-
1 ζηλοσύνη
-
2 ζηλοσύνῃ
-
3 ζηλοσύνη
ζηλοσύνη, ἡ, Eifersucht, H. h. Apoll. 99.
-
4 ζηλοσυνη
-
5 ζηλοσύνη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζηλοσύνη
-
6 ζηλοσύνη
ζηλοσύνη, ἡ, Eifersucht -
7 ζῆλος
Grammatical information: m.Meaning: `zeal, emulation, jealousy' (Hes. Op. 195).Other forms: Dor. ζᾶλος (late also n.; cf. ὄνειδος, μῖσος a. o.; s. Schwyzer 521, Schwyzer-Debrunner 38)Compounds: As 1. member in ζηλό-τυπος `formed by zeal, jealous' with - τυπέω, - τυπία (Att.); often as 2. member, e. g. ἄ-, κακό-ζηλος, Dor. Πολύ-ζαλος PN.Derivatives: ζηλήμων `jealous' (ε 118, Call., Opp.; after the adj. in - ήμων, s. Chantraine Form.173; diff. Specht KZ 59, 51) with ζηλημοσύνη (Q. S.); ζηλαῖος `id.' (AP); ζηλοσύνη = ζῆλος (h. Ap. 100; cf. Porzig Satzinhalte 227); ζήλη f. `female rival' (X. Eph. 2, 112, Aristaenet. 1, 25 codd.). Denomin. verbs: 1. ζηλόω `vie with, emulate' (IA since Hes. Op. 23) with ζήλωσις `emulation, jealousy' (Th.), ζήλωμα `emulation, happiness' (E., D.), ζηλωτής `emulator, admirer', "zealot" (Att., hell.), - ωτικός `emulating' (Arist.); 2. ζᾱλέω `be sealous for' (Delphi Ia); 3. ζηλεύω = ζηλόω (Demokr. 55 [v. l.], Simp. in Epikt. [VIp]), - ευτής (Eust.).Etymology: Perh. to ζητέω, s. v.), δίζημαι (s. v.); uncertain. Several hypotheses in Bq, and Pok. 501.Page in Frisk: 1,612-613Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ζῆλος
См. также в других словарях:
ζηλοσύνη — ζηλοσύνη, ἡ (Α) [ζήλος] ζήλος, ζηλοτυπία … Dictionary of Greek
ζηλοσύνῃ — ζηλοσύνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… … Dictionary of Greek
ζήλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάλλαντα και κόρης του Ωκεανού, αδελφός της Νίκης, του Κράτους και της Βίας. Ήταν προσωποποίηση της φιλεργίας. Μαζί με τους αδελφούς του, καθόταν πάντα κοντά στον Δία. * * * (I) ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, τό, Α… … Dictionary of Greek