-
1 μαλακό-ψῡχος
μαλακό-ψῡχος, weichmüthig, feigherzig, Sp.
-
2 μαλακόψῡχος
μαλακό-ψῡχος, weichmütig, feigherzig
См. также в других словарях:
ρυγχοκέφαλα — (Rhynchocephalia). Τάξη ερπετών, που ανήκουν στα λεπιδοσαύρια. Ο κυριότερος εκπρόσωπός τους είναι το γένος σφηνόδους, ένα από τα πιο πρωτόγονα ερπετά, του οποίου υπάρχει μόνο ένα είδος ο σφηνόδους ο στικτός. Η διάκριση ανάμεσα στο σφηνόδοντα και… … Dictionary of Greek