Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κακό-ψῡχος

См. также в других словарях:

  • σκατόψυχος — η, ο, Ν (για πρόσ.) αυτός που όσο ζούσε χαρακτηριζόταν για τον κακό του χαρακτήρα και τις κακές του πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. κακό ψυχος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόψυχος — η, ο (ΑM μεγαλόψυχος, ον) αυτός που έχει μεγάλη, ευγενική ψυχή, γενναιόψυχος, μεγαλόκαρδος, ανδρείος («ἦν μεγαλόψυχος, γενναῑος, τολμητίας», Βί. Αλεξ.) νεοελλ. εμπνευσμένος, μεγαλόπνευστος νεοελλ. μσν. συνεκδ. 1. ανεκτικός, μακρόθυμος 2.… …   Dictionary of Greek

  • Στυξ — υγός, η / Στύξ, ΝΑ, και Στύγο Ν μυθ. 1. φοβερός ποταμός που διαρρέει τον Κάτω Κόσμο και τόν συγκρατεί και στού οποίου τα νερά οι θεοί έδιναν απαράβατους όρκους 2. (στον Όμ. και κυρίως στην Οδύσσεια) ο χώρος περιπλάνησης τών σκιών τών νεκρών… …   Dictionary of Greek

  • ευχείμερος — εὐχείμερος, ον (Α) 1. (για τόπους) αυτός που έχει ήπιο χειμώνα, αυτός που παρέχει ευχάριστη και υγιεινή διαχείμαση 2. αυτός που υπομένει καλά, ευχάριστα το ψύχος, τον χειμώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χείμ ερος «χειμωνιάτικος» (< χείμα «χειμώνας»),… …   Dictionary of Greek

  • κακοψυχία — κακοψυχία, ἡ (Α) 1. κακοφυΐα, κακή φυσική ιδιότητα, κακό φυσικό 2. (κατ επέκτ.) δειλία, ολιγοψυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ψυχία (< ψυχος < ψυχή), πρβλ. μεγαλο ψυχία, φιλο ψυχία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»