Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ζηλοῦ

См. также в других словарях:

  • ζηλοῦ — ζηλέω to be zealous for pres imperat mp 2nd sg (attic) ζηλόω vie with pres imperat mp 2nd sg ζηλόω vie with imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζήλου — Ζῆλος jealousy masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζήλου — ζή̱λου , ζῆλος jealousy masc gen sg ζηλόω vie with pres imperat act 2nd sg ζηλόω vie with imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • накываниѥ — НАКЫВАНИ|Ѥ (3*), ˫А с. 1. Кивок, кивание: прозвѹтеръ же гл҃ть мл҃твѹ. и сѧдѹть вси. покываньемь и накываньемь безъ всѧкого мѧтежа. ПНЧ XIV, 197а; дондеже врачь нехытръ ѹ тебе. части [вм. часы, ὥρας] дару˫а... и накиванье(м) мѣрѧ сп҃снье.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • FRATRICIDIUM — sub ipsa mundi primordia innotuit, Caino auctore, quem ζήλου ἀρχηγὸν, invidiae principem, in causam simul flagitii, et scelerati auctoris nomen, digitum intendens Chrysostom. appellat Tom. VI. Homil. 115. Panicidii nomine non raro venit, ut infra …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αζηλία — η (Α ἀζηλία) [ἄζηλος] νεοελλ. έλλειψη ζήλου, κλίσεως σε κάτι αρχ. 1. η έλλειψη ζήλειας ή φθόνου 2. (για ύφος) έλλειψη επιτηδεύσεως, απλότητα …   Dictionary of Greek

  • ζήλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάλλαντα και κόρης του Ωκεανού, αδελφός της Νίκης, του Κράτους και της Βίας. Ήταν προσωποποίηση της φιλεργίας. Μαζί με τους αδελφούς του, καθόταν πάντα κοντά στον Δία. * * * (I) ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, τό, Α… …   Dictionary of Greek

  • ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… …   Dictionary of Greek

  • παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… …   Dictionary of Greek

  • ψυχρότητα — η / ψυχρότης, ητος, ΝΜΑ [ψυχρός] 1. η ιδιότητα τού ψυχρού 2. έλλειψη συναισθηματικής θέρμης νεοελλ. 1. η ανικανότητα ενός ατόμου να αισθανθεί γενετήσια ηδονή («γυναικεία ψυχρότητα») 2. φρ. «ψυχρότητα ανέμου» (μετεωρ.) μέτρο τής ψυκτικής δράσης… …   Dictionary of Greek

  • Γκίλφορντ, Φρέντερικ Νορθ, κόμης — (Earl Frederick North Guilford, Λονδίνο 1766 – Λονδίνο 1827).Άγγλος φιλέλληνας και ελληνιστής. Τριτότοκος γιος του λόρδου Νορθ, σπούδασε νομικά στην Οξφόρδη, αλλά αφοσιώθηκε στη μελέτη των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και ειδικότερα του Ομήρου.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»