-
1 ψυχος
-
2 ψύχος
τό1) холод; 2) мороз;§ κάμνει ψύχος — холодно
-
3 ψύχος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ψύχος
-
4 ψύχος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ψύχος
-
5 ψῦχος
холод, стужа.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ψῦχος
-
6 ψῦχος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ψῦχος
-
7 ψῦχος
холод, стужа, мороз -
8 ψύχος
[психос] ста. о. холод, мороз.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ψύχος
-
9 ψύχος
[психос] ста. о. холод, мороз. -
10 εμψυχος
I2[ψυχή]1) одушевленный, живой Her., Arst., Plut.εἰ δ΄ ἔτ΄ ἐστὴν ἔ., εἰδέναι βουλοίμεθ΄ ἂν Eur. — мы хотели бы (у)знать, жив ли он еще;
ἔ. νεκρός перен. Soph. — живой труп2) перен. воодушевленный(λέξεις Arst.; λόγος Plut.)
II2[ψῦχος] холодный Democr. -
11 αντιψυχος
-
12 αταλοψυχος
-
13 αψυχος
21) безжизненный, неживой, неодушевленный Soph., Eur., Plat., etc.2) не животный, растительный(βορά Eur.)
3) малодушный, трусливый, робкий Aesch. Xen., Arst. -
14 βαρυψυχος
-
15 διψυχος
-
16 δυσκαρτερητος
-
17 δυσοικητος
-
18 εμφασις
- εως ἥ1) изображение, отражение(τινος ἐν ἐνόπτροις Arst.)
2) образ, описание(ἔμφασιν ἤθους ποιεῖν Plut.)
3) внешность, вид4) видимостьκατ΄ ἔμφασιν Arst. и κατὰ τέν ἔμφασιν Polyb. — по видимости;
ἔμφασιν καὴ δόκησιν ἐπιπόνου χρείας ποιεῖν Plut. — прикидываться страшно занятым;οὔτε πάγος οὔτε ψῦχος οὔθ΄ ὅλως χειμῶνος ἔ. γίνεται Diod. — (в Эфиопии) нет ни инея, ни мороза, ни каких бы то ни было вообще признаков зимы5) обзор, обозрение, изложение6) разъяснение, указаниеμάλιστα δὲ κατ΄ Ἀρχεδάμου ἐποίει τὰς ἐμφάσεις Polyb. — его указания относились главным образом к Архедаму
7) ( в баснях) нравоучение, мораль Babr.8) рит. эмфаза, (особая) выразительность, подчеркнутость -
19 επιτεινω
(fut. ἐπιτενῶ, ион. impf. iter. ἐπετείνεσκον)1) натягивать(τὰς χορδάς Plat.; τὰ τόξα καὴ τὰς λύρας Plut.)
2) напрягатьτὰ νεῦρα οἷα ἐπιτείνεσθαι καὴ ἀνίεσθαι Plat. — сухожилия, способные напрягаться и ослабляться
3) растягивать, расстилать, распространятьἐπὴ νὺξ τέταται (pf. pass. in tmesi) βροτοῖσιν Hom. — (вечная) ночь раскинулась над смертными (киммерийцами);
ἐπὴ πτόλεμος τέτατό σφιν Hom. — сражение перемещалось вслед за ними4) настилать(ξύλα ἐπὴ τέν γέφυραν Her.)
5) терзать, мучить(ἐπιτείνεσθαι ὑπὸ νόσων Plat.)
6) усиливать, повышать, поднимать(ἡδονάς Plat.; τὰ τιμήματα Arst.; τέν φωνήν Arst., Plut.; τὸν φόρον Plut.)
7) побуждать, заставлять(τινὰ ποιεῖν τι Xen.)
8) (тж. ἐ. ἑαυτόν Plut.) стремиться, устремляться, метить(πρὸς τὸν σκοπόν Arst.; тж. pass., ἐπιταθῆναι εἰς ἀνδραγαθίαν Xen.)
ἐπιταθῆναι ταῖς εὐνοίαις Polyb. — стремиться показать (свою) благожелательность;ἐπιτεταμένοι τοῖς βιβλίοις Luc. — преданные книгам9) pass. обходиться или выдерживать, довольствоваться10) усиливаться(κίνησις ἐπιτείνει Arst.; ψῦχος ἐπέτεινε Plut.)
-
20 ευψυχος
2душевно спокойный, бодрый, мужественный, полный решимости(θράσος Aesch.; ἀνήρ Eur.; ἐν τοῖς πολέμοις Arst.; πρὸς τὸ ἐπιέναι τοῖς ἐναντίοις Thuc.)
См. также в других словарях:
ψῦχος — cold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύχος — το ους 1. έλλειψη θερμότητας, κρύο, ψύχρα: Σήμερα έχει πολύ ψύχος. 2. χαμηλή θερμοκρασία. 3. φρ., «Kάνει ψύχος», ο καιρός είναι ψυχρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψύχος — το / ψῡχος, ΝΜΑ έλλειψη θερμότητας, κρύο, ψύχρα αρχ. 1. δροσιά 2. μτφ. λύπη 3. φρ. «ἐν ψύχει» κατά τον χειμώνα (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ψύχω (II)] … Dictionary of Greek
ψυχός — (I) ο, Ν γιορτή στην μνήμη τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεν. πληθ. τῶν ψυχῶν, που εκλήφθηκε ως αιτ. τὸν ψυχόν]. (II) ὁ, Α βλ. ψυγός … Dictionary of Greek
εύψυχος — (I) η, ο (ΑΜ εὔψυχος, ον) γενναιόψυχος, ανδρείος, θαρραλέος, εύτολμος, αποφασιστικός, γενναιόκαρδος, λεοντόκαρδος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔψυχον η ευψυχία, η γενναιοψυχία. επίρρ... εὐψύχως (ΑΜ, Μ και εὔψυχα) με τόλμη, με θάρρος αρχ. με… … Dictionary of Greek
θνητόψυχος — θνητόψυχος, ον (Μ) αυτός που πιστεύει ότι η ψυχή είναι θνητή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ά ψυχος, έμ ψυχος, πάμ ψυχος] … Dictionary of Greek
ευρωστόψυχος — εὐρωστόψυχος, ον (Α) αυτός που έχει δυνατή ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύρωστος + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ά ψυχος, επτά ψυχος] … Dictionary of Greek
εφτάψυχος — η, ο και επτάψυχος, η, ο 1. αυτός που παρουσιάζει μεγάλη αντοχή στις ασθένειες και όλες τις κακουχίες, αυτός που δύσκολα υποκύπτει στον θάνατο, πολύ δυνατός (φρ. «οι γάτες είναι εφτάψυχες») 2. άγρυπνος («τα μεγάλα μάτια εφτάψυχα εντός μου», Παλαμ … Dictionary of Greek
ζημιόψυχος — ζημιόψυχος, ον (Α) ο επιζήμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζημία + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιό ψυχος, μεγαλό ψυχος] … Dictionary of Greek
ημίψυχος — ἡμίψυχος, ον (Α) μισοξεψυχισμένος, ημιθανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ά ψυχος, πονό ψυχος] … Dictionary of Greek
θερμοκήπιο — Στεγασμένος και περιφραγμένος χώρος με προορισμό να προφυλάξει από το χειμερινό ψύχος τα καρποφόρα και καλλωπιστικά φυτά που δεν αντέχουν στην ύπαιθρο ή για να εξασφαλίσει τεχνητά για μερικά τροπικά είδη οικολογικές συνθήκες όμοιες με εκείνες που … Dictionary of Greek