-
1 ζεύξαι
-
2 ζεῦξαι
-
3 ζεύγνυμι
A , ([etym.] ὑπο-) Pl.Plt. 309a; [ per.] 2pl. imper.ζεύγνῠτε E.Rh.33
(lyr.); inf. - ύναι ([etym.] μετα-) X.Cyr.6.3.21, [dialect] Ep.ζευγνῦμεν Il.16.145
; part.ζευγνύς Hdt.1.206
, 4.89; [tense] impf. [ per.] 3pl.ἐζεύγνῠσαν Id.7.33
, [dialect] Ep.ζεύγν- Il.24.783
: also [full] ζευγνύω Hdt.1.205, Plb.5.52.4, etc.: [tense] impf.ἐζεύγνυον Hdt.4.89
([dialect] Ep. ζεύγν- v.l. Il.19.393): [tense] fut.ζεύξω Pi.I.1.6
, etc.: [tense] aor. 1ἔζευξα Od.3.478
, etc.: late [tense] pf. ἔζευχα ([etym.] ἐπ-) Philostr.VA2.14:—[voice] Med., [dialect] Ep. [tense] impf. [ per.] 3 dualζευγνύσθην Il.24.281
, [ per.] 3pl.ἐζεύγνυντο Od.3.492
: [tense] fut. (lyr.), etc.: [tense] aor. 1ἐζευξάμην Hdt.3.102
, E. Ion 901 (lyr.):—[voice] Pass., [tense] fut. ζευχθήσομαι ([etym.] δια-) Gal.9.938: [tense] aor.1ἐζεύχθην Pi.O.3.6
, Hdt.7.6, A.Ag. 842, Pl.Plt. 302e: more commonly [tense] aor. 2 ἐζύγην [ῠ] Pi.N.7.6, E.Supp. 822 (lyr.), ([etym.] συ-) Pl.R. 546c: [tense] pf.ἔζευγμαι Il.18.276
: [tense] plpf.ἔζευκτο Hdt.4.85
.—Usu. in [tense] aor. [voice] Act. in Hom.: the simple Verb is rare in [dialect] Att. Prose:—yoke, put to,ὑπ' ὄχεσφιν ἵππους Il.23.130
;ὑφ' ἅρμασιν ἵππους 24.14
; ὑπ' ἀμάξῃσιν βόας ἡμιόνους τε ib. 783; :—[voice] Med. (esp. in Od.), ἵππους ζεύγνυσθαι put to one's horses, Od.3.492, al.: abs.,ζευγνύσθην Il.24.281
;ζεύξομαι ἆρα πώλους E.Hec. 469
(lyr.);καμήλους Hdt.3.102
; of riding horses, harness, saddle and bridle,ζεῦξαι Πάγασον Pi.O.13.64
, cf.Ar. Pax 128, 135; of chariots, put to, get ready, ζ. ἅρμα, ὄχους, Pi.P.10.65, E.Andr. 1020(lyr.):—[voice] Med., .2 bind fast,ἀσκοὺς δεσμοῖς X.An.3.5.10
: —[voice] Pass., φάρη.. ἐζευγμέναι πόρπαισιν having them fastened.., E.El. 317.3 metaph., πότμῳ ζυγείς in the yoke of fate, Pi.N.7.6;ζυγεὶς ἐν ἅρμασι πημάτων A.Ch. 795
(lyr.);ἀνάγκῃ ζυγείς S.Ph. 1025
; ζεύχθη was tamed, Id.Ant. 955 (lyr.);θεσφάτοις.. ζυγείς E.Supp. 220
; ὁρκίοισι ζ. Id.Med. 735; : —[voice] Med.,τόνδ' ἐν ὅρκοις ζεύξομαι E.Supp. 1229
.II join together, σανίδες.. μακραὶ ἐΰξεστοι ἐζευγμέναι well-joined, Il.18.276 (elsewh. in Hom. only in signf. 1); ζεῦξαι ὀδόντας, in setting a fractured jaw, Hp.Art. 32; τὼ πόδε ζευγνύντες, of sculptors who made their statues with joined feet, Hld.3.13.2 join in wedlock, ἐπειδὰν εὐφρόνη ζεύξῃ μία yokes her in wedlock, S.Fr.583.11; of the parents or authors of the marriage, τίς ταύτην ἔζευξε; E.IA 698;ζ. τὴν θυγατέρα τινί App. BC2.14
, cf. Ath.12.554d:—in [voice] Med., of the husband, wed,ἄκοιτιν ζεύξασθαι E.Alc. 994
(lyr.);παρθένειον ἐζεύξω λέχος Id.Tr. 676
(so in [voice] Act., γάμοις ἔζευξ' Ἀδράστου παῖδα I married his daughter, Id.Ph. 1366;ὁ Σεμέλην ζεύξας γάμοις Id.Ba. 468
):—[voice] Pass., to be married, ἐζευγμένη, opp. κόρη, S.Tr. 536; γάμοις ζευχθῆναι or ζυγῆναι, Id.OT 826, E.IA 907, etc.;ἐν γάμοις Id.El.99
;ἐς ἀνδρὸς εὐνάν Id.Supp. 822
(lyr.): metaph.,ζ. μέλος ἔργμασι Pi.N.1.7
, cf.I.1.6.3 join opposite banks by bridges,ποταμὸν ζεῦξαι Hdt.1.206
;τὸν Ἑλλήσποντον Id.7.33
, Lys.2.29;μηχαναῖς ἔζευξεν Ἕλλης πορθμόν A.Pers. 722
(troch.):—also in [voice] Med.,ζεύγνυσθαι τὸν Βόσπορον Hdt.4.83
(v.l. -νύναι):—[voice] Pass., Id.7.6, 34;διῶρυξ ἐζευγμένη πλοίοις X.An.1.2.5
; but also,4 furnish ships with cross-benches (), Hes.Fr.76.6; but ζεύξαντες τὰς παλαιὰς [ναῦς] ὥστε πλωΐμους εἶναι having strengthened them with thwarts, Th.1.29, cf. Sch. ad loc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζεύγνυμι
-
4 ζεύγνυμι
