-
1 ζηλεύω
ζηλεύωpres subj act 1st sgζηλεύωpres ind act 1st sg -
2 ζηλεύω
-
3 ζηλευω
-
4 ζηλεύω
ζηλεύω (cp. ζηλόω and s. next entry; Democrit. Fgm. B 55 v.l.; Simplicius in Epict. p. 56d; Leontius 44a p. 89, 2; Cat. Cod. Astr. X 219, 8) abs. to be intensely serious about someth., be eager, earnest Rv 3:19.—DELG s.v. ζῆλος. -
5 ζηλεύω
1. μετ.1) ревновать; 2) завидовать; 3) восхищаться, удивляться 2. αμετ. 1) быть ревнивым; 2) быть завистливым; -ομαι 1) ревновать друг друга; 2) завидовать друг другу -
6 ζηλεύω
[зилэво] р. завидовать, ревновать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζηλεύω
-
7 ζηλεύω
[зилэво] ρ завидовать, ревновать. -
8 ζηλεύω
-
9 ζηλεύω
1) envier2) jalouser -
10 ζηλεύω
zazdrościć czas. -
11 ζηλεύω
závidět -
12 ζηλεύω
envyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ζηλεύω
-
13 jalouser
ζηλεύω -
14 ζηλεύει
ζηλεύωpres ind mp 2nd sgζηλεύωpres ind act 3rd sg -
15 ζήλευε
ζηλεύωpres imperat act 2nd sgζηλεύωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
16 завидовать
-
17 завидно
επίρ.1. ζηλευτά, αξιοζήλευτα.2. ως κατηγ. ζηλεύω•мне за него завидно τον ζηλεύω.
-
18 завидовать
-дую, -дуешьρ.δ. ζηλεύω•они -дуют друг друга ζηλεύουν ο ένας τον άλλον•
-дую его успехам ζηλεύω τις επιτυχίες του.
-
19 завидовать
зави́д||оватьнесов ζηλεύω/ φθονώ (с недоброжелательством). -
20 зариться
заритьсянесов разг ζηλεύω, φθονώ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ζηλεύω — ζηλεύω, ζήλεψα, ζηλεμένος βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: ζηλεύω : η μτχ. ζηλεμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο → ζηλευτός, αξιοζήλευτος … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζηλεύω — pres subj act 1st sg ζηλεύω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλεύω — ζήλεψα, ζηλεμένος 1. επιθυμώ κάτι που έχει ο άλλος: Ζηλεύω τα πλούτη σου. 2. ζηλοτυπώ: Ζηλεύει τον άντρα της. 3. φθονώ: Ζηλεύει τους ανωτέρους του και προσπαθεί να τους βλάψει. 4. μακαρίζω κάποιον: Σε ζηλεύω για την τύχη σου. 5. ζηλεμένος,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζηλεύω — και ζουλεύω (AM ζηλεύω) [ζήλος II] μιμούμαι με ζήλο, με προθυμία νεοελλ. 1. (ιδίως για συζύγους) αισθάνομαι ζηλοτυπία, ανησυχώ για τη συζυγική πίστη 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ζηλεμένος, η, ο ζηλευτός, ακουστός, ξακουστός («μια βοσκοπούλα αγάπησα,… … Dictionary of Greek
ζηλεύει — ζηλεύω pres ind mp 2nd sg ζηλεύω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζήλευε — ζηλεύω pres imperat act 2nd sg ζηλεύω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐζήλευσεν — ζηλεύω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζήλεια — και ζούλεια και ζουλεία και ζηλειά (Μ ζήλεια και ζηλεία και ζηλειά) 1. ο φθόνος, το να ζηλεύει κάποιος άλλον ή άλλους, να επιθυμεί τα υπάρχοντα τού άλλου και να τόν φθονεί γι αυτά 2. (για συζύγους ή εραστές) η ζηλοτυπία, η καχυποψία για την… … Dictionary of Greek
μεγαίρω — (Α) 1. θεωρώ κάτι ως μεγάλο ή ως πάρα πολύ μεγάλο 2. ζηλεύω, φθονώ κάτι που έχει κάποιος επειδή τό θεωρώ ως πολύ μεγάλο γι αυτόν (α. «μέγηρε γὰρ οἱ τό γ Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ. β. «μηδὲ μεγήρῃς ἡμῑν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα», Ομ. Οδ. γ. «ἀμφὶ… … Dictionary of Greek
Giorgos Mazonakis — (griechisch Γιώργος Μαζωνάκης, auch: George Mazonakis; * 4. März 1972 in Nikea, Griechenland) ist ein griechischer Sänger. Inhaltsverzeichnis 1 Biografie 2 Diskografie 3 … Deutsch Wikipedia
Mazonakis — Giorgos Mazonakis (griechisch: Γιώργος Μαζωνάκης, auch George Mazonakis) (* 4. März 1972 in Nikaia, Griechenland) ist ein griechischer Sänger. Inhaltsverzeichnis 1 Biografie 2 Diskografie 3 Best Of s/Remixes … Deutsch Wikipedia