-
61 πορφυροστρωτος
-
62 σκολιοπορος
-
63 στενοπορος
ион. στεινόπορος 2образующий узкий проход, узкий, тесный(χῶρος Her.; πύλαι Aesch.; ὅρμοι Αὐλίδος Eur.)
-
64 στενος
I.ион. στεινός 31) узкий, тесный(πόρος Her.; ἔσοδος Thuc.; πύλη NT.)
2) стесненный, ограниченный(χρόνος Men.)
3) незначительный, мелкий, неважный(ὑποθέσεις Polyb.)
ἐρωτᾶν τὰ στενά Plat. — задавать маловажные вопросы4) скудный, бедный(τροφή Arst.)
5) слабый(τὰ φωνία Arst.). - см. тж. στενόν
II.- εος τό стесненное положение, нужда, бедствие(σωφρονεῖν ὑπὸ στένει Aesch.)
-
65 στιγμιαιος
31) точечный, величиною с точку(πόρος Plut.)
2) длящийся мгновение, мгновенныйσ. πρὸς τὸν ἄπειρον αἰῶνα Plut. — являющийся мгновением по сравнению с вечностью
-
66 ταχυπορος
2(ὅ θῆλυς ὅρος Aesch.; κώπη Eur.)
-
67 τετραπορος
-
68 τηλεπορος
-
69 χερσαιος
-
70 ωκυπορος
2быстроходный, быстро несущийся, стремительный(ναῦς Hom.; ῥιπαὴ κυμάτων Pind.; πόρθμευμα Aesch.; ὀϊστοί Anth.)
-
71 δακρυαγωγός
-
72 εὔπορος
См. также в других словарях:
πόρος — means of passing a river masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek
Πόρος — Sp Pòras Ap Πόρος/Poros L s. Egėjo s. (Sarono įl.) ir mst. Kefalinijoje, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
πόρος — ο 1. στενό πέρασμα ποταμού, λίμνης, θάλασσας. 2. μικρή τρύπα απ όπου περνά κυρ. υγρό: Πόροι του σώματος. 3. εισόδημα, πρόσοδος: Έμεινε χήρα χωρίς πόρους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακουστικός πόρος — Τμήμα του αφτιού. Διακρίνονται δύο πόροι, ο έσω και ο έξω. Ο έσω πόρος είναι οστέινος σωλήνας, μήκους 1 εκ., πλάτους και ύψους 0,5 εκ. και βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό. Το έξω άκρο του αντιστοιχεί στον λαβύρινθο (έσω ους) και το έσω άκρο του … Dictionary of Greek
Κάτω Πόρος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 68 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 28 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαππαίων … Dictionary of Greek
πόρω — πόρος means of passing a river masc nom/voc/acc dual πόρος means of passing a river masc gen sg (doric aeolic) πόρω furnish aor subj act 1st sg πορόω furnish with pores pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πορόω furnish with pores imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Порос — (Πορος) принадлежащий Греции о в у южного входа в Эгинский залив; отделен от Пелопоннеса узким каналом. Город П. (около 5000 жителе и) был некоторое время резиденцией греческого правительства и главной военной гаванью. Здесь 25 авг. 1831 г.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ПОРОС — • Πόρος, см. Πενία, Пения … Реальный словарь классических древностей
Κορυζής, Αλέξανδρος — (Πόρος 1885 – Αθήνα 1941). Οικονομολόγος, πρωθυπουργός της χώρας κατά τη γερμανική επίθεση του 1941. Σε πολύ νεαρή ηλικία διορίστηκε στην Εθνική Τράπεζα (1903), όπου σημείωσε ταχεία άνοδο στην ιεραρχία. Συνέβαλε, από το 1915, στην οργάνωση κλάδου … Dictionary of Greek
Μποδοσάκης, Αθανασιάδης — (Πόρος Νίγδης, Μικρά Ασία 1891 – Αθήνα 1979). Βιομήχανος. Από μικρή ακόμη ηλικία, άρχισε να ασχολείται με το εμπόριο και τις βιομηχανικές επενδύσεις στη Μερσίνα και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (1922)… … Dictionary of Greek