ζεύγνυμι (fut. ζεύξω: aor. ἔζευξεν; ζεῦξον; ζεύξαις(α); ζεῦξαι: pass. aor. ζευχθέντες, ζευχθεῖσα; ζυγέντες, ζυγέν, ζυγένθ coni. nom. n.)a bind fast, secure ἴυγγα τετράκναμον ἐν ἀλύτῳ ζεύξαισα κύκλῳ (sc. Μήδεια) P. 4.215 in tmesis,χαίταισι μὲν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι O. 3.6
met., εἴργει δὲ πότμῳ ζυγένθ' ἕτερον ἕτερα (Er. Schmid: ζυγόν θ. codd.) N. 7.6 ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος καὶ τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων καὶ τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ I shall secure an execution of both songs I. 1.6ἀμνάμονες δὲ βροτοί, ὅ τι μὴ σοφίας ἄωτον ἄκρον κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν I. 7.19
]ζευχθεῖσα προβώμ[ιο Pae. 10.20
b harness, yoke upἦ πόλλ' ἀμφὶ κρουνοῖς Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν O. 13.64
Ἄρτεμις οἰοπόλας ζεύξαισ' ἐν ὀργαῖς Βακχίαις φῦλον λεόντων[ Δ. 2. 20. of the chariot of song,ὦ Φίντις, ἀλλὰ ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων ᾆ τάχος O. 6.22
Θώρακος ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων P. 10.65
ἅρμα δ' ὀτρύνει Χρομίου Νεμέα τ ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1.7
c frag. ]ποι ζυγέντες ἐρατᾷ δόμον[ Δ. 1.. ]ζευξα[ Παρθ. 2. 75. -
5 ζεύξ'
ζεῦξαι, ζεύγνυμιyoke: aor imperat mid 2nd sgζεῦξαι, ζεύγνυμιyoke: aor inf actζεῦξα, ζεύγνυμιyoke: aor ind act 1st sg (homeric ionic)ζεῦξε, ζεύγνυμιyoke: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)ζεῦξι, ζεῦξιςyoking: fem voc sg -
6 ζεῦξ'
ζεῦξαι, ζεύγνυμιyoke: aor imperat mid 2nd sgζεῦξαι, ζεύγνυμιyoke: aor inf actζεῦξα, ζεύγνυμιyoke: aor ind act 1st sg (homeric ionic)ζεῦξε, ζεύγνυμιyoke: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)ζεῦξι, ζεῦξιςyoking: fem voc sg -
7 μέλος
μέλος, τό, 1) das Glied des Leibes bei Menschen u. Thieren, nur im plur.; πλῆσϑεν δ' ἄρα οἱ μέλε' ἐντὸς ἀλκῆς καὶ σϑένεος Il. 17, 211, κατὰ δ' ἱδρὼς ἔῤῥεεν ἐκ μελέων Od. 18, 69, öfter, wie Hes.; κατὰ μέλεα, gliedweis, Glied für Glied, Her. 1, 119, wie τάμον κατὰ μέλη Pind. Ol. 1, 49; ψυχὰς ἀνέπνευσεν μελέων ἀφάτων N. 1, 47; κρεωκοποῦσι δυστήνων μέλη Aesch. Pers. 455; βοᾷ μελέων ἔνδοϑεν ἦτορ 953; λύεταί μου μέλη Eur. Hec. 438, ἀσϑενῶ μέλη Or. 228, γεραιὰ ἐς πέδον τιϑεῖσα μέλη Troad. 1305, öfter; Plat. vrbdt πάντα τὰ τοῦ ϑνητοῦ ζώου μέρη καὶ μέλη, Tim. 76 e, vgl. Legg. VII, 794 d; κάμπτεσϑαι τὰ μέλη Phaed. 98 d; Arist. u. Sp. Auch in späterer Prosa, wie Plut. Coriol. 6. – 2) das Lied (wenn es von derselben Wurzel herkommt, etwa weil es aus Versfüßen, Versen und Strophen gliederweise zusammengesetzt ist) und die Sangweise, Melodie desselben; H. h. 18, 16; Theogn. 759; Pind. öfter, αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος P. 12, 19, ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1, 7; auch ἐξύφαινε Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος πεφιλημένον, 4, 45, u. κρητῆρα Μοισαίων μελέων κιρνάμεν, I. 5, 2; ἔτευξα τύμβῳ μέλος, Aesch. Spt. 817, öfter; ϑρεομένη μέλη, Suppl. 108; βοῶντος ἄτης τῆςδ' ἐπίσκοπον μέλος, Soph. Ai. 955, wie μέλος γοερόν, Trauergesang, Eur. Hec. 84; μέλος εἰς Τροίαν ἰαχήσω, Troad. 515; ὑμεῖς δὲ ταῖς Μούσαις τι μέλος ὑπᾴσατε, Ar. Ran. 873; Plat. sagt Rep. III, 398 d ὅτι τὸ μέλος ἐκ τριῶν ἐστι συγκείμενον, λόγου τε καὶ ἁρμονίας καὶ ῥυϑμοῦ, vgl. Gorg. 502 c, εἴ τις περιέλοιτο τῆς ποιήσεως πάσης τό τε μέλος καὶ τὸν ῥυϑμὸν καὶ τὸ μέτρον, wo es Melodie bedeutet; bes. von lyrischen Gedichten, vgl. ἐν μέλει ἤ τινι ἄλλῳ μέτρῳ, Rep. X, 607 d, öfter, ueben ᾠδή, II, 379 a stehen ἔπη, μέλη, τραγῳδία neben einander; ἐν μέλει φϑέγγεσϑαι, was melodisch klingt, passend, Soph. 227 d; Gegentheil παρὰ μέλος τι φϑέγγεσϑαι oder εἰπεῖν, was unmelodisch, falsch, abgeschmackt ist, Phil. 28 b Critia. 106 b.
