-
1 ψῦχος
ψῦχος, τό, Kühle, Abkühlung, Erfrischung, Od. 10, 555; Kälte, Frost, ἐν ψύχει μὲν ἡλίου διπλῆ πάρεστιν ἐνϑάκησις Soph. Phil. 17; ἐν τῷ ψύχει καϑηῦδον Plat. Conv. 220 d; öfters bei Her., der auch den plur. ψύχεα braucht, 4, 38, wie Xen. Oec. 5, 3 Cyn. 5, 9. – Uebertr., Unglück, Aesch. Ag. 945. – [Wegen der Länge des υ ist die Betonung ψύχος falsch.]
-
2 ψῦχος
ψῦχος, τό, Kühle, Abkühlung, Erfrischung; Kälte, Frost. Übertr., Unglück -
3 παλίμ-ψῡχος
παλίμ-ψῡχος, wieder beseelt, neu belebt, Sp.
-
4 πάμ-ψῡχος
πάμ-ψῡχος, ganz beseelt, durchaus lebend; Soph. El. 831 heißt es vom Amphiaraos ὑπὸ γαίας πάμψυχος ἀνάσσει, was einige alte Erkl. durch ἀϑάνατος erkl., Andere πασῶν ψυχῶν ἀνάσσει, αἳ δὴ ἐν χρείᾳ καϑεστᾶσι τῆς ἐκείνου μαντικῆς, was Hermann billigt; nicht so einfach ist »er herrscht in voller Lebenskraft«, Gegensatz zum Halbleben der andern Schatten in der Unterwelt, Passow.
-
5 σύμ-ψυχος
-
6 σκληρό-ψυχος
σκληρό-ψυχος, harthetzig, Schol. Aesch. Prom. 242.
-
7 τρί-ψῡχος
τρί-ψῡχος, mit drei Seelen, Leben, Sp.
-
8 φιλό-ψῡχος
φιλό-ψῡχος, sein Leben liebend, schonend, dah. furchtsam, feig; γυνή Eur. Hec. 348, vgl. Phoen. 597. – Adv. φιλοψύχως, Sp.
-
9 γυναικό-ψῡχος
γυναικό-ψῡχος, mit weibischer Seele, Sp.
-
10 καρτερό-ψῡχος
καρτερό-ψῡχος, von starker Seele, muthig, Sp.
-
11 κακό-ψῡχος
κακό-ψῡχος, kleinmüthig, verzagt?
-
12 καλό-ψῡχος
καλό-ψῡχος, Erkl. von εὔϑυμος, Hesych.
-
13 εὔ-ψῡχος
εὔ-ψῡχος, 1) gutes Muthes, tapfer; ϑράσος Aesch. Pers. 386; Eur. Rhes. 510; Plat. Legg. VIII, 830 c u. A.; πρὸς τὸ ἐπιέναι τοῖς ἐναντίοις εὐψυχότατοι ἂν εἶεν Thuc. 2, 11; τὸ ἀφ' ἡμῶν ἐς τὰ ἔργα εὔψυχον, unsere Entschlossenheit, 2, 39; auch τέχνη, bei Ath. III, 102 e. – 2) sehr kühl, kalt, Theophr. – Adv. εὐψύχως καὶ προϑύμως, Xen. Hipparch. 8, 21.
-
14 βαρύ-ψῡχος
βαρύ-ψῡχος, ἀνήρ, schwermüthig, mißmüthig, Soph. Ai. 312.
-
15 μικρό-ψῡχος
μικρό-ψῡχος, von kleiner Seele, niedriger Gesinnung, kleinmüthig, nach Arist. Eth. 4, 3 ὁ ἐλαττόνων ἑαυτὸν ἀξιῶν ἢ ἄξιος. Bei Dem. 18, 269 Einer, der Andere immer an das erinnert, was er ihnen Gutes gethan dat; bei Isocr. 4, 172 steht μικροψυχότερος dem ἐῤῥωμενέστερος gegenüber; auch Sp., wie Luc. D. Mer. 13. – Auch adv., Sp.
