα Μοίσαις[ (supp. Snell, cum χρυ[σο]π[λόκοις coniugens, improbante Lobel) fr. 215b. 8. Μοῖσαι ἀργύρεαι ?fr. 287. ] ροαι δὲ Μοῖσαι ω[ ?fr. 334a. 3. θρέμματα Μουσῶν ( Μοισᾶν scribendum: of poets) ?fr. 352.

    Lexicon to Pindar > μοῖσα

  • 15 ὅστε

    ὅστε, ὅς τε ( ὅντε), οἵτε); ἅτε), ἅντε, αἵτε; ἅτε nom., acc.)
    a rel., who, which

    Μοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.35

    Καφισίων ὑδάτων λαχοῖσαι αἵτε ναίετε καλλίπωλον ἕδραν, Χάριτες ( ταίτε coni. Bergk) O. 14.2

    θυγατέρι. ἅν τε δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.39

    ( Πηλεὺς καὶ Κάδμος)

    λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν, οἵ τε ἄιον P. 3.89

    φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο, ξείνοις ἅ τ ἐλθόντεσσιν εὐεργέται δεῖπν ἐπαγγέλλοντι πρῶτονP. 4.30 [ οἳ τε (codd.: οἳ γε Mosch.: οἳ λτ;προγτ; Schr.: τε del. Wil., edd. plerique) P. 7.10]

    χάριν. ἅ τε τὸν Ἰφικλείδαν διαφέρει Ἰόλαον P. 11.59

    φιλάγλαε, καλλίστα βροτεᾶν πολίων, Φερσεφόνας ἕδος, ἅ τ' ὄχθαις ἔπι μηλοβότου ναίεις Ἀκράγαντος ἐύδματον κολώναν, ὦ ἄνα P. 12.2

    ἀρούραισιν, αἵτ' ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν N. 6.9

    ἀεθλοφόροι οἵ τε πόνων ἐγεύσαντο N. 6.24

    ἔργα. Βασσίδαισιν ἅ τ' οὐ σπανίζει N. 6.31

    ὥρα πότνια, ἅ τε παρθενηίοις παίδων τ' ἐφίζοισα γλεφάροις τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ ἑτέραις (v. Barrett on Eur., Hipp. 526) N. 8.2

    ἱππίων ἀέθλων κορυφάν, ἅ τε Φοίβῳ θῆκεν Ἄδραστος N. 9.9

    χαλκὸν μυρίον ὅν τε Κλείτωρ θῆκε N. 10.47

    παῖ Ῥέας, ἅ τε πρυτανεῖα λέλογχας, Ἑστία N. 11.1

    Νικόμαχος ὅν τε καὶ κάρυκες ὡρᾶν ἐνέγνον I. 2.23

    φάμα · ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις Σικυῶνος I. 4.25

    ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει I. 4.47

    Πηλέι, ὅν τ' εὐσεβέστατον φάτις Ἰαολκοῦ τράφειν πεδίονI. 8.40 τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν fr. 33c. 3.

    Πανελλάδος, ἅν τε Δελφῶν ἔθνος εὔξατο λιμοῦ θ[ Pae. 6.63

    [οἵ τ (τ balances τ v. 5.) fr. 75. 3.] ὦ μάκαρ, ὅν τε μεγάλας θεοῦ κύνα παντοδαπὸν καλέοισιν Ὀλύμπιοι fr. 96. 1. νεάνιδες, αἵ τε τᾶς χλωρᾶς λιβάνου ξανθὰ δάκρη θυμιᾶτε fr. 122. 3. τῶ[ν.. Λο]κρῶν τις, οἵ τ' ἀργίλοφον πὰρ Ζεφυρίου κολώναν ν[ fr. 140b. 4. πῦρ πνέοντος ἅ τε κεραυνοῦ ἄγχιστα (sc. ἡμένα Ἀθάνα) fr. 146. om. antecedent,

    σάφα δαεὶς ἅ τε οἱ πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν ἔχρεον O. 7.91

    b n. pl. ἅτε,
    I just as, like c. subs., part., gen. abs.

    ὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον πῦρ ἅτε διαπρέπει νυκτὶ O. 1.2

    τεά κεν ἐνδομάχας ἅτ' ἀλέκτωρ συγγόνῳ παῤ ἑστίᾳ ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12.14

    ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι P. 2.79

    ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει, τέκνοισιν ἅτε μαψυλάκας Διὸς Κόρινθος N. 7.105

    εἶπέν τε φωνήσαις ἅτε μάντις ἀνήρ I. 6.51

    ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ πειθόμενος Pae. 6.12

    ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ fr. 241.
    II inasmuch as c. part.

