-
1 πετρ-ηρεφής
πετρ-ηρεφής, ές, mit Felsen, Steinen bedeckt, überwölbt, ἄντρα, Aesch. Prom. 300, wie Eur. Cycl. 82, vgl. Ion 1400.
-
2 συγ-κατ-ηρεφής
συγ-κατ-ηρεφής, ές, ganz bedeckt, Lycophr. 1279.
-
3 συν-ηρεφής
συν-ηρεφής, ές, mit Bäumen dicht besetzt, σῆμα πτελέῃσι, Antiphil. 37 (VII, 141); übertr., bedeckt, verhüllt, ξυνηρεφὲς πρόςωπον εἰς γῆν βαλοῦσα, Eur. Or. 955; u. in Prosa, χώρη ἴδῃσι, Her. 1, 110. 7, 111; Luc. Gymnas. 18.
-
4 νυκτ-ηρεφής
νυκτ-ηρεφής, ές, mit Nacht bedeckt, schwarz umhüllt, μένει δ' ἀκοῦσαί τί μου μέριμνα νυκτηρεφές, Aesch. Ag. 447.
-
5 κατ-ηρεφής
κατ-ηρεφής, ές (ἐρέφω), überdacht, überwölbt, bedeckt; σπέος Od. 13, 349; σηκοί Il. 18, 589; σμήνεα Hes. Th. 694; μέγα κῦμα κατηρεφές, eine große, übergewölbte Woge, Od. 5, 367; δάφνῃσι κατηρεφὲς σπέος, überwölbt mit Lorbeerbäumen, oder beschattet davon, 9, 183; δώματα μακρῇσι πέτρῃσι κατηρεφέα Hes. Th. 778; ἐν κατηρεφεῖ πέτρῳ, in der Höhle, Soph. Phil. 272; κατηρεφεῖ τύμβῳ, στέγῃ, Ant. 876 El. 373; στέγην ᾗ ( vulg. ἧς) κατηρεφεῖς δόμοι Eur. Hipp. 468; κατηρεφεῖς αὐτῇ τῇ πέτρᾳ Plat. Critia. 116 b. – Aesch. Eum. 284 τίϑησιν ὀρϑὸν ἢ κατηρεφῆ πόδα scheint von der sitzenden Göttinn gesagt, deren Füße das Gewand bedeckt; – τράπεζαι κατηρεφέες παντοίων ἀγαϑῶν, damit bedeckt, angefüllt, Anacr. bei Ath. I, 12 a.
-
6 κισσ-ηρεφής
κισσ-ηρεφής, ές, mit Epheu bedeckt, Suid.
-
7 δαφν-ηρεφής
δαφν-ηρεφής, ές, mit Lorbeer bedeckt, Sp.
-
8 δι-ηρεφής
-
9 ἀμφ-ηρεφής
ἀμφ-ηρεφής, ές (ἐρέφω), von beiden Seiten bedeckt, Hom. einmal, Iliad. 1, 45 ἀμφηρεφέα τε φαρέτρην.
-
10 ἀν-ηρεφής
ἀν-ηρεφής, ές, unbedeckt, Ap. Rh. 2, 1173.
-
11 ἐπ-ηρεφής
-
12 ὑψ-ηρεφής
ὑψ-ηρεφής, ές, = ὑψερεφής, Il. 9, 582.