-
16 μεγαλό-ψῡχος
μεγαλό-ψῡχος, von hoher, edler Gesinnung und Seelengröße, ἀϑάνατα μὲν φρόνει τῷ μεγαλόψυχος εἶναι, Isocr. 1, 32; vgl. Arist. Eth. 1, 10, 12 u. die unter μεγαλοψυχία angeführten Stellen; u. so auch Sp., wie bei Pol. τὸ μεγαλόψυχον καὶ παράβολον τῆς Ῥωμαίων αἱρέσεως, 1, 20, 11; bes. den Freigebigen bezeichnend, καὶ εὐεργετικός, 22, 21, 3; adv., μεγαλοψύχως καὶ πρᾴως χρῆσϑαι τοῖς πράγμασι, 1, 8, 4, καὶ βασιλικῶς, 8, 25, 5. Nach Plat. Alc. II, 140 c auch ein milderer Ausdruck für ἄφρων, hochfahrig, überspannt.
-
17 δειλό-ψῡχος
δειλό-ψῡχος, von furchtsamer Seele, Ios.
-
18 δουλό-ψῡχος
δουλό-ψῡχος, mit einer Sklavenseele, Procl.
-
19 μαλακό-ψῡχος
μαλακό-ψῡχος, weichmüthig, feigherzig, Sp.
-
20 δί-ψῡχος
δί-ψῡχος, unentschlossen, zweifelhaft; N. T, K. S.
См. также в других словарях:
ψῦχος — cold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύχος — το ους 1. έλλειψη θερμότητας, κρύο, ψύχρα: Σήμερα έχει πολύ ψύχος. 2. χαμηλή θερμοκρασία. 3. φρ., «Kάνει ψύχος», ο καιρός είναι ψυχρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψύχος — το / ψῡχος, ΝΜΑ έλλειψη θερμότητας, κρύο, ψύχρα αρχ. 1. δροσιά 2. μτφ. λύπη 3. φρ. «ἐν ψύχει» κατά τον χειμώνα (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ψύχω (II)] … Dictionary of Greek
ψυχός — (I) ο, Ν γιορτή στην μνήμη τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεν. πληθ. τῶν ψυχῶν, που εκλήφθηκε ως αιτ. τὸν ψυχόν]. (II) ὁ, Α βλ. ψυγός … Dictionary of Greek
εύψυχος — (I) η, ο (ΑΜ εὔψυχος, ον) γενναιόψυχος, ανδρείος, θαρραλέος, εύτολμος, αποφασιστικός, γενναιόκαρδος, λεοντόκαρδος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔψυχον η ευψυχία, η γενναιοψυχία. επίρρ... εὐψύχως (ΑΜ, Μ και εὔψυχα) με τόλμη, με θάρρος αρχ. με… … Dictionary of Greek
θνητόψυχος — θνητόψυχος, ον (Μ) αυτός που πιστεύει ότι η ψυχή είναι θνητή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ά ψυχος, έμ ψυχος, πάμ ψυχος] … Dictionary of Greek
ευρωστόψυχος — εὐρωστόψυχος, ον (Α) αυτός που έχει δυνατή ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύρωστος + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ά ψυχος, επτά ψυχος] … Dictionary of Greek
εφτάψυχος — η, ο και επτάψυχος, η, ο 1. αυτός που παρουσιάζει μεγάλη αντοχή στις ασθένειες και όλες τις κακουχίες, αυτός που δύσκολα υποκύπτει στον θάνατο, πολύ δυνατός (φρ. «οι γάτες είναι εφτάψυχες») 2. άγρυπνος («τα μεγάλα μάτια εφτάψυχα εντός μου», Παλαμ … Dictionary of Greek
ζημιόψυχος — ζημιόψυχος, ον (Α) ο επιζήμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζημία + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιό ψυχος, μεγαλό ψυχος] … Dictionary of Greek
ημίψυχος — ἡμίψυχος, ον (Α) μισοξεψυχισμένος, ημιθανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ά ψυχος, πονό ψυχος] … Dictionary of Greek
θερμοκήπιο — Στεγασμένος και περιφραγμένος χώρος με προορισμό να προφυλάξει από το χειμερινό ψύχος τα καρποφόρα και καλλωπιστικά φυτά που δεν αντέχουν στην ύπαιθρο ή για να εξασφαλίσει τεχνητά για μερικά τροπικά είδη οικολογικές συνθήκες όμοιες με εκείνες που … Dictionary of Greek