Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τυπία

См. также в других словарях:

  • τυπίας — τυπίᾱς , τυπίας hammered masc acc pl τυπίᾱς , τυπίας hammered masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπίαν — τυπίᾱν , τυπίας hammered masc acc sg (attic epic doric aeolic) τυπίας hammered masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιτυπία — η φωτογραφική μέθοδος με την οποία λαμβάνονται φωτογραφικά αντίτυπα με τη χρησιμοποίηση αλάτων σιδήρου και αργύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + τυπία (< τυπος < τύπος < τύπτω), πρβλ. κηρο τυπία, λινο τυπία] …   Dictionary of Greek

  • κηροτυπία — η μέθοδος χαρακτικής πάνω σε μετάλλινη πλάκα επιχρισμένη με κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + τυπία (< τύπος < τύπος < τύπτω), πρβλ. λινο τυπία, μεταξοτυπία] …   Dictionary of Greek

  • πατροτυπία — ἡ, Α επιγρ. βλ. πατροτυψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + τυπία (< τυπος < τύπτω), πρβλ. χαλκο τυπία] …   Dictionary of Greek

  • σιδηροτυπία — η, Ν (φωτογρ.) παλαιά φωτογραφική μέθοδος παραγωγής ψευδοθετικής φωτογραφίας με τη χρήση διαλύματος κολλωδίου στο οποίο εμβαπτιζόταν λεπτή μεταλλική πλάκα καλυμμένη με μαύρο επίχρισμα αμέσως πριν από την φωτογράφιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * +… …   Dictionary of Greek

  • σφυροτυπία — ἡ, Μ σφυροκόπηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + τυπία (< τυπος < τύπτω «κτυπώ»), πρβλ. ορει τυπία] …   Dictionary of Greek

  • τσιγκοτυπία — η, Ν η τσιγκογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίγκος + τυπία (< τυπος < τύπος), πρβλ. χαλκο τυπία] …   Dictionary of Greek

  • estereotipia — (Del gr. stereos, sólido + typos, molde.) ► sustantivo femenino 1 ARTES GRÁFICAS Procedimiento que se sigue para imprimir una composición tipográfica utilizando una plancha en la que se ha compuesto la página mediante caracteres movibles. 2 ARTES …   Enciclopedia Universal

  • estenotipia — (Del gr. stenos, estrecho + typos, molde.) ► sustantivo femenino 1 TECNOLOGÍA Máquina para transcribir palabras a gran velocidad mediante signos especiales. 2 Arte de estenotipiar. 3 Texto estenotipiado. * * * estenotipia (de «esteno » y «… …   Enciclopedia Universal

  • ηλεκτροτυπία — η τεχνολ. μέθοδος κατασκευής τυπογραφικών μητρών με τη γαλβανοπλαστική μέθοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrotyping < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) + typing (πρβλ. τυπια < τυπος < τύπος). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»