    ποτὶ δ' ἐχθρὸν ἅτ ἐχθρὸς ἐὼν ὑποθεύσομαι P. 2.84

    Lexicon to Pindar > ὅστε

  • 16 ὅς τε

    ὅστε, ὅς τε ( ὅντε), οἵτε); ἅτε), ἅντε, αἵτε; ἅτε nom., acc.)
    a rel., who, which

    Μοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.35

    Καφισίων ὑδάτων λαχοῖσαι αἵτε ναίετε καλλίπωλον ἕδραν, Χάριτες ( ταίτε coni. Bergk) O. 14.2

    θυγατέρι. ἅν τε δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.39

    ( Πηλεὺς καὶ Κάδμος)

    λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν, οἵ τε ἄιον P. 3.89

    φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο, ξείνοις ἅ τ ἐλθόντεσσιν εὐεργέται δεῖπν ἐπαγγέλλοντι πρῶτονP. 4.30 [ οἳ τε (codd.: οἳ γε Mosch.: οἳ λτ;προγτ; Schr.: τε del. Wil., edd. plerique) P. 7.10]

    χάριν. ἅ τε τὸν Ἰφικλείδαν διαφέρει Ἰόλαον P. 11.59

    φιλάγλαε, καλλίστα βροτεᾶν πολίων, Φερσεφόνας ἕδος, ἅ τ' ὄχθαις ἔπι μηλοβότου ναίεις Ἀκράγαντος ἐύδματον κολώναν, ὦ ἄνα P. 12.2

    ἀρούραισιν, αἵτ' ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν N. 6.9

    ἀεθλοφόροι οἵ τε πόνων ἐγεύσαντο N. 6.24

    ἔργα. Βασσίδαισιν ἅ τ' οὐ σπανίζει N. 6.31

    ὥρα πότνια, ἅ τε παρθενηίοις παίδων τ' ἐφίζοισα γλεφάροις τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ ἑτέραις (v. Barrett on Eur., Hipp. 526) N. 8.2

    ἱππίων ἀέθλων κορυφάν, ἅ τε Φοίβῳ θῆκεν Ἄδραστος N. 9.9

    χαλκὸν μυρίον ὅν τε Κλείτωρ θῆκε N. 10.47

    παῖ Ῥέας, ἅ τε πρυτανεῖα λέλογχας, Ἑστία N. 11.1

    Νικόμαχος ὅν τε καὶ κάρυκες ὡρᾶν ἐνέγνον I. 2.23

    φάμα · ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις Σικυῶνος I. 4.25

    ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει I. 4.47

    Πηλέι, ὅν τ' εὐσεβέστατον φάτις Ἰαολκοῦ τράφειν πεδίονI. 8.40 τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν fr. 33c. 3.

    Πανελλάδος, ἅν τε Δελφῶν ἔθνος εὔξατο λιμοῦ θ[ Pae. 6.63

    [οἵ τ (τ balances τ v. 5.) fr. 75. 3.] ὦ μάκαρ, ὅν τε μεγάλας θεοῦ κύνα παντοδαπὸν καλέοισιν Ὀλύμπιοι fr. 96. 1. νεάνιδες, αἵ τε τᾶς χλωρᾶς λιβάνου ξανθὰ δάκρη θυμιᾶτε fr. 122. 3. τῶ[ν.. Λο]κρῶν τις, οἵ τ' ἀργίλοφον πὰρ Ζεφυρίου κολώναν ν[ fr. 140b. 4. πῦρ πνέοντος ἅ τε κεραυνοῦ ἄγχιστα (sc. ἡμένα Ἀθάνα) fr. 146. om. antecedent,

    σάφα δαεὶς ἅ τε οἱ πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν ἔχρεον O. 7.91

    b n. pl. ἅτε,
    I just as, like c. subs., part., gen. abs.

    ὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον πῦρ ἅτε διαπρέπει νυκτὶ O. 1.2

    τεά κεν ἐνδομάχας ἅτ' ἀλέκτωρ συγγόνῳ παῤ ἑστίᾳ ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12.14

    ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι P. 2.79

    ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει, τέκνοισιν ἅτε μαψυλάκας Διὸς Κόρινθος N. 7.105

    εἶπέν τε φωνήσαις ἅτε μάντις ἀνήρ I. 6.51

    ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ πειθόμενος Pae. 6.12

    ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ fr. 241.
    II inasmuch as c. part.

    ποτὶ δ' ἐχθρὸν ἅτ ἐχθρὸς ἐὼν ὑποθεύσομαι P. 2.84

    Lexicon to Pindar > ὅς τε

  • 17 θνησιμαῖος

    θνησ-ῐμαῖος, α, ον, neut. as Subst. [suff] θνης-αῖον, τό,= foreg., LXX 3 Ki.13.25, al.; τῶν θ. οὐχ ἅψεσθε ib.Le.11.8, cf. Hierocl. in CA26p.480M.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θνησιμαῖος

  • 18 καταβολαῖον

    A storehouse, PFay.110.6, 30 (i A. D.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβολαῖον

  • 19 κορυφαῖον

    A upper rim of a hunting-net, prop. neut. of sq., X.Cyn.10.2, Poll.5.31.
    II in pl., head-parts of animals sacrificed, prob. in SIG1002.12 (Milet., v/iv B. C.).
    III Archit., central block of tympanum, IG12.373.100, 115; ridge-beam of a roof, ib.22.1668.49,52.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορυφαῖον

  • 20 κορυφαῖος

    A head man, chief, leader,

    αὐτὸς ἕκαστος βουλόμενος κ. εἶναι Hdt.3.82

    ; τῶν ἀνδρῶν τοὺς κ. ib. 159, cf. 6.23, 98, Pl.Tht. 173c; οἱ κ. party-leaders, Plb.28.4.6, cf. Phld.Sto.Herc.339.11; in the Drama, leader of the chorus,

    ἡγεμὼν τῆς φυλῆς κ. D.21.60

    codd., cf. Arist.Pol. 1277a11, Posidon.15J., etc.; κ. ἑστηκώς standing at the head of the row, Ar.Pl. 953.
    II as Adj., at the top, ὁ κ. πῖλος the apex of the Roman flamen, Plu.Marc.5; τὰ κ. τῆς νίκης the crowning fruits of.., Hdn.8.3.5;

    κ. τέλος τῶν πραγμάτων Id.7.5.2

    ; τοῦ λαμπροῦ -αῖον (sc. αἴτιον) Phld.Po.2.41.
    2 epith. of Zeus, CIG4458.4 (Seleucia in Pieria); of the Roman Jupiter Capitolinus, Paus.2.4.5: [comp] Sup. κορυφαιότατος in later Gr.,

    κ. ἀρχαί CIG3885

    ([place name] Eumeneia), cf. Plu.2.1115b, Luc.Sol.5, Hist.Conscr.34.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορυφαῖος

См. также в других словарях:

  • ἄιον — ἄ̱ϊον , ἀίω 1 perceive imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱ϊον , ἀίω 1 perceive imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἄϊον , ἀίω 1 perceive imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἄϊον , ἀίω 1 perceive imperf ind act 1st sg (homeric ionic) ἄ̱ϊον …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • .άιον — ἄ̱ϊον , ἀίω 1 perceive imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱ϊον , ἀίω 1 perceive imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἄ̱ϊον , ἀίω 2 perceive imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καστάναιον — καστάναιον, τὸ (Α) επιγρ. στον πληθ. τὰ καστάναια τα κάστανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανον + αιον (πρβλ. κεφάλ αιον, κώπ αιον)] …   Dictionary of Greek

  • καταβολαίον — καταβολαῑον, τὸ (Α) αποθήκη εμπορευμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταβολ τού καταβάλλω με τη σημ. «αποθηκεύω» + κατάλ. αῖον (πρβλ. κρηπιδ αίον, νυμφ αίον)] …   Dictionary of Greek

  • κρηπιδαίον — κρηπιδαῑον και επιγρ. κρηπίδειον, τὸ (Α) η κρηπίδα, τα θεμέλια σπιτιού («τοῡ γείσου συντετελεσμένου καὶ τοῡ κρηπιδαίου», Λυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, ῖδος (Ι) + κατάλ. αῖον (πρβλ. καλαμ αίον, λιμν αίον)] …   Dictionary of Greek

  • κόπαιον — κόπαιον, τὸ (Α) τεμάχιο, κομμάτι, τμήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπή + κατάλ. αιον, ουδ. τής αιος (πρβλ. γύν αιον, δικ αιον)] …   Dictionary of Greek

  • λαριναίον — λαριναῑον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λαριναῑον κύρτον οἱ ἁλιεῑς τὸν ἐκ λε(υ)κέας ἢ μέγαν». [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρινος + κατάλ. αῖον (πρβλ. λιμν αίον, μελισσ αίον)] …   Dictionary of Greek

  • Μιθραίον — Μιθραῑον, τὸ (Α) ιερό τού θεού Μίθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μίθρας + κατάλ. αῖον (πρβλ. Ηρ αίον)] …   Dictionary of Greek

  • αγελαίος — (I) αία, αίο (Α ἀγελαῑος, αία, αῑον, Μ ἀγέλαιος, αία, αιον) 1. αυτός που ανήκει σε αγέλη 2. αυτός που ζει ομαδικά, κοπαδιαστά 3. κοινός, συνηθισμένος νεοελλ. χυδαίος, «τού σωρού» αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἀγελαῑοι τα μέλη τής… …   Dictionary of Greek

  • αναγκαίος — αία, αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, αῑα, αῑον και –αῑος, αῑον) 1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος 2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαία α) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η… …   Dictionary of Greek

  • συμβόλαιο — το / συμβόλαιον, ΝΑ νεοελλ. 1. (νομ.) α) έγγραφη συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων πάνω σε μια έννομη σχέση β) δημόσιο έγγραφο, αποδεικτικό ή και συστατικό ορισμένης δικαιοπραξίας, το οποίο συντάσσεται από συμβολαιογράφο κατά την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»