-
1 ψῦχος
ψῦχος, τό, Kühle, Abkühlung, Erfrischung, Od. 10, 555; Kälte, Frost, ἐν ψύχει μὲν ἡλίου διπλῆ πάρεστιν ἐνϑάκησις Soph. Phil. 17; ἐν τῷ ψύχει καϑηῦδον Plat. Conv. 220 d; öfters bei Her., der auch den plur. ψύχεα braucht, 4, 38, wie Xen. Oec. 5, 3 Cyn. 5, 9. – Uebertr., Unglück, Aesch. Ag. 945. – [Wegen der Länge des υ ist die Betonung ψύχος falsch.]
-
2 ψύχος
-
3 ψῦχος
-
4 ψῦχος
ψῦχος, ους, τό (cp. ψύχω ‘make cool or cold’; Hom. et al.; SIG 969, 92; PTebt 278, 47; LXX; En 100:13; TestSol 18:18 LP. On the accent s. B-D-F §13; Mlt-H. 57) cold J 18:18; Ac 28:2; 2 Cor 11:27 (w. γυμνότης).—Frisk s.v. ψυχή, but s. DELG s.v. ψυχή and ψυχρός, ψῦχος. M-M. -
5 ψυχος
-
6 ψῦχος
Aψύχω 11
) cold, Emp.65.2; opp. θάλπος, Hp.Aph.3.4; opp. ἀλέα, Arist.HA 598a1; opp. καύματα, Id.Mete. 362b17; ἐν ψύχει in winter-time, S.Ph.17;ἐν τῷ ψ. καθηῦδον Pl.Smp. 220d
; ψ., = ῥῖγος, Hermipp.97: pl. frosts, cold weather,Hdt.
4.28, 129, 5.10;ψύχη X.Oec.5.4
, Cyn.5.9;ἐν τοῖς σφόδρα ψ. καὶ ἐν ταῖς σφόδρα ἀλέαις Arist.HA 599a19
, cf. Mete. 379a26; sg., Hp.VM16.2 once in Hom., coolness,ψύχεος ἱμείρων Od.10.555
: metaph.,ψ. ἐν δόμοις πέλει A.Ag. 971
. -
7 ψῦχος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ψῦχος
-
8 ψῦχος
ψῦχος, τό, Kühle, Abkühlung, Erfrischung; Kälte, Frost. Übertr., Unglück -
9 ψύχος
τό1) холод; 2) мороз;§ κάμνει ψύχος — холодно
-
10 ψύχος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ψύχος
-
11 ψύχος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ψύχος
-
12 ψῦχος
-ους + τό N 3 1-0-1-6-2=10 Gn 8,22; Zech 14,6; Ps 147,6(17); Jb 37,9; Dn 3,67cold, cold weather Gn 8,22*Zech 14,6 καὶ ψῦχος and cold-וקרות for MT יקרות the glorious ones -
13 ψῦχος
холод, стужа.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ψῦχος
-
14 ψῦχος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ψῦχος
-
15 ψῦχος
холод, стужа, мороз -
16 ψύχος
[психос] ста. о. холод, мороз.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ψύχος
-
17 ψύχος
[психос] ста. о. холод, мороз. -
18 ψύχος
soğuk, soğuk hava -
19 παλίμ-ψῡχος
παλίμ-ψῡχος, wieder beseelt, neu belebt, Sp.
-
20 πάμ-ψῡχος
πάμ-ψῡχος, ganz beseelt, durchaus lebend; Soph. El. 831 heißt es vom Amphiaraos ὑπὸ γαίας πάμψυχος ἀνάσσει, was einige alte Erkl. durch ἀϑάνατος erkl., Andere πασῶν ψυχῶν ἀνάσσει, αἳ δὴ ἐν χρείᾳ καϑεστᾶσι τῆς ἐκείνου μαντικῆς, was Hermann billigt; nicht so einfach ist »er herrscht in voller Lebenskraft«, Gegensatz zum Halbleben der andern Schatten in der Unterwelt, Passow.
См. также в других словарях:
ψῦχος — cold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύχος — το ους 1. έλλειψη θερμότητας, κρύο, ψύχρα: Σήμερα έχει πολύ ψύχος. 2. χαμηλή θερμοκρασία. 3. φρ., «Kάνει ψύχος», ο καιρός είναι ψυχρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψύχος — το / ψῡχος, ΝΜΑ έλλειψη θερμότητας, κρύο, ψύχρα αρχ. 1. δροσιά 2. μτφ. λύπη 3. φρ. «ἐν ψύχει» κατά τον χειμώνα (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ψύχω (II)] … Dictionary of Greek
ψυχός — (I) ο, Ν γιορτή στην μνήμη τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεν. πληθ. τῶν ψυχῶν, που εκλήφθηκε ως αιτ. τὸν ψυχόν]. (II) ὁ, Α βλ. ψυγός … Dictionary of Greek
εύψυχος — (I) η, ο (ΑΜ εὔψυχος, ον) γενναιόψυχος, ανδρείος, θαρραλέος, εύτολμος, αποφασιστικός, γενναιόκαρδος, λεοντόκαρδος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔψυχον η ευψυχία, η γενναιοψυχία. επίρρ... εὐψύχως (ΑΜ, Μ και εὔψυχα) με τόλμη, με θάρρος αρχ. με… … Dictionary of Greek
θνητόψυχος — θνητόψυχος, ον (Μ) αυτός που πιστεύει ότι η ψυχή είναι θνητή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ά ψυχος, έμ ψυχος, πάμ ψυχος] … Dictionary of Greek
ευρωστόψυχος — εὐρωστόψυχος, ον (Α) αυτός που έχει δυνατή ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύρωστος + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ά ψυχος, επτά ψυχος] … Dictionary of Greek
εφτάψυχος — η, ο και επτάψυχος, η, ο 1. αυτός που παρουσιάζει μεγάλη αντοχή στις ασθένειες και όλες τις κακουχίες, αυτός που δύσκολα υποκύπτει στον θάνατο, πολύ δυνατός (φρ. «οι γάτες είναι εφτάψυχες») 2. άγρυπνος («τα μεγάλα μάτια εφτάψυχα εντός μου», Παλαμ … Dictionary of Greek
ζημιόψυχος — ζημιόψυχος, ον (Α) ο επιζήμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζημία + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιό ψυχος, μεγαλό ψυχος] … Dictionary of Greek
ημίψυχος — ἡμίψυχος, ον (Α) μισοξεψυχισμένος, ημιθανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ά ψυχος, πονό ψυχος] … Dictionary of Greek
θερμοκήπιο — Στεγασμένος και περιφραγμένος χώρος με προορισμό να προφυλάξει από το χειμερινό ψύχος τα καρποφόρα και καλλωπιστικά φυτά που δεν αντέχουν στην ύπαιθρο ή για να εξασφαλίσει τεχνητά για μερικά τροπικά είδη οικολογικές συνθήκες όμοιες με εκείνες που … Dictionary of Greek