-
1 πόρος
πόρος, ὁ (πείρω), 1) der Weg durch einen Fluß, Durchgang, Furth; Ἀλφειοῖο, Il. 2, 592; ὅτε δὴ πόρον ἷξον ἐϋῤῥεῖος ποταμοῖο, 14, 433. 21, 1. 24, 692; so auch πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων, die Uebergänge, Wege des Meeres, Od. 12, 259; π όρος Ὠκεανοῖο, Hes. Th. 292; Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιϑείς, Pind. Ol. 1, 92, vgl. 2, 13. 6, 28; auch für Meer selbst, πρὸς Ἰόνιον πόρον, N. 4, 53 (vgl. Strab. 8, 7, 2); u. allgemein Pfa d, ἑλίσσων βίου πόρον, I. 7, 15; Aesch. sagt auch αἰϑέρα ϑ' ἁγνὰν πόρον οἰωνῶν, Prom. 281; vgl. ὁδοὺς ἀϑύμους καὶ παρόρνιϑας πόρους τιϑέντες, Eum. 740; bes. aber auch Meerespfad, Furth, κυματίας, Suppl. 541, ἁλμήεις, 824, ἁλίῤῥοϑοι, Pers. 359, u. oft; u. vom Fluß, πόρον δ' Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾷν, Spt. 360; πόρου οὐ διαβὰς Ἅλυος ποταμοῖο, Pers. 848; πόροι ἁλίῤῥοϑοι, Soph. Ai. 407; Διρκαῖος πόρος, Eur. Phoen. 737, u. öfter; der Uebergang, die Brücke, Her. 4, 136. 140. 7, 10, 3. 8, 111; übh. der zum Uebergang geeignete Ort, 8, 115; Thuc. 7, 78; die Meerstraße, 1, 120; übh. Gang, Plat. Epin. 982 b u. Sp.; ἡ παρακομιδὴ διὰ τοῠ πότου, Pol. 3, 43, 3; διάραντες τὸν πόρον, 1, 37, 1, u. öfter. – 2) Ausgang, Oeffnung, Loch, bes. die Poren des menschlichen u. thierischen Leibes, Plat. Men. 76 c u. öfter u. Sp., bes. Medic. u. Plut.; vgl. τῶν ἐσϑιόντων ἀνεκάϑηραν τοὺς πόρους Anaxipp. bei Ath. IX, 404 (v. 16), u. Damoxen. ib. III, 102 (v. 29); – πόρος ἀκουστικός, S. Emp. pyrrh. 1, 50. – Arist. nennt auch die Nervenfäden so u. die Fäden, woran sich manche Insektenlarven aufhängen. – 3) Uebertr., die Art u. Weise zu einem Ziele zu gelangen, Mittel u. Wege dazu, Ausweg, Hülfsmittel, δεινὸς γὰρ εὑρεῖν κἀξ ἀμηχάνων πόρους, Aesch. Prom. 59; οἵας τέχνας τε καὶ πόρους ἐμησάμην, 475; τῶν ἀδοκήτων πόρον εὗρε ϑεός, Eur. Med. 1418; τίς ἄν πως πόρος κακῶν γένοιτο, Alc. 211; τίς πόρος ἔσται περὶ τούτου, Ar. Eccl. 653; so Her. 2, 2. 3, 156; πόρον τινὰ εὑρίσκω τοῠ ζητήματος, Plat. Theaet. 191 a; τίνα ἐπὶ τούτῳ πόρον καὶ λόγον ἀνευρίσκομεν, Legg. VI, 752 e; auch das Erwerben, ἀγαϑῶν, Men. 78 e; ἔχοντες τοσούτους πόρους πρὸς τὸ ὑμῖν πολεμεῖν, Xen. An. 2, 5, 20, vgl. Cyr. 1, 6, 9; Dem. u. Folgde; περὶ πόρον γίγνεσϑαι χρημἀτων, Pol. 17, 17, 2. Uebh. die Einkünfte, wie Xen. ein Buch περὶ πόρων geschrieben hat.
-
2 πόρος
πόρος, ὁ, (1) der Weg durch einen Fluß, Durchgang, Furt; πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων, die Übergänge, Wege des Meeres; auch für Meer selbst; allgemein Pfad; bes. aber auch Meerespfad, Furt; vom Fluß; der Übergang, die Brücke; übh. der zum Übergang geeignete Ort; die Meerstraße; übh. Gang; (2) Ausgang, Öffnung, Loch, bes. die Poren des menschlichen u. tierischen Leibes; man nennt auch die Nervenfäden so u. die Fäden, woran sich manche Insektenlarven aufhängen; (3) Übertr., die Art u. Weise zu einem Ziele zu gelangen, Mittel u. Wege dazu, Ausweg, Hilfsmittel; das Erwerben. Übh. die Einkünfte -
3 πρωτο-πόρος
πρωτο-πόρος, zuerst od. vorangehend, marschirend; im Ep. des Plat. bei Ath. XIII, 589 c steht νεότητος πρωτοπόρου, wo in der Anth. VII, 217 πρωτοβόλου steht.
-
4 προ-οδοι-πόρος
προ-οδοι-πόρος, voraus wandernd, Hesych.
-
5 πυρσο-πόρος
πυρσο-πόρος, f. L. statt πυρσοφόρος, Nonn. D. 7, 340.
-
6 πυκνό-πορος
πυκνό-πορος, mit dichten od. häufigen Gängen, Sp.
-
7 παρ-οδοι-πόρος
παρ-οδοι-πόρος, ὁ, = ὁδοιπόρος, Ep. ad. (App. 247).
-
8 πεντά-πορος
πεντά-πορος, mit fünf Gängen, Ausflüssen, προχοαί, D. Per. 301.
-
9 πεζο-πόρος
πεζο-πόρος, zu Fuße gehend oder reisend; ποσσί, Mel. 80 (XII, 53); πελάγους, Parmen. 9 (IX, 304).
-
10 πεζ-έμ-πορος
πεζ-έμ-πορος, zu Lande handelnd, Strab. XVI.
-
11 παντο-πόρος
παντο-πόρος, der sich überall zu helfen weiß, Soph. Ant. 356, Ggstz von ἄπορος.
-
12 παιδο-πόρος
παιδο-πόρος, wo ein Kind durchgeht, γένεσις, Philpp. 34 (IX, 311).
-
13 παν-ά-πορος
παν-ά-πορος, ganz, sehr mittellos, Sp.
-
14 παλίμ-πορος
παλίμ-πορος, zurückgehend, -reisend, den Weg noch einmal machend, Nonn. D. 2, 247 u. öfter; entgegengehend, Opp. Hal. 4, 529.
-
15 παν-ή-πορος
παν-ή-πορος, ganz dürftig, statt πανάπορος, Hesych.
-
16 ποταμη-πόρος
ποταμη-πόρος, über den Fluß setzend, Opp. Cyn. 2, 178. 4, 84.
-
17 ποντο-πόρος
ποντο-πόρος, das Meer durchwandelnd, befahrend; ναῦται, Hom. ep. 8, 1; gew. Beiwort des Seeschiffes, Od. 12, 69 Il. 1, 439 u. öfter, wie Soph. Ai. 245; so auch δόρυ, Phil. 712; πλάτη, σχεδία, Eur. Troad. 810 Hec. 113; sp. D., wie Orph. Arg. 52. 1098.
-
18 πολυ-εύ-πορος
πολυ-εύ-πορος, verstärktes εὔπορος, Sp.
-
19 πολύ-πορος
πολύ-πορος, viel Oeffnungen, Gänge, Poren habend, Sp., wie Plut. oft, u. Medic.
-
20 στενό-πορος
στενό-πορος, ion. στεινόπορος, mit engem Wege, Passe; ἐπ' αὐταῖς στενοπόροις λίμνης πύλαις, Aesch. Prom. 731; ὅρμοι Αὐλίδος, Eur. I. A. 1496, πέτραι, I. T. 890, ἐν στεινοπόρῳ χώρῳ μαχόμενοι, Her. 7, 211; ὑπεξιόντες ἐς τὰ στεινόπορα, 7, 223; Thuc. 7, 73; sing. dei Xen. Hell. 4, 6, 12; ἀκτή, Lycophr. bei Arist. rhet. 3, 3.
См. также в других словарях:
πόρος — means of passing a river masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek
Πόρος — Sp Pòras Ap Πόρος/Poros L s. Egėjo s. (Sarono įl.) ir mst. Kefalinijoje, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
πόρος — ο 1. στενό πέρασμα ποταμού, λίμνης, θάλασσας. 2. μικρή τρύπα απ όπου περνά κυρ. υγρό: Πόροι του σώματος. 3. εισόδημα, πρόσοδος: Έμεινε χήρα χωρίς πόρους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακουστικός πόρος — Τμήμα του αφτιού. Διακρίνονται δύο πόροι, ο έσω και ο έξω. Ο έσω πόρος είναι οστέινος σωλήνας, μήκους 1 εκ., πλάτους και ύψους 0,5 εκ. και βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό. Το έξω άκρο του αντιστοιχεί στον λαβύρινθο (έσω ους) και το έσω άκρο του … Dictionary of Greek
Κάτω Πόρος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 68 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 28 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαππαίων … Dictionary of Greek
πόρω — πόρος means of passing a river masc nom/voc/acc dual πόρος means of passing a river masc gen sg (doric aeolic) πόρω furnish aor subj act 1st sg πορόω furnish with pores pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πορόω furnish with pores imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Порос — (Πορος) принадлежащий Греции о в у южного входа в Эгинский залив; отделен от Пелопоннеса узким каналом. Город П. (около 5000 жителе и) был некоторое время резиденцией греческого правительства и главной военной гаванью. Здесь 25 авг. 1831 г.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ПОРОС — • Πόρος, см. Πενία, Пения … Реальный словарь классических древностей
Κορυζής, Αλέξανδρος — (Πόρος 1885 – Αθήνα 1941). Οικονομολόγος, πρωθυπουργός της χώρας κατά τη γερμανική επίθεση του 1941. Σε πολύ νεαρή ηλικία διορίστηκε στην Εθνική Τράπεζα (1903), όπου σημείωσε ταχεία άνοδο στην ιεραρχία. Συνέβαλε, από το 1915, στην οργάνωση κλάδου … Dictionary of Greek
Μποδοσάκης, Αθανασιάδης — (Πόρος Νίγδης, Μικρά Ασία 1891 – Αθήνα 1979). Βιομήχανος. Από μικρή ακόμη ηλικία, άρχισε να ασχολείται με το εμπόριο και τις βιομηχανικές επενδύσεις στη Μερσίνα και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (1922)… … Dictionary of Greek