-
13 ἀμφηρεφής
-
14 ἀνηρεφής
-
15 δαφνηρεφής
δαφν-ηρεφής, ές, mit Lorbeer bedeckt -
16 διηρεφής
-
17 ἐπηρεφής
-
18 κατηρεφής
κατ-ηρεφής, ές, überdacht, überwölbt, bedeckt; μέγα κῦμα κατηρεφές, eine große, übergewölbte Woge; δάφνῃσι κατηρεφὲς σπέος, überwölbt mit Lorbeerbäumen, oder beschattet davon; ἐν κατηρεφεῖ πέτρῳ, in der Höhle; τίϑησιν ὀρϑὸν ἢ κατηρεφῆ πόδα scheint von der sitzenden Göttinn gesagt, deren Füße das Gewand bedeckt; τράπεζαι κατηρεφέες παντοίων ἀγαϑῶν, damit bedeckt, angefüllt -
19 κισσηρεφής
κισσ-ηρεφής, ές, u. κισσ-ήρης, ες, mit Epheu bedeckt -
20 νυκτηρεφής
νυκτ-ηρεφής, ές, mit Nacht bedeckt, schwarz umhüllt
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κατηρεφής — κατηρεφής, ές (Α) 1. καλά στεγασμένος, σκεπασμένος, καλυμμένος («σπέος... δάφνῃσι κατηρεφές», Ομ. Οδ.) 2. θολωτός, κυρτός (α. «εὕδοντ ἐν κατηρεφεῑ πέτρῳ», Σοφ. β. «στέγην γὰρ ἧς κατηρεφεῑς δόμοι», Ευρ.) 3. (για δέντρα) αυτός που έχει πυκνό… … Dictionary of Greek
κισσηρεφής — ές (Α κισσηρεφής, ές) ο καλυμμένος με κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + ηρεφής (< ἐρέφω «καλύπτω»), πρβλ. νυκτ ηρεφής, πετρ ηρεφής. Το η λόγω τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
νυκτηρεφής — νυκτηρεφής, ές (Α) 1. αυτός ο οποίος καλύπτεται από τη νύχτα, σκοτεινός 2. μτφ. λυπηρός («μένει δ ἀκοῡσαι τί μου μέριμνα νυκτηρεφές», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ηρεφής (< ἐρέφω), πρβλ. πετρ ηρεφής. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση εν … Dictionary of Greek
πετρηρεφής — ές, Α με στέγη από πέτρα, σκεπασμένος από βράχο («ἄντρα πετρηρεφή», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + ηρεφής (< ἐρέφω «στεγάζω, καλύπτω με στέγη»), πρβλ. νυκτ ηρεφης. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
συνηρεφής — ές, Α 1. πυκνά καλυμμένος με δέντρα 2. αυτός που έχει συμπαγή σύσταση, πυκνή μάζα, συμπαγής 3. (με ενεργ. σημ.) αυτός που καλύπτει κάτι καλά 4. μτφ. σκυθρωπός, κατσουφιασμένος 5. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνηρεφές σύσκιος τόπος, ησκιάδα. επίρρ...… … Dictionary of Greek
υψερεφής — και ὑψηρεφής, ές, Α 1. αυτός που έχει ψηλή οροφή, ψηλοτάβανος («ὑψερεφές μέγα δῶμα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ερεφής / ηρεφής (< ἐρέφω), πρβλ. ἀμφ ηρεφής] … Dictionary of Greek
φυλληρεφής — ές, Ν (λόγιος τ.) καλυμμένος από φυλλώματα δένδρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο + ηρεφής (< ἐρέφω «στεγάζω, καλύπτω με στέγη»), πρβλ. νυκτ ηρεφής. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
αμφηρεφής — ἀμφηρεφής, ές (ΑΜ) στεγασμένος αρχ. (για τη φαρέτρα τού Απόλλωνος) αυτή που είναι κλεισμένη και από τις δύο πλευρές, επάνω και κάτω κλειστή, καλά κλεισμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ηρεφὴς < ἐρέφω «καλύπτω με στέγη» (πρβλ. ὑψηρεφής, πετρηρεφής … Dictionary of Greek
δαφνηρεφής — δαφνηρεφής, ές (Α) σκεπασμένος με δάφνες. [ΕΤΥΜΟΛ. δάφνη + ηρεφής < ερέφω «καλύπτω με στέγη» (πρβλ. αμφηρεφής, υψηρεφής)] … Dictionary of Greek
επηρεφής — ἐπηρεφής ές (Α) 1. αυτός που κρέμεται από ψηλά, που προεξέχει («κρημνοὶ ἐπηρεφέες», Ομ. Ιλ.) 2. σκεπαστός, θολωτός 3. καλυμμένος, σκεπασμένος με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηρεφής (< ερέφω «σκεπάζω, στεγάζω»)] … Dictionary of Greek
ερέφω — ἐρέφω και ἐρέπτω (Α) 1. στεγάζω, καλύπτω με στέγη, σκεπάζω («ξύλοις ἤρεψεν τὴν οἰκίαν», Δημοσθ.) 2. επιστέφω, στεφανώνω, καλύπτω με στεφάνι 3. διακοσμώ, στολίζω κάτι σαν με στεφάνι ή με άνθη («κρανίοις... ναόν... ἐρέφοντα», Πίνδ.) 4. καλύπτω,… … Dictionary of Greek