-
8 ὅπως
ὅπως, ep ὅππως, ion. ὅκως, correlat. zu πῶς; – 1) relativ u. indirect fragend, wie, aufwelche Weise, so wie; ἔσπετε νῦν μοι, ὅππως δὴ πρῶτον πῦρ ἔμπεσε, Il. 16, 113; φράζεο, ὅπως κε πόλιν σαώσεις, 17, 144; φράζευ, ὅπως μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφήσεις, Od. 13, 376; auch. entspricht οὕτως und ὥς, ὅπως φρεσὶ σῇσι μενοινᾷς, ὥς τοι Ζεὺς τελέσειεν, 15, 111; auch ein vorangehendes τοῖος, τοῖόν με ἔϑηκεν, ὅπως ἐϑέλει, also für οἷον, 16, 208; σεαυτὸν σῶζ' ὅπως ἐπίστασαι, Aesch. Prom. 374; οὐκ οἶδ', ὅπως ὑμῖν ἀπιστῆσαί με χρή, 643, neben ὅπῃ, 877; auch in Vergleichungen, ὀχλεῖς μάτην με, κῦμ' ὅπως, παρηγορῶν, 1003; εἰκῆ κράτιστον ζῆν, ὅπως δύναιτό τις, Soph. O. R. 979; dem οὕτως entsprechend, El. 1288; ὧδ' ὅπως καὶ σοὶ φίλον καὶ τοὐμὸν ἔσται τῇδε, 1293; ὅπως μολούμεϑ' ἐς δόμους οὐκ ἔχω, O. C. 1739; – ὅπως ἔχω, wie ich gerade bin, ohne Vorbereitung, sogleich, Soph. Phil. 808; u. in Prosa, Thuc. 3, 20 (vgl. ἔχω); u. in indirecter Frage auch c. gen., οὐ γὰρ οἶδα, παιδείας ὅπως ἔχει καὶ δικαιοσύνης, Plat. Gorg. 470 e, vgl. Rep. III, 389 c IV, 421 c; ὅπως βούλεται, Prot. 336 b u. sonst. Außer dieser gewöhnlichsten Verbindung mit dem indic. wird es mit ἄν u. dem conj. verbunden, eine Bedingung für Gegenwart od. Zukunft auszudrücken, wie immer auch, quomodocunque; κατὰ τωὐτὸ ἰέναι πάντας, τῇ ἂν αὐτὸς ἐξηγέηται, ὅκως ἂν αὐτὸν ὁρέωσι σπουδῆς ἔχοντα, wie sie ihn immer würden eilen sehen, Her. 9, 66; ὅπως ἂν βούλησϑε, Plat. Phaed. 115 c; ὅπως ἂν φῇ ἔχειν, Gorg. 481 d; λεκτέον, ὅπως ἂν ἡμῖν παρείκωσι ϑεοὶ νομοϑετεῖν, so wie immer, so weit, Legg. XI, 934 c; Xen. Cyr. 5, 3, 9; – Hom. hat so auch den bloßen conj. ohne ἄν, Ζεὺς αἴτιος, ὅςτε δίδωσιν ἀνδράσιν ὅπως ἐϑέλῃσιν, ἑκάστῳ, Od. 1, 349, wie 6, 189 Il. 10, 225. – In der indirecten Frage steht, nach vorangehendem Präsens oder Futurum, der conj. bes. nach ἔχω, οὐκ ἔχω, ὅπως σοι εἴπω, ὃ νοῶ, Plat. Euthyphr. 11 b; οὔτε γὰρ ὅπως βοηϑῶ ἔχω, οὔτ' αὖ ὅπως μὴ βοηϑήσω ἔχω, Rep. II, 368 b; – Hom. setzt nach κε hinzu, φράζεσϑαί σε ἄνωγεν, ὅππως κεν νῆας σόῃς, er heißt dich überlegen, wie du etwa die Schiffe retten könnest, Il. 9, 681, vgl. 20, 243; so auch σὲ δὲ φράζεσϑαι ἄνωγα, ὅππως κε μνηστῆρας ἀπώσεαι (conj. aor.), Od. 1, 270, vgl. ib. 295. – Nach einem Präteritum in der indirecten Rede der opt., ἀλλ' ἄρα μερμήριζεν, ὅπως ἀπολοίατο πᾶσαι νῆες, Od. 9, 554; αὐτὰρ ἐγὼ βούλευον, ὅπως ἐρέοιμι ἑκάστην, 11, 229, vgl. 15, 170. 203 Il. 18, 473. 21, 137. 24, 680; Soph. Ant. 271; ὥςτε οὔϑ' ὅπως οὖν ὀργιζοίμην εἶχον, Plat. Conv. 219 d; ὅπη καὶ ὅπως εἰς τὸ σῶμα ἀφίκοιτο, οὐκ εἰδέναι, Rep. X, 621 b. – Sehr gewöhnlich ist aber auch in dieser indirecten Frage der ind., bes. fut., οὐδέ τί πω σάφα ἴδμεν, ὅπως ἔσται τάδε ἔργα, wir wissen nicht recht, wie die Dinge kommen werden, was daraus werden wird, Il. 2, 252 Od. 17, 78 u. öfter; φράζευ, ὅπως μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφήσεις, Od. 13, 376, vgl. 14, 329. 20, 29. 39 Il. 1, 136. 9, 251. 17, 144; δεῖ ὅπως τὰ τοῦ ϑεοῦ μαντεῖ' ἄριστα λύσομεν σκοπεῖν, Soph. O. R. 407, vgl. O. C. 1739; u. so in Prosa, βουλεύεται, ὅπως μήποτε ἔτι ἔσται ἐπὶ τῷ ἀδελφῷ, Xen. An. 1, 1, 4, u. sonst. – Auch der opt. potent. wird gesetzt, ὅτι οὐκ αὖ μανϑάνεις, ὅπως ἂν ταῦτα γένοιτο, Plat. Rep. III, 393 d; τοῦτον τὸν μῦϑον ὅπως ἂν πεισϑεῖεν ἔχεις τινὰ μηχανήν, ibid. 415 c; ἐπυνϑάνετο, ὅπως ἂν κάλλιστα πορευϑείη, Xen. An. 3, 1, 7, vgl. 4, 3, 14. 5, 7, 7; ὅπως βουλευσόμεϑα, ὅπως ἂν ἄριστα ἀγωνιζοίμεϑα, Cyr. 2, 1, 4. – Direct fragend scheint es zu stehen, wenn man in Beziehung auf ein voranstehendes πῶς; die Antwort mit ὅπως; einleitet, πῶς με χρὴ καλεῖν; – ὅπως; τὴν καρδόπην, wie? (fargst du?) Ar. Nubb. 667, vgl. Equ. 1068 Plut. 139; so auch Plat. Hipp. mai. 292 c Legg. II, 662 a. – Besonders bemerke man noch folgende Verbindungen: οὐκ ἔσϑ' ὅπως, es geht auf keine Weise, es ist durchaus unmöglich; οὐκ ἔσϑ' ὅπως λέξαιμι, Aesch. Ag. 606; οὐκ ἔσϑ' ὅπως ποτ' ἕξεις, Soph. Phil. 518, vgl. O. C. 1374 Ant. 329; ἐγὼ μὲν οὖν οὐκ ἔσϑ' ὅπως σιγήσομαι, Ar. Plut. 18, u. sonst, wie Dem. 18, 208, οὐκ ἔστιν, οὐκ ἔστιν ὅπως ἡμάρτετε; – οὐκ ἔσϑ' ὅπως οὐ, es ist unmöglich, daß nicht, d. i. es muß durchaus, fieri non potest quin, οὐ γὰρ ἔσϑ' ὅπως ὅδ' οὐκ Ὀρέστης ἐστίν, der muß Orestes sein, Soph. El. 1471; οὐ γὰρ γένοιτ' ἂν ταῦϑ' ὅπως οὐχ ὧδ' ἔχειν, Ai. 371, es dürfte wohl nicht möglich sein, daß sich dies nicht so verhielte, d. i. Geschehenes kann nicht ungeschehen gemacht werden; vgl. O. R. 1058 O. C. 97; οὐκ ἔσϑ' ὅπως οὐκ ἐξελῶ 'κ τῆς οἰκίας, Ar. Nubb. 802, vgl. Plut. 851 Equ. 424; – οὐχ ὅπως, ich will nicht sagen, nicht als ob, πε παύμεϑ' ἡμεῖς, οὐχ ὅπως σε, Soph. El. 786; οὔκουν ὅπως μνησϑῆναι ἄν τις ἐτόλμησε πρός τινα περὶ Κύρου φλαῠρόν τι, ἀλλ' ὡς, Xen. Cyr. 8, 2, 12; Hell. 5, 4, 34; Dem. 10, 41 προςήκει τούτους οὐχ ὅπως ὧν ἡ πόλις δίδωσιν ἀφελέσϑαι τι, ἀλλ' εἰ καὶ μηδὲν ἦν τούτων, ἄλλοϑεν σκοπεῖν, d. i. nicht nur nicht Etwas fortzunehmen, sondern vielmehr; so 21, 11 u. öfter. – Selten steht es geradezu für ὡς; a) bei Vergleichungen, ὀχλεῖς μάτην με, κῦμ' ὅπως, παρηγορῶν, Aesch. Prom. 1003; Ἔρωτι ὅςτις ἀντανίσταται, πύκτης ὅπως εἰς χεῖρας, οὐ καλῶς φρονεῖ, Soph. Trach. 442; μήτηρ χὠ κοινολεχὴς Αἴγισϑος, ὅπως δρῦν ὑλοτόμοι, σχίζουσι κάρα, El. 98, öfter; einzeln bei sp. D., wie δμωῒς ὅπως Ap. Rh. 1, 285. – b) c. superl., wie quam, den höchst möglichen Grad ausdrückend, ὅπως ὤκιστα, Theogn. 427; ἄριστα, Aesch. Ag. 586, öfter; σφῷν δ' ὅπως ἄριστα συμφέροι ϑεός, Soph. Phil. 623; O. R. 1410; vollständig οὕτως ὅπως ἥδιστα, Trach. 329, auf eine so angenehme Weise, wie die allerangenehmste ist; auch ὅπως τάχιστα, sobald als, Aesch. Prom. 228, Ar. Vesp. 168. 365; Krüger vergleicht mit diesem Gebrauch Xen. An. 2, 5, 7, οὐκ οἶδα, οὔτ' εἰς ποῖον ἂν σκότος ἀποδραίη, οὔϑ' ὅπως ἂν εἰς ἐχυρὸν χωρίον ἀποσταίη, was offenbar für εἰς ὡς ἐχυρόν steht. – 2) wie unser wie dient es auch – a) zur Bestimmung der Zeitumstände; Τρῶες δ' ἐῤῥίγησαν, ὅπως ἴδον αἰόλον ὀπφιν, Il. 12, 208, wie, als sie sahen, vgl. Od. 3, 373. 22, 22; Soph. Trach. 762 C. C. 1638; τὸν δ' ὅπως ὁρᾷ Ξέρξης, wie, als diesen Xerxes sieht, Aesch. Pers. 194; μετὰ ταῦϑ', ὅπως νῷν ἐγένεϑ' υἱὸς οὑτοσί, Ar. Nubb. 81; öfter Her., ὅκως ἡ συμβολὴ ἐγίνετο, 9, 66, u. mit dem optat. iterativ. in Beziehung auf die Vergangenheit, ὅκως εἴη ἐν τῇ γῇ καρπὸς ἁδρός, τηνικαῦτα –, 1, 17, vgl. 68. 100. 162; vgl. auch Plat. ὅπως ἄν τις πλέον ὑπερβὰς ἑβδομήκοντα ζῇ, sobald wie, Legg. VI, 755 a; ὅπως πρῶτα, sobald als, Hes. Th. 156. – b) zur Angabe des Grundes, ἄχος, ὅπως δὴ δηρὸν ἀποίχεται, Trauer, wie er, darüber, daß er so lange fort ist, Od. 4, 109. – c) auch zur Bildung eines Objectsatzes, bei Verbis des Sagens, Glaubens u. ähnlichen, wie auch wir zuweilen wie für daß gebrauchen, ὑπωπτεύετο, ὅπως μήποτ' ἂν ἄψυχα ὄντα οὕτως εἰς ἀκρίβειαν ϑαυμαστοῖς ἂν ἐχρῆτο νοῦν μὴ κεκτημένα, er vermuthete, daß sie niemals gebrauchen würden, Plat. Legg. XII, 967 b; ο ὐκ ἔχω πῶς ἀμφιςβητοίην, ὅπως οὐ πάντα ἐγὼ ἐπίσταμαι, ἐπειδήπερ ὑμεῖς φατε, Euthyd. 296 e, wie ich zweifeln oder meinen sollte, daß ich nicht Alles verstehe, wo Heindorf zu vergleichen; ὅπως ἄχϑομαι, μήδ' ὑπονοεῖτε, Xen. Cyr. 3, 3, 20; u. so bes. nach den Verbis, die ein Sorgetragen, Anordnen bedeuten, wie im Lat. ut; auch verbieten, ἀπηγόρευες, ὅπως μὴ τοῦτο ἀποκρινοίμην, Plat. Rep. I, 339 a, welche Construction auch bei den einzelnen Verbis angeführt ist, auch sich aus den folgenden Beispielen ergiebt. Denn diese Verbindungen bilden den Uebergang zu der Bdtg – 3) damit, auf daß, bei der man auch von der ursprünglichen Bdtg wie ausgehen muß. Die Conjunction ὅπως wird dann construirt, A) wenn sie von einem tempus der Gegenwart oder der Zukunft abhängig ist, auf die Zukunft bezüglich, a) c. ind. fut., ϑέλγει, ὅπως Ἰϑάκης ἐπιλήσεται, sie liebkos't ihn, damit er Ithaka's vergessen soll, Od. 1, 57; häufig bei den Attikern, ὅπως δ' ὅμαιμον αἷμα μὴ γενήσεται, δεῖ κάρτα ϑύειν, Aesch. Suppl. 444; ὅπως χρονίζον εὖ μενεῖ βουλευτέον, Ag. 821; auch nach imperat. aor., ἀγγείλατ' ἐντολὴν ὅπως Τελαμῶνι δείξει, Soph. Ai. 564; auch δέδοιχ' ὅπως μὴ 'κ τῆς σιωπῆς τῆςδ' ἀναῤῥήξει κακά, O. R. 1074; τρέψομαι, ὅπως βασανιῶ, Ar. Ran. 1117; ποίεε, ὅκως ἐκείνην ϑεήσεαι, Her. 1, 8; σοὶ μελέτω, ὅκως μή σε ὄψεται, ibid. 9; φόβος ἐστίν, ὅπως μὴ αὖϑις διασχισϑησόμεϑα, Plat. Conv. 193 a; aber ib. 174 e, εἰς καλὸν ἥκεις, ὅπως συνδειπνήσεις, haben die mss. συνδειπνή. σῃς; vgl. mit ähnlichen Varianten Rep. III, 403 b VI, 488 d; wenn sich auch Dawes' Regel, daß der conj. des aor. I. act. u. med. nicht gebraucht werde in dieser Verbindung, nicht durchweg bestätigt, so sind doch die Beispiele mit dem ind. fut. bei weitem überwiegend; vgl. Krüger zu Xen. An. 1, 3, 14, u. sonst in Prosa überall, bes. nach ἐπιμελεῖσϑαι, παρασκευάζεσϑαι, πάντα ποιεῖν, σκοπεῖσϑαι, φυλάσσειν u. ähnl., wo meist die Grundbedeutung von ὅπως noch merklich hervortritt. – b) cum conj.; λεύσσει, ὅπως ὄχ' ἄριστα μετ' ἀμφοτέροισι γένηται, Il, 3, 110; περιφραζώμεϑα πάντες νόστον, ὅπως ἔλϑῃσι, Od. 1, 76; λίσσεσϑαι δέ μιν αὐτόν ( inf. für den imperat.), ὅπως νημερτέα εἴπῃ, 3, 19, vgl. 13, 365. 14, 181. 23, 117; βλέπει φάος, ὅπως κατελϑὼν ἀμφοῖν γένηται φονεύς, Aesch. Ag. 1631; u. neben dem indic. fut., σιγᾶϑ' ὅπως μὴ πεύσεταί τις, γλώσσης χάριν δὲ πάντ' ἀπαγγείλῃ τάδε, Ch. 263; ἥξομεν πάλιν, ὅπως φέρωμεν, Soph. El. 58, vgl. Ai. 6 El. 382; φρουρήσουσ' ὅπως Αἴγισϑος ἡμᾶς μὴ λάϑῃ μολὼν ἔσω, 1394; ἄρδω σ' ὅπως ἀναβλαστάνῃς, Ar. Lys. 384; ποίεε ὅκως μοι καταστήσῃς τὸν παῖδα, Her. 1, 209; vgl. Plat. Gorg. 495 e 515 c u. das unter a) Bemerkte; δεῖ πειρᾶσϑαι, ὅπως καλῶς νικῶντες σωζώμεϑα, Xen. An. 3, 2, 3; bemerke ὅκως ποιήσωσι Her. 2, 120; ὅπως μὴ βουλεύσησϑε Thuc. 1, 72; ὅπως μὴ βοηϑήσωσιν 4, 66; Folgde. – Eben so nach imper. u. conj. hortat., des aor., ἀποσταϑῶμεν, ὅπως δοκῶμεν τῶνδ' ἀναίτιαι κακῶν, Aesch. Ch. 860; μέϑες τόδ' ἄγγος νῦν, ὅπως τὸ πᾶν μάϑῃς, Soph. Phil. 1196; δὸς ὅπως ἐμαυτὴν ξὺν τῇδε κλαύσω κἀποδύρωμαι, El. 11101 φάνηϑι, ὅπως μοι Νύσια ὀρχήματα ἰάψῃς, Ai. 685; u. nach einem perf., ἱκέτις ἀφῖγμαι, ich bin da, ὅπως λύσιν τίν' ἧμιν εὐαγῆ πόρῃς, O. R. 921. – c) zu dem conj. tritt noch ἄν od. κέν; πείρα, ὅπως κεν δὴ σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκηαι, wo noch die Bdtg wie sichtbar ist, wie du immer gelangen magst, d. i. damit du gelangest, Od. 4, 545; ὅπως δ' ἂν εἰδῇ – φράσω, Aesch, Prom. 826; φύλασσε τἂν οἴκῳ καλῶς, ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε, Ch. 573, daß sich wa möglich Alles gut vereine, vgl. Eum. 543. 984 Suppl, 239; ἴσϑι πᾶν τὸ δρώμενον, ὅπως ἂν εἰδὼς ἧμιν ἀγγείλῃς σαφῆ, Soph. El. 41, vgl. Trach. 615 O. C. 581; auch in Prosa, ἐπιμελοῦνται ὃπως ἂν οἱ νέοι μηδὲν κακουργῶσι, eigtl. wie immer die Jüngeren nichts Böses thun möchten, Plat. Prot. 326 a (nach ἐπιμελεῖσϑαι auch ὅπως mit ἄν u. ont., opt. pot., ἐπιμελεῖται, ὅπως ἂν ϑηρῷεν, Xen. Cyr. 1, 2, 10; Thuc. 7, 65; s. auch unter 1); μηχανητέον, ὅπως ἂν διαφύγῃ καὶ μὴ δῷ δίκην, Gorg. 481 a, vgl. Phaedr. 239 b Phaed. 59 e Conv. 187 e Rep. III, 411 e; so schreibt Krüger Xen. An. 7, 4, 2 τὴν λείαν ἀπέπεμψε, ὅπως ἂν μισϑὸς γένηται τοῖς στρατιώταις, wo der conj. nach dem aor. zu bemerken. – B) nach einem Präteritum, auf Vergangenes bezüglich, cum op tat.; οὔτε ποτ' εἰν ἀγορῇ δίχ' ἐβάζομεν – ἀλλ' ἕνα ϑυμὸν ἔχοντε – φραζόμεϑ' (imperf.) Ἀργείοισιν ὅπως ὄχ' ἄριστα γένοιτο, Od. 3, 127; ἡ δὲ μάλ' ἡνιόχευεν, ὅπως ἅμ' ἑποίατο πεζοί, 6, 119, vgl. 8, 345. 420; nach dem aor., οὐδ' ἐνόησα νηὸς ἐμῆς ἐπιβᾶσαν, ὅπως τί μοι ἄλγος ἀλάλκοις, 13, 319, die Absicht der Athene beim Besteigen des Schiffes aussprechend, vgl. 14, 312. 18, 160; ἐϑρέψατο, ὅπως γένοισϑε πρὸς χρέος τόδε, Aesch. Spt. 20, vgl. Eum. 640; auch nach dem historischen Präsens, ἐνταῦϑα πέμπει τούςδ' ὅπως κτείνοιεν, Pers. 442; ἀφικόμην, ὅπως σοῦ πρὸς δόμους ἐλϑόντος εὖ πράξαιμί τι, Soph. O. R. 1005; O. C. 1307; τῶν λόγων ἐπῃσϑόμην πρὸς ἔξοδον στείχουσα, – ὅπως ἱκοίμην, Ant. 1170; – auch nach einem vorangehenden optat., γενοίμαν, ὅπως προςείποιμεν, Ai. 1200; – inlängerer indirecter Rede, Trach. 951; – διώρυχα ὀρύσσειν μηνοειδέα, ὅκως ἐς τὰ ἀρχαῖα ἐςβάλλοι, Her. 1, 75. 99; Plat. Prot. 321 a Tim. 77 e; τὸν Κῦρον ἀπεκάλει, ὅπως τὰ ἐν Πέρσαις ἐπιχώρια ἐπιτελοίη, Xen. Cyr. 1, 4, 25; ἐκάλεσέ τις αὐτόν, ὅπως ἴδοι τὰ ἱερά, An. 2, 1, 9, öfter; auch nach einem historischen Präsens, 4, 6, 1; ἀπεκρίνατο, ὅτι αὐτῷ μέλοι ὅπως καλῶς ἔχοι, 1, 8, 13, vgl. 7, 7, 44, er werde dafür sorgen, daß es gut sein solle. – C) nach einem indicat. der Nichtwirklichkeit, oder einem denselben vertretenden Satze, c. ind. impf. u. aor.; εἴϑ' εἶχε φωνὴν εὔφρονα, ὅπως μὴ κινυσσόμην, Aesch. Ch. 194; τί δῆτ' οὐκ ἐν τάχει ἔῤῥιψ' ἐμαυτήν, ὅπως τῶν πάντων πόνων ἀπηλλάγην, damit ich befrei't worden wäre, Prom. 751; ὡς ὤφελον πάροιϑεν ἐκλιπεῖν βίον, πρὶν ἐς ξένην σε γαῖαν ἐκπέμψαι, ὅπως ϑανὼν ἔκεισο, Soph. El. 1123; οὐκ οὖν ἐχρῆν σε Πηγάσου ζεῦξαι πτερόν, ὅπως ἐφαίνου τοῖς ϑεοῖς τραγικώτερος, Ar. Pax 136. – Aus dem Vorhergehenden erklärt sich der absolute Gebrauch von ὅπως. Wie man nämlich sagt ὅρα, ὅκως μή σευ ἀποστήσονται, Her. 3, 36, siehe zu, nimm dich in Acht, daß sie nicht von dir abfallen, so wird auch ὅπως μή c. conj. od. fut. indicat. absolut gebraucht, warnend od. verbietend, daßnurnichtetwa, 6, 85; ὅπως γε μὴ ὁ σοφιστὴς ἐξαπατήσει ἡμᾶς, Plat. Prot. 313 c, wo wieder die mss. alle ἐξαπατήσῃ haben (vgl. oben a); ὅπως μὴ λήσετε διαφϑαρέντες, Gorg. 487 d; ἀλλ' ὅπως μὴ οὐχ οἷός τ' ἔσομαι, Rep. VI, 406 d; vgl. τόδε σκεψώμεϑα, ὅπως μὴ ἡμᾶς τὰ πολλὰ ταῦτα ὀνόματα ἐξαπατᾷ, Crat. 439 b; εὐλαβούμενοι, ὅπως μὴ ἐγὼ ἐξαπατήσας οἰχήσομαι, Phaed. 91 e; ὅπως οὖν μὴ ἀπολῇ μαστιγούμενος, Xen. Cyr. 1, 3, 18, vgl. 4, 1, 16, öfter; ὅπως οὖν ἔσεσϑε ἄνδρες ἄξιοι τῆς ἐλευϑερίας, ohne vorangehendes Verbum, daß ihr euch nun auch als Männer zeigt, welche der Freiheit würdig sind, An. 1, 7, 3; ἄγε ὅπως πρωῒ παρέσῃ, Cyr. 5, 2, 21; vgl. Ar. Nubb. 489; also auch ohne Negation, aufmunternd; ὅπως μηδεὶς πεύσεται, Lys. 1, 21.
-
9 ζευγνυμι
1) подводить к ярму, сопрягать ярмом, запрягать, впрягать(ἵππους ὑφ΄ ἅρμασι и ὑφ΄ ἅρματα Hom.; ἐν ἅρμασι, ἐν ζυγοῖσι Aesch.)
2) запрягать, закладывать(ἅρμα Pind.; ὄχους Eur.)
τέθριππα ζεύγνυσθαι Eur. — заложить (для себя) квадриги3) взнуздывать, седлать(Πεγάσου ζεῦξαι πτερόν Arph.)
4) соединять, сочетать (браком)γάμοις ζευχθῆναι Soph. и (ἐν) γάμοις ζυγῆναι Eur. — сочетаться браком;
ἄκοιτιν ζεύξασθαι Eur. — взять себе супругу, жениться5) соединять оба берега, перекрывать мостом(ποταμόν Her.; Ἑλλήσποντον Her., Isocr.; τέν διάβασιν, sc. ποταμοῦ Plut.)
ζ. Βόσπορον Her. — построить мост через Боспор6) перебрасывать, наводить(γέφυραν Her.)
γέφυρα ἐζευγμένη ἑπτὰ πλοίοις Xen. — мост, образованный из семи соединенных судов7) сколачивать, сооружать, строить(ναῦς Hes.)
σανίδες ἐζευγμέναι Hom. — крепко сплоченные створы8) чинить(παλαιὰς ναῦς Thuc.)
9) связывать, скреплять(ἀσκοὺς δεσμοῖς Xen.)
δμωαὴ φάρη χρυσέαις ἐζευγμέναι πόρπαισιν Eur. — служанки в плащах, застегнутых золотыми застежками10) связывать, сковывать(πέδαις πόδας Plut.)
ἀνάγκῃ ζυγείς Soph. — вынужденный необходимостью, т.е. по велению рока;ζυγεὴς ὁρκίοισι Eur. — связанный клятвами;πότμῳ ζυγείς Pind. — подвластный судьбе;ζεύξασθαί τινα ἐν ὅρκοις Eur. — связать кого-л. клятвой -
10 ἅρμα
1 chariot ἅρμα θοὸν τάνυεν sc. Poseidon O. 8.49τίς ἔλαχε στέφανον χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.62
εὔδοξον ἅρματι νίκαν P. 6.17
Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα P. 6.32
τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι P. 11.46
ἅρμα δ' ὀτρύνει Χρομίου Νεμέα τ ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1.7
τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων N. 9.4
νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν (sc. Ἄδραστος) N. 9.12ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας I. 1.14
ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν γείτον ἀμειβομένοις εὐεργέταν ἁρμάτων ἱπποδρόμιον κελαδῆσαι i. e. Poseidon I. 1.54ἴστε μὰν Κλεωνύμου δόξαν παλαιὰν ἅρμασιν I. 3.16
( φάμα):ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν I. 4.25
ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι I. 5.5
ἅρμα Θηβαῖον (sc. ἐξοχώτατόν ἐστι) fr. 106. 5. παρὰ Λύδιον ἅρμα πεζὸς οἰχνέων fr. 206. ὑφ' ἅρμασιν ἵππος fr. 234. pl. pro sing., “ ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων ἐς Ἆλιν” O. 1.77Ἱέρωνος ὑπὲρ καλλινίκου ἅρμασι P. 1.33
ξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον ( ἔν τ' ἄρματα v. l.) P. 2.11χαμαὶ καταβαὶς ἀφ' ἁρμάτων N. 6.51
ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ' ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς (ὡς ἐπὶ τῶν ἁρμάτων ὁ ῥυμὸς μέσος ἐστίν, οὕτως ὁ Σωγένους οἶκος ἐξ ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν ἔχων τὰ σὰ τεμένη, μέσος ἐστίν. Σ.) N. 7.93 met., chariot of the Muses, i. e. song,ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι σὺν ἅρματι θοῷ κλείζειν O. 1.110
Θώρακος, ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν, τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον P. 10.65
ἔσσυταί τε Μοισαῖον ἅρμα Νικοκλέος μνᾶμα πυγμάχου κελαδῆσαι I. 8.61
πο] τανὸν ἅρμα Μοισα[ Πα. 7B. 13. -
11 ἐγκώμιος
ἐγκώμιος pertaining to a victory-komos:1 victory-ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν O. 2.47
τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον O. 10.77
ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.53
ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1.7
δέξαι δέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν O. 13.29
-
12 ἔργμα
1 achievement, exploitῥῆμα δ' ἐργμάτων χρονιώτερον βιοτεύει N. 4.6
ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα N. 4.84
Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον ἀγερώχων ἐργμάτων ἕνεκεν N. 6.33
μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς (Schr.: ἐφ' ἕργματι, ἅρμασιν codd.) I. 1.47διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος αἰεί I. 4.42
ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα, οὐ σθένος fr. 38. esp., in athletic contests,ἅρμα δ' ὀτρύνει Χρομίου Νεμέα τ ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1.7
οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ, Αἴγινα, τεῶν Διός τ' ἐκγόνων N. 7.49
ἐφ' ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος I. 1.27
frag. ]ἁ δ' ἔρ[γ]μασι[ Παρθ. 2. 73. -
13 ἦ
ἦ (in first position, but introducing phrase P. 9.22, 37, postponed once O. 13.63)a emphasising what follows.ἦ κεν ἀμνάσειεν P. 1.47
ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει N. 8.24
] ᾖ Διὸς οὐκ ἐθελο[ ( ἔφη interp. Bury) Πα. 7B. 43. esp.πολύς; ὃς τᾶς ὀφιώδεος υἱόν ποτε Γοργόνος ἦ πόλλ' ἀμφὶ κρουνοῖς Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν O. 13.63
κεράιζεν ἀγρίους θῆρας, ἦ πολλάν τε καὶ ἡσύχιον βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα πατρῴαις P. 9.22
ἦ θαύματα πολλά O. 1.27
b in combination with other particles. α. ἦρα (= ἦ ἄρα).1 in asseveration (v. also ἦρα, ῥα.) [ ἦ ῥα Μηδείας ἐπέων στίχες ( ἔφη Σ: ἦρα Schr.) P. 4.57]ἦῤ, ὦ φίλοι, κατ' ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην P. 11.38
2 introducing question. “ ὁσία κλυτὰν χέρα οἱ προσενεγκεῖν ἦρα καὶ ἐκ λεχέων κεῖραι μελιαδέα ποίαν;” P. 9.37 τίνι τῶν πάρος, ὦ μάκαιρα Θήβα, καλῶν ἐπιχωρίων μάλιστα θυμὸν τεὸν εὔφρανας; ἦρα χαλκοκρότου πάρεδρον Δαμάτερος ἁνίκ' εὐρυχαίταν ἄντειλας Διόνυσον; I. 7.3II ἦ μάν, in strong asseveration.ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν N. 8.28
“ ἦ μάν νιν ὤτρυνον θαμὰ” P. 4.40ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63
c ἦ γάρ, emphasising a reason.ἀκούσατ· ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν P. 6.1
ἦ γὰρ αὐτῶν μετάστασιν ἄκραν[ θῆ]κε Δ. 4. 40.d ἦ δή, v. δή.------------------------------------ἦ1 spoke dub., ἦ ῥα Μηδείας ἐπέων στίχες (v. Wil., 387̆{1}: ἦρα Schr.) P. 4.57, cf. Πα. 7B. 43. -
14 κρουνός
1 spring ἦ πόλλ' ἀμφὶ κρουνοῖς Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν (i. e. τοῖς ῥεύμασι τῆς Πειρήνης. Σ.) O. 13.63 met.,κεῖνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν δεινοτάτους ἀναπέμπει P. 1.25
-
15 μέλος
μέλος (-ος, -ει, -ος; -έων, -εσσιν, -η.)a limb μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη (sc. Πέλοπα) O. 1.49πολιῷ χαλκῷ μέλη τετρωμένοι P. 3.48
ἀγχομένοις δὲ χρόνος ψυχὰς ἀπέπνευσεν μελέων ἀφάτων of serpents N. 1.47θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη N. 11.15
μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν (sc. Ἡρακλέης) Πα. 2. 11. εὕδει δὲ πρασσόντων μελέων sc. the soul fr. 131b. 3.bI songἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν O. 2.47
τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος, φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ O. 9.1
[ σεμνόν τ' ἐπίνειμαι ἀκρωτήριον Ἄλιδος τοιοῖσδε μέλεσσιν (v. l. βέλεσσιν) O. 9.8]γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3
χλιδῶσα δὲ μολπὰ πρὸς κάλαμονἀντιάξει μελέων O. 10.84
τόδε φέρων μέλος ἔρχομαι P. 2.4
τόδε μὲν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται P. 2.68
( Ἀρκεσίλαν)ἔχοντα Πυθωνόθεν τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν P. 5.107
ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1.7
θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον N. 4.15
ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος πεφιλημένον Οἰνώνᾳ N. 4.45
δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν I. 6.2
ἀνδ]ρὶ σοφῷ παρέχει μέλος[ Pae. 18.3
ἀχεῖ τ' ὀμφαὶ μελέων σὺν αὐλοῖς fr. 75. 18. [ μέλος ( μέλι Wil. e Σ.) fr. 97.] καμπύλον μέλος διώκων hyporchema *fr. 107a. 3.* τροχὸν μέλος fr. 177c. ]σ' ἀγλαὸν μέλος [παρ]θενηίας ὀπὸς εὐηρ[ατ ?fr. 333a. 13.II music, of flutes.παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος P. 12.19
( δελφίς) τὸν μὲν αὐλῶν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 17.III met. μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων go out of tune N. 7.69 -
16 Νεμέα
Νεμέα (-έα, -έας, -έᾳ, -έᾳ.) in the Argolis, site of a sanctuary to Zeus, in whose honour games were held. “θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” Herakles speaks of the Nemean lion, whose hide he wears I. 6.481κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων, Νεμέᾳ τ O. 7.82
σὲ μὲν Νεμέᾳ πρόφατον θῆκεν (sc. Ζεύς) O. 8.16καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν O. 8.57
Νεμέας κατὰ κόλπον (cf. N. 6.44) O. 9.87Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ O. 13.98
ἅρμα δ' ὀτρύνει Χρομίου Νεμέα τ ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1.7
ἑπτὰ δ (sc. στεφάνοις ἔμιχθεν) ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ' οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι (v. ἀγών) N. 2.23 ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ in Nemea's low-lying plain N. 3.18τίν γε μὲν Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο δέδορκεν φάος N. 3.84
τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.9
Οὐλυμπίᾳ τε καὶ Ἰσθμοῖ Νεμέᾳ τε N. 4.75
ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος (v. μείς) N. 5.44ἦλθέ τοι Νεμέας ἐξ ἐρατῶν ἀέθλων παῖς ἐναγώνιος N. 6.12
πεντάκις Ἰσθμοῖ στεφανωσάμενος, Νεμέᾳ δὲ τρεῖς N. 6.20
ἀμφὶ Νεμέᾳ πολύφατον θρόον ὕμνων δόνει ἡσυχᾷ N. 7.80
καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον (sc. ἐκράτησε) N. 10.26ἐν Ἰσθμῷ, Νεμέᾳ δὲ I. 5.18
ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον, ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων I. 6.3
τρεῖς (sc. νίκας)ἀπ' Ἰσθμοῦ τὰς δ ἀπ εὐφύλλου Νεμέας I. 6.61
Ἰσθμιάδος τε νίκας ἄποινα καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε I. 8.4
] οι Νεμέα κ[ fr. 1b. 3. εἴπερ τριῶν Ἰσθμ[οῖ], Νεμλτ;έγτ;αλτ;ι δγτ;ὲ δυ[οῖν (e Σ supp. Lobel) fr. 6a. h. -
17 νικαφόρος
νῑκᾱφόρος, -ον1 victoriousτετραορίας ἕνεκα νικαφόρου O. 2.5
νικαφόρον ἀγλαίαν ὤπασαν O. 13.14
νικαφόροις ἐν ἀέθλοις P. 8.26
ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1.7
βοὰ δὲ νικαφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει N. 3.67
γευόμενοι στεφάνων νικαφόρων I. 1.22
pro subs., victorνικαφόροις ὁμιλεῖν O. 1.115
-
18 ὀτρύνω
a rouse met., c. acc.ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς N. 1.34
b urge, promptI c. acc. & inf.ἐμὲ δ' ὦν πᾳ θυμὸς ὀτρύνει φάμεν O. 3.38
ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι O. 6.87
“ καὶ ὡς τάχος ὀτρύνει με τεύχειν ναὶ πομπάν” P. 4.164 ἅρμα δ' ὀτρύνειΧρομίου Νεμέα τ' ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1.7
II c. dat. & inf. “ ἦ μάν νιν ὤτρυνον θαμὰ λυσιπόνοις θεραπόντεσσιν φυλάξαι” (byz.: ὄτρυνον codd.) P. 4.41III c. acc.ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας N. 10.23
-
19 πάσχω
a in bad sense, sufferΚάδμοιο κούραις, ἔπαθον αἳ μεγάλα O. 2.23
ἦ πόλλ' ἀμφὶ κρουνοῖς Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν O. 13.64
οἷα Συρακοσίων ἀρχῷ δαμασθέντες πάθον P. 1.73
τάχα δὲ παθὼν ἐοικότ' ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον P. 2.29
οἷα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20
ἐπεὶ ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικεν N. 4.32
καὶ πάθον δεινὸν παλάμαις ἈφαρητίδαιΔιός N. 10.65
[τί πείσομα[ι] (πείθομαι Π̆ς) Πα. 7B. 42, v.πείθω.] ὀλοφύρομαι οὐδέν, ὅ τι πάντων μέτα πείσομαι Pae. 9.21
I εὖ πάσχω, enjoy successτὸ δὲ παθεῖν εὖ πρῶτον ἀέθλων P. 1.99
χρὴ πρὸς μακάρων τυγχάνοντ' εὖ πασχέμεν P. 3.105
ἐόντων εὖ τε παθεῖν καὶ ἀκοῦσαι φίλοις ἐξαρκέων N. 1.32
εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ I. 5.13
II experience, enjoyτὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι καιρῷ σὺν ἀτρεκεῖ P. 8.6
τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν P. 9.89
κάρυκες ὡρᾶν ἀνέγνον (sc. Νικόμαχον),σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι, παθόντες πού τι φιλόξενον ἔργον I. 2.24
ὁ δ' ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος ἁβρὰ πάσχειν fr. 2. 1.c frag., ο]ὐκ αἰσχρὸν πάθοις Πα. 13. b. 6. -
20 ποθέω
a miss, yearn for c. acc. “ ποθέω στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶς” O. 6.16b desire c. inf.ἦ πόλλ' ἀμφὶ κρουνοῖς Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν O. 13.64
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ζεῦξαι — ζεύγνυμι yoke aor imperat mid 2nd sg ζεύγνυμι yoke aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεῦξ' — ζεῦξαι , ζεύγνυμι yoke aor imperat mid 2nd sg ζεῦξαι , ζεύγνυμι yoke aor inf act ζεῦξα , ζεύγνυμι yoke aor ind act 1st sg (homeric ionic) ζεῦξε , ζεύγνυμι yoke aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ζεῦξι , ζεῦξις yoking fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευγνύω — (AM ζεύγνυμι και ζευγνύω) 1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα 2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ ὑπ ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ίππους) σελλώνω,… … Dictionary of Greek
i̯eu-2, i̯eu̯ǝ-, i̯eu̯-g- — i̯eu 2, i̯eu̯ǝ , i̯eu̯ g English meaning: to tie together, yoke Deutsche Übersetzung: “verbinden” Note: probably as 1. i̯eu “vermengen” from “in Bewegung place” evolved; s. also i̯eu dhand i̯eu ni . Material: O.Ind. yáuti,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
BARCE vel BARCA — BARCE, vel BARCA eadem quae Marmarica, teste Bochartô, l. 1. Chanaan, c. 25. Ingens Africae regio, inter Aegyptum, et regnum Tunetanum, in ora maris Mediterranei sterilis admodum. Morerius. Et urbis nomen in Cyrenaica vetustissimae, a Batto,… … Hofmann J. Lexicon universale
PLAUSTRUM — currus quatuor rotis constans, Car. du Fresne Glossar. Sic vero ab imperitis vocari, testatur Valerius Probus; Plostra legendum putavit, licet usus Plaustra obtineat. Unde lepida illa apud Sueton. fabella, c. 22. ubi, cum Vespasianus moneretura… … Hofmann J. Lexicon universale