-
1 πρωτο-τυπία
πρωτο-τυπία, ἡ, die Eigenschaft eines πρωτό-τυπον, eines Stammwortes, Eust. 38, 17.
-
2 στερνο-τυπία
στερνο-τυπία, ἡ, das Schlagen der Brust als Ausdruck der Trauer, des Schmerzes, Luc. de luct. 19.
-
3 χαμαι-τυπία
χαμαι-τυπία, ἡ, das Leben einer Gassenhure, Hurerei, Alciphr. 3, 64; Hesych.
-
4 χαλκο-τυπία
χαλκο-τυπία, Verwundung mit eherner Waffe, Suid.
-
5 χοροι-τυπία
χοροι-τυπία, ἡ, das Stampfen des Bodens im Tanzen, das Tanzen; Iliad. 24, 261 ψεῦσταί τ' ὀρχησταί τε, χοροιτυπίῃσιν ἄριστοι; Strat. 92 ( XII, 253).
-
6 ζηλο-τυπία
ζηλο-τυπία, ἡ, Eifersucht, Neid, πρός τινα ὑπέρ τινος, Aesch. 3, 81; καὶ φϑόνος Plut. Pericl. 10.
-
7 θεο-τυπία
θεο-τυπία, ἡ, Gottähnlichkeit, Dion. Ar.
-
8 ἀρχε-τυπία
ἀρχε-τυπία, ἡ, Urbild, Idee, Sp.
-
9 ὀρει-τυπία
ὀρει-τυπία, ἡ, das Behauen der Steine oder des Holzes in den Gebirgen, Hippocr.
-
10 ἀντι-τυπία
ἀντι-τυπία, ἡ, das Gegenschlagen, Widerstand; übertr., Härte, Plut.; auch im rhetorischen Sinne, Dion. Hal.
-
11 ἀλληλο-τυπία
ἀλληλο-τυπία, ἡ, das Aneinanderschlagen, Democrit. bei Stob. ecl. I p. 348.
-
12 ὁμο-τυπία
-
13 ἶερο-τυπία
ἶερο-τυπία, ἡ, = ἱερογραφία, K. S.
-
14 τυπίας
τυπίᾱς, τυπίαςhammered: masc acc plτυπίᾱς, τυπίαςhammered: masc nom sg (attic epic doric aeolic) -
15 τυπίαν
τυπίᾱν, τυπίαςhammered: masc acc sg (attic epic doric aeolic)τυπίαςhammered: masc acc sg -
16 αλληλοτυπια
-
17 ζηλοτυπια
ἥ1) завистьζ. πρός τινα ὑπέρ τινος Aeschin. — зависть к кому-л. в чем-л.;
ζ. κατὰ τέν τέχνην Luc. — завидование (чьему-л.) мастерству2) тж. pl. ревностьζ. πρός τινα διά τινα Plut. — ревность кого-л. к кому-л.
-
18 στερνοτυπια
-
19 χοροιτυπια
-
20 гальванотипия
(полигр) η γαλβανο-τυπία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гальванотипия
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τυπίας — τυπίᾱς , τυπίας hammered masc acc pl τυπίᾱς , τυπίας hammered masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπίαν — τυπίᾱν , τυπίας hammered masc acc sg (attic epic doric aeolic) τυπίας hammered masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιτυπία — η φωτογραφική μέθοδος με την οποία λαμβάνονται φωτογραφικά αντίτυπα με τη χρησιμοποίηση αλάτων σιδήρου και αργύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + τυπία (< τυπος < τύπος < τύπτω), πρβλ. κηρο τυπία, λινο τυπία] … Dictionary of Greek
κηροτυπία — η μέθοδος χαρακτικής πάνω σε μετάλλινη πλάκα επιχρισμένη με κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + τυπία (< τύπος < τύπος < τύπτω), πρβλ. λινο τυπία, μεταξοτυπία] … Dictionary of Greek
πατροτυπία — ἡ, Α επιγρ. βλ. πατροτυψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + τυπία (< τυπος < τύπτω), πρβλ. χαλκο τυπία] … Dictionary of Greek
σιδηροτυπία — η, Ν (φωτογρ.) παλαιά φωτογραφική μέθοδος παραγωγής ψευδοθετικής φωτογραφίας με τη χρήση διαλύματος κολλωδίου στο οποίο εμβαπτιζόταν λεπτή μεταλλική πλάκα καλυμμένη με μαύρο επίχρισμα αμέσως πριν από την φωτογράφιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * +… … Dictionary of Greek
σφυροτυπία — ἡ, Μ σφυροκόπηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + τυπία (< τυπος < τύπτω «κτυπώ»), πρβλ. ορει τυπία] … Dictionary of Greek
τσιγκοτυπία — η, Ν η τσιγκογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίγκος + τυπία (< τυπος < τύπος), πρβλ. χαλκο τυπία] … Dictionary of Greek
estereotipia — (Del gr. stereos, sólido + typos, molde.) ► sustantivo femenino 1 ARTES GRÁFICAS Procedimiento que se sigue para imprimir una composición tipográfica utilizando una plancha en la que se ha compuesto la página mediante caracteres movibles. 2 ARTES … Enciclopedia Universal
estenotipia — (Del gr. stenos, estrecho + typos, molde.) ► sustantivo femenino 1 TECNOLOGÍA Máquina para transcribir palabras a gran velocidad mediante signos especiales. 2 Arte de estenotipiar. 3 Texto estenotipiado. * * * estenotipia (de «esteno » y «… … Enciclopedia Universal
ηλεκτροτυπία — η τεχνολ. μέθοδος κατασκευής τυπογραφικών μητρών με τη γαλβανοπλαστική μέθοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrotyping < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) + typing (πρβλ. τυπια < τυπος < τύπος). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην… … Dictionary